Το σύνολο των αθλιοτήτων, που αυτήν τη στιγμή μαστίζουν την ελληνική κοινωνία, οφείλεται στην αυθαίρετη και εγκληματική “πολιτικοποίηση” των πάντων. Κάποιοι έχουν μάθει το “κόλπο” και χειρίζονται τα πάντα με τέτοιον τρόπο, ώστε να τα προσαρμόζουν όλα στα πλαίσια των συμφερόντων τους. Παραβιάζοντας κάθε έννοια λογικής και επιστημοσύνης, δίνουν πολιτικά “πιστοποιητικά” σε ό,τι τους εξυπηρετεί. Αυθαίρετα και παράνομα “πιστοποιητικά”, τα οποία καπελώνουν τα πάντα. Στο όνομα της Δημοκρατίας αλώνονται και καταστρέφονται τα πάντα. Ακόμα και η ίδια η επιστήμη. Ό,τι αποτελεί ασφαλιστική δικλείδα για την καλή και προπάντων νόμιμη λειτουργία της κοινωνίας έχει αλωθεί. Η ελληνική Βουλή, για παράδειγμα, αποφαίνεται για ποινικά εγκλήματα, παρακάμπτοντας εντελώς τη Δικαιοσύνη. Η ελληνική Βουλή, η οποία λειτουργεί πλέον ως συμμορία και απαλλάσσει τα μέλη της από κάθε τιμωρία.
Εμείς, μέσα στα πλαίσια αυτής της αθλιότητας, έχουμε να κάνουμε την εξής “προχωρημένη” πρόταση. Μια πρόταση, η οποία “συνάδει” με τη λογική των πολιτικών και θα βοηθήσει σίγουρα τον τόπο. Όπως, όταν παρανομούν οι πολιτικοί, δεν πηγαίνουν στη δικαιοσύνη για να μην “ποινικοποιηθεί” η πολιτική ζωή, έτσι προτείνουμε και όταν αρρωσταίνουν οι πολιτικοί, να μην πηγαίνουν στους γιατρούς. Να μην “ιατροποιηθεί” η ζωή του τόπου. Να αποφαίνεται η Βουλή των Ελλήνων για την κατάσταση της υγείας τους και αυτήν ν’ αποφασίζει για τη θεραπεία τους. Αυτό είναι κάτι, το οποίο θα βοηθήσει σίγουρα τον τόπο, γιατί μόνον έτσι θα μπορέσουμε να ξεφορτωθούμε τους ηλίθιους. Μόνον έτσι θα ελπίζουμε σε έναν γρήγορο και λυτρωτικό ψόφο τους. Κυριολεκτικό ψόφο, για να μην νομίζει ο αναγνώστης ότι μιλάμε μεταφορικά. Δεν βάζουμε εισαγωγικά στη λέξη.
Αυτοί ο ίδιοι άνθρωποι —και έχοντας εξυπηρετηθεί από αυτήν την παράλογη και εξόχως αντιεπιστημονική αθλιότητα— έρχονται και “μπαίνουν” με έναν ανάλογο τρόπο και σε άλλα ζητήματα. Ζητήματα όπως η “μακεδονική” γλώσσα, για την οποία κάθισε και συζήτησε η Ντόρα με τον Νίμιτς. Η Ντόρα, που παίζει στα “δάκτυλά” της αυτήν την άθλια μεθοδολογία. Τη γνωρίζει άριστα, γιατί το Μητσοτακαίηκο έχει “σωθεί” πολλές φορές από τη “μεγαλοψυχία” της Βουλής να μην τους στείλει στα δικαστήρια. Μια απλή ματιά να ρίξει κάποιος στις λίστες μ’ αυτούς που κατά καιρούς έχουν αποφύγει τη δικαιοσύνη για εξόφθαλμα παράνομες πράξεις τους, θα δει ότι σε περίοπτες θέσεις βρίσκονται όλα τα μέλη της οικογένειας, που ασχολούνται με την πολιτική.
Η Ντόρα Μητσοτάκη-Μπακογιάννη-Κούβελου, η οποία έχει εξυπηρετηθεί από αυτό το “παιχνίδι”, επιχειρεί να το επαναλάβει και σε θέματα που απειλούν τα καλώς εννοούμενα εθνικά μας συμφέροντα. Μέσα σ’ αυτά τα πλαίσια της λογικής καλείται και πάλι η πολιτική ν’ αποφανθεί για ένα ζήτημα, το οποίο άπτεται της επιστήμης
Είναι πλέον προφανές ότι κάποιοι προδότες στήνουν μια κατάσταση με τέτοιον τρόπο, ώστε να μην βιαστεί κανένας ν’ αντιδράσει στην αρχή της δρομολόγησής της και στο τέλος να κάνουν τις “μοιρασιές” με βάση τα συμφέροντα των αφεντικών τους. Αναφερόμαστε στη “μακεδονική” γλώσσα και στη μεθόδευση που γίνεται προκειμένου —μέσω της πολιτικής— κάποιοι να πάρουν “πιστοποιητικά”, τα οποία αποτελούν αρμοδιότητα της επιστήμης. Είναι φανερό πλέον ότι η σημερινή ηγεσία στο υπουργείο εξωτερικών συμμετέχει σε ανθελληνικά παιχνίδια. Κάποιοι θέλουν να μας βγάλουν τα “μάτια” και επειδή δεν μπορούν να το καταφέρουν μόνοι τους, μας βάζουν να τα βγάλουμε μόνοι μας.
Ήρθε το σκουπίδι ο Νίμιτς και συζήτησε με την “πατριώτισσα” τη Ντόρα το θέμα της “μακεδονικής” γλώσσας. Αντικειμενικά, το μόνο πράγμα που μπορεί να ζητήσει ο Νίμιτς από τη Ντόρα είναι ένα αξιόπιστο “πόρισμα” για θέματα ντεκαπάζ και δίαιτας. Μόνον σε γνώσεις κομμωτικής και διαίτης έχει η Ντόρα τεκμηριωμένες απόψεις, ως αποτέλεσμα της μεγάλης της εμπειρίας. Για τίποτε άλλο δεν μπορεί ν’ αποφανθεί και άρα ν’ αποφασίσει η Ντόρα. Για οτιδήποτε άλλο χρειάζεται “πιστοποίηση”, ο Νίμιτς πρέπει να πάει αλλού. Δεν θα μπούμε καν στον κόπο να ψάξουμε και να δούμε την ορθότητα αυτών που συζήτησαν και αποφάσισαν για τη “μακεδονική” γλώσσα. Γιατί; Γιατί θεωρούμε ότι δεν υπάρχει καμία βάση μιας τέτοιας συζήτησης ανάμεσά τους. Όπως δεν πηγαίνει κάποιος άρρωστος στο περίπτερο, για να πάρει μια γνωμάτευση, έτσι δεν έχει λόγο ο Νίμιτς να πάει στο ελληνικό υπουργείο εξωτερικών, για να ζητήσει την άποψη της υπουργού εξωτερικών.
Αν κάποιοι πιστεύουν ότι υπάρχει “μακεδονική” γλώσσα, πηγαίνουν εκεί όπου υπάρχουν οι άνθρωποι, οι οποίοι μπορούν ν’ αποφανθούν γι’ αυτήν. Αναζητάς πάντα την επιστημονική τεκμηρίωση και όχι την πολιτική άποψη. Όταν αναζητάς την πολιτική άποψη, σημαίνει ότι μεθοδεύεις ύποπτα πράγματα και άρα ζητάς να σου “χαριστεί” κάτι, το οποίο δεν μπορείς να το πάρεις μόνος σου και άρα δεν το δικαιούσαι. Όταν αναζητάς την πολιτική άποψη, σημαίνει ότι δεν σε συμφέρει η επιστημονική άποψη. Όταν τέλος αναζητάς την πολιτική άποψη, σημαίνει ότι παίζεις το τελευταίο σου “χαρτί” και είσαι απελπισμένος.
Τι θέλουμε να πούμε μ’ αυτό; Ότι η ελληνίδα υπουργός, αν επιτελούσε σωστά το καθήκον της, δεν έπρεπε καν να καθίσει να συζητήσει για το θέμα. Έπρεπε να κλείσει την πόρτα στον Εβραίο και να του δώσει μια καλή διεύθυνση για κάποιο καλό και με παγκόσμιο κύρος γλωσσολογικό ινστιτούτο. Και μόνον που κάθισε να συζητήσει με αυτόν για τη “μακεδονική” γλώσσα, αποτελεί προδοτική πράξη, γιατί μπαίνει στη λογική των “παζαριών”. Στη λογική, η οποία δεν έχει σχέση με την επιστήμη. Η γλώσσα δεν είναι πολιτικό ζήτημα και ως εκ τούτου δεν μπορεί γι’ αυτήν ν’ αποφανθούν οι πολιτικοί. Πολύ περισσότερο οι σημερινοί πρωταγωνιστές, οι οποίοι για τη συγκεκριμένη περίπτωση είναι όλοι τους αγράμματοι τενεκέδες. Από τη Ντόρα και τον Γκρουέφσκι μέχρι το ανθρωπόμορφο σκουλήκι με το όνομα Νίμιτς.
Για τη γλώσσα αποφαίνονται τα παγκοσμίως αναγνωρισμένα διεθνή ινστιτούτα γλωσσολογίας. Όποιος πιστεύει ότι πραγματικά υπάρχει “μακεδονική” γλώσσα, δεν ζητά να λυθεί το ζήτημα από πολιτικούς. Ζητάει την επιστημονική άποψη των ειδικών. Αυτών, οι οποίοι θα κληθούν να υπογράψουν μια επιστημονική γνωμάτευση και ως εκ τούτου θα πάρουν πάνω τους το κόστος που αυτό συνεπάγεται. Ποιο γλωσσολογικό ινστιτούτο με παγκόσμιο κύρος τολμάει να “φορτωθεί” μια “γνωμάτευση” ότι υπάρχει “μακεδονική” γλώσσα; Ποιος διάσημος γλωσσολόγος σ’ αυτόν τον Πλανήτη τολμάει ν’ “αναγνωρίσει” τη “μακεδονική” γλώσσα ως τέτοια; Ποιος γλωσσολόγος δεν θα αποφανθεί με τον ελάχιστο ενδοιασμό ότι αυτή η γλώσσα, την οποία κάποιοι ονομάζουν “μακεδονική”, δεν είναι παρά η βουλγαρική; Δεν είναι καν ένας ανεξάρτητος “κλάδος” της σλαβικής γλώσσας, όπως είναι τα σερβικά ή τα ρωσικά. Είναι ατόφια η βουλγαρική.
Την ονομάζουν λέει “μακεντόνσκι” και άρα μακεδονική. Και τα τρελοκομεία είναι γεμάτα από ανθρώπους που νομίζουν ότι είναι “Ναπολέοντες”, αλλά δεν είδαμε τη γαλλική κυβέρνηση να πανικοβάλλεται μπροστά στο ενδεχόμενο ν’ αναγκαστεί να τους παραχωρήσει την εξουσία της Γαλλίας. Η γαλλική κυβέρνηση γνωρίζει ποιος ήταν ο Ναπολέων, πού βρίσκεται θαμμένος και πού θα πάει να τον “βρει” σε περίπτωση που τον αναζητήσει. Ο Ναπολέων ήταν ένας και μοναδικός και όλοι οι υπόλοιποι απλά τρελοί. Δεν μπαίνεις καν στον κόπο ν’ ακούσεις τους ισχυρισμούς τους. Ο καθένας μπορεί να λέει ό,τι θέλει για τον εαυτό του, αλλά αυτό δεν σημαίνει τίποτε. Και ένας καρκινοπαθής μπορεί να λέει ότι έχει ανεμοβλογιά, αλλά σημασία έχει τι λένε οι γιατροί και όχι ο ίδιος πάνω στον πανικό του.
Το ίδιο συμβαίνει και με τους Σκοπιανούς. Ονομάζουν τη γλώσσα τους “μακεδονική” και αυτό υποστηρίζουν. Καλά κάνουν. Ας την ονομάζουν “μακεδονική” και ας προσφωνούνται μεταξύ τους “Ολύμπιοι Θεοί”. Στη διεθνή κοινότητα όμως δεν μπορούν να απαιτούν να τους αναγνωρίζουν οι λαοί ως “θεούς” και τη γλώσσα τους ως μακεδονική. Στη διεθνή κοινότητα σημασία έχει μόνον ό,τι αναγνωρίζει η επιστήμη και το θέμα της γλώσσας είναι ένα καθαρά επιστημονικό θέμα.
Εφόσον, ως νεοσύστατο κράτος, θέλουν να μπουν στην κοινωνία των εθνών, θα πρέπει να μάθουν να σέβονται τους κανόνες λειτουργίας αυτής της κοινωνίας. Τι μας λένε αυτοί οι κανόνες; Ότι για παράδειγμα μεγάλο μέρος της Λατινικής Αμερικής είναι ισπανόφωνο. Το γεγονός ότι υπάρχει Ισπανία ως κράτος, δεν καθιστά μη ισπανόφωνη την Κολομβία, επειδή κι αυτή επίσης είναι ανεξάρτητο κράτος. Το γεγονός ότι μια ισπανόφωνη πρώην αποικία μπορεί ακόμα και να μισεί την Ισπανία, δεν την τοποθετεί στο στρατόπεδο των “τρελών” ν’ αμφισβητεί την ταυτότητα της γλώσσας της. Η επιστήμη “αποφασίζει” για τη γλώσσα και όχι τα αισθήματα. Η κάθε γλώσσα έχει την “ταυτότητά” της και αυτή είναι μία και μοναδική. Μια γλώσσα μπορούν να τη μιλούν υπό καθεστώς “δανεισμού” πολλά έθνη, αλλά αυτό δεν την αλλάζει. “Κολομβιανή” γλώσσα δεν υπάρχει. “Κολομβιανή” γλώσσα είναι η ισπανική γλώσσα, που μιλιέται στην Κολομβία.
Αν ρωτήσεις έναν Κολομβιανό τι γλώσσα μιλάει, θα σου πει “κολομβιανά”, αλλά υπό την προϋπόθεση πως θεωρείται δεδομένο ότι είναι ισπανική. Ο όρος “κολομβιανή” είναι απλά ένας από τους πολλούς γεωγραφικούς προσδιορισμός, τους οποίους μπορεί να πάρει μια γλώσσα, η οποία μιλιέται σε πολλούς χώρους μακριά από τη φυσική της πατρίδα, αλλά αυτό δεν αλλάζει τον ουσιαστικό προσδιορισμό της γλώσσας, που είναι ένας και μοναδικός. Τα σημερινά Σκόπια είναι επισήμως σλαβόφωνα. Αυτό είναι κάτι το οποίο δεν μπορεί να το αμφισβητήσει κανένας σοβαρός άνθρωπος. Πόσο μάλλον ένας επιστήμονας.
Αυτό θ’ αποφανθεί ένας γλωσσολόγος, όταν τον ρωτήσεις για τη γλώσσα που μιλούν. Θα σου πει ότι η γλώσσα τους είναι μια πολύ “ελαφριά” παραλλαγή της βουλγαρικής γλώσσας. Το γεγονός ότι οι Σκοπιανοί ονομάζουν τη γλώσσα τους “μακεδονική”, αυτό είναι ταυτόχρονα καί σωστό καί λάθος. Σωστό είναι γιατί —όπως και στο παράδειγμα του Κολομβιανού— με αυτόν τον τρόπο δηλώνουν με ακρίβεια ποια “παραλλαγή” της βουλγαρικής γλώσσας είναι. Είναι η παραλλαγή της βουλγαρικής γλώσσας, που ομιλείται στη γεωγραφική περιοχή της Μακεδονίας και η οποία διαφέρει λίγο από αυτήν που ομιλείται στις παραθαλάσσιες περιοχές της Βουλγαρίας. Όλα αυτά όμως υπό την προϋπόθεση ότι όλες αυτές οι παραλλαγές είναι παραλλαγές της βουλγαρικής γλώσσας.
Ό,τι είναι τα ποντιακά ή τα κρητικά για την ελληνική γλώσσα, είναι τα “μακεντόνσκι” για τη σλαβική. Είναι επιθετικός και όχι ουσιαστικός προσδιορισμός της γλώσσας. Συνδέεται με τη γεωγραφική θέση αυτών που τη μιλάνε και όχι με τη γλώσσα που μιλάνε. Αντιλαμβανόμαστε ότι, ενώ για κάθε γλώσσα υπάρχει ένας και μοναδικός ουσιαστικός προσδιορισμός, ο οποίος την περιγράφει απόλυτα —και επί της ουσίας της—, δεν συμβαίνει το ίδιο και με τον επιθετικό προσδιορισμό. Γι’ αυτόν ακριβώς τον λόγο ο επιθετικός προσδιορισμός μπορεί να είναι πολλαπλός και όχι μοναδικός. Μπορεί να χαρακτηρίζει μερικώς και επουσιωδώς μια γλώσσα, αλλά όχι επί της ουσίας της.
Στην περίπτωση της βαλκανικής περιοχής, που επισήμως σήμερα ονομάζεται FYROM, μιλούνται με βάση τον ουσιαστικό προσδιορισμό τους τρεις γλώσσες. Η σλαβική, η αλβανική και ελάχιστα η ρουμανική γλώσσα. Κυρίαρχη γλώσσα σ’ αυτήν την περιοχή —και επίσημη του κράτους των Σκοπίων— είναι η σλαβική. Η σλαβική, η οποία είναι μια εκδοχή της βουλγαρικής. Αυτές οι γλώσσες έχουν όλες τους τον τοπικό γεωγραφικό τους προσδιορισμό. Όπως υπάρχουν “μακεδονικά” για τη σλαβική γλώσσα, υπάρχουν και “μακεδονικά” για την αλβανική γλώσσα, όπως υπάρχουν και “μακεδονικά” και για τη ρουμανική γλώσσα. Ακόμα και για τα ελληνικά υπάρχουν τα αντίστοιχα “μακεδονικά”. Τα “κοζανίτικα” μια μακεδονική παραλλαγή της ελληνικής γλώσσας είναι.
Γιατί όμως αυτά τα απλά και κατανοητά απ’ όλους δεν τα καταλαβαίνουν οι “διανοούμενοι” μεσολαβητές και οι τοπικοί διαπραγματευτές; Αυτό το οποίο συμβαίνει είναι το εξής. Από τον τρόπο που “κινείται” κάποιος, όταν αναζητά αυτό το οποίο θεωρεί δίκαιο, μπορεί να καταλάβεις πού ακριβώς το “πάει” και πού αποσκοπεί. Αυτό σημαίνει ότι, αν οι Σκοπιανοί είχαν ένα στοιχειώδες δίκαιο, δεν θα έρχονταν στην Ελλάδα να το βρουν. Δεν θα ζητούσαν από την Αθήνα να “νομιμοποιήσει” τη γλώσσα τους. Δεν πηγαίνεις σ’ αυτόν, που δημοσίως καταγγέλλεις ότι σε “αδικεί”, να βρεις το δίκιο σου. Σ’ αυτόν πηγαίνεις όταν θέλεις χάρη. Όποιος έχει δίκιο, το παίρνει μόνος του και δεν περιμένει να του το δώσουν. Το δίκιο καθιστά μερικά πράγματα αυτονόητα.
Δεν πήγε ποτέ κανένας μαύρος σε ένα δικαστήριο, για να του αναγνωριστεί το μαύρο χρώμα. Με ή χωρίς δικαστική απόφαση ήταν μαύρος και αυτό φαινόταν. Δεν πήγαν ποτέ οι Κούρδοι στην Τουρκία —ή σε κάποιο διεθνές δικαστήριο— να τους αναγνωρίσει τη γλώσσα τους ως κουρδική. Οι Κούρδοι είναι αυθεντικό έθνος και φυσικό είναι να έχουν και τη δική τους γλώσσα, χωρίς αυτό να είναι και τόσο καθοριστικό για την ύπαρξή τους. Έχουν όλα τα χαρακτηριστικά, που τους δίνουν το “πρωτεύον” —το οποίο είναι η ιδιαίτερη εθνική ταυτότητα— και από εκεί και πέρα δεν έχει λόγο ν’ αμφισβητεί κάποιος το “δευτερεύον”, που είναι η γλώσσα. Πόσο μάλλον όταν αυτή είναι ορατά διαφορετική από αυτήν των υπολοίπων.
Αντιλαμβανόμαστε ότι στην περίπτωση των Σκοπιανών κάτι ύποπτο συμβαίνει. Επειδή δεν μπορούν ν’ αποδείξουν το “πρωτεύον”, που είναι η εθνική ταυτότητα, προσπαθούν να το “χτίσουν”. Προσπαθούν δηλαδή από το “δευτερεύον” να πάνε στο “πρωτεύον”. Προσπαθούν από τη γλώσσα να πάνε στην έννοια του έθνους. Προσπαθούν να πάρουν από την Ελλάδα μια “νομιμοποίηση” της “μακεδονικότητας” της γλώσσας τους, προκειμένου να “χτίσουν” στη συνέχεια την “εθνική” τους ιδιότητα. Είναι σαν τα δικαστήρια, τα οποία γίνονται για αμφισβητούμενες ιδιοκτησίες και ελλείψει νομίμων παραστατικών, όπου χρησιμοποιούνται μάρτυρες. Όταν δεν έχεις ούτε ένα νόμιμο έγγραφο γι’ αυτό το οποίο διεκδικείς ως ιδιοκτησία σου, επικαλείσαι μάρτυρες και η δικαστική απόφαση γίνεται το πρώτο και μοναδικό νόμιμο έγγραφο για την ιδιοκτησία σου.
Τι φοβούνται λοιπόν οι Σκοπιανοί και αυτοί οι οποίοι βρίσκονται πίσω από αυτούς; Ότι, αν πάνε κανονικά με τις διαδικασίες που προβλέπονται για τα νεοσύστατα κράτη, δεν έχουν καμία δυνατότητα ν’ αναγνωριστούν ως “έθνος”. Ένα κράτος, το οποίο —στην τελευταία επίσημη και διεθνώς αναγνωρισμένη καταγραφή των πληθυσμιακών του στοιχείων— παρουσιάζεται σαν μίξη πολλών, διαφορετικών, υπαρκτών και αναγνωρισμένων εθνικοτήτων, δεν μπορεί ν’ αποδείξει ότι έχει ενιαία εθνική ταυτότητα. Δεν μπορείς να “χτίσεις” εθνική ιδιότητα μέσα σε λίγες δεκαετίες. Το κράτος των Σκοπίων επισήμως —και όχι με βάση τις κραυγές του υπόκοσμου του Γκρουέφσκι— είναι μια σύνθεση κυρίως Σέρβων, Βουλγάρων, και Αλβανών.
Εξ αντικειμένου, δηλαδή, δεν μπορεί ν’ αποδείξει με τα υπάρχοντα επίσημα στοιχεία ότι όλοι αυτοί ανήκουν σε μια κοινή εθνική “πλατφόρμα”. Τι απομένει; Να βρεθεί μια “πλατφόρμα”, η οποία εύκολα ή δύσκολα —έστω και τραβηγμένη από τα “μαλλιά”— θα βάζει όλους αυτούς πάνω της. Η μόνη διαθέσιμη “πλατφόρμα” είναι η γλώσσα. Ως κράτος αναγκαστικά έχει μια επίσημη κυρίαρχη γλώσσα, την οποία μιλούν όλες οι εθνότητές του, προκειμένου να συνεννοηθούν μ’ αυτό. Επειδή αυτή η γλώσσα είναι υπαρκτή, μπορείς να τη “βαπτίσεις” όπως θέλεις. Αρκεί να εξασφαλίσεις έναν νόμιμο “νονό”. Έναν νόμιμο “μάρτυρα”. Αυτό προσπαθούν να κάνουν. Να ονομάσουν πάση θυσία τη γλώσσα τους “μακεδονική”, ώστε σε κάποια στιγμή να “χτίσουν” το εθνικό τους προφίλ. Εφόσον όλοι αυτοί μιλούν “μακεδονικά”, τι είναι; “Μακεδόνες”. Άρα συνθέτουν έθνος. Ζήτω το έθνος.
Γι’ αυτόν τον λόγο περιφέρεται το σκουπίδι ο Νίμιτς στην Αθήνα. Προσπαθεί να μας βάλει στη λογική των “παζαριών” των γύφτων …”Έλα μωρέ, πόσο σημαντικό είναι που αποκαλούν τη γλώσσα τους “μακεδονική”; Δείξτε λίγο μεγαλοψυχία. Τι έγινε; Φτωχοί άνθρωποι είναι, τι θα σας κάνουν; Εφόσον βρίσκονται στη γεωγραφική περιοχή της Μακεδονίας, υπάρχει μια έστω στοιχειώδης λογική στο αίτημά τους.” Κατάλαβε ο αναγνώστης τι λέμε; Θέλει την Αθήνα ως “μάρτυρα”, για να καλύψει την έλλειψη στοιχείων. Θέλει τη “μαρτυρία” της Αθήνας, για ν’ αρπάξει τον όρο “μακεδονικός”. Χωρίς αυτήν τη “μαρτυρία” δεν μπορεί να κάνει τίποτε απολύτως. Η Αθήνα πρέπει να συναινέσει, προκειμένου αυτοί ν’ αρχίσουν να “χτίζουν” την εθνική τους ταυτότητα.
Η Αθήνα πρέπει να “βαπτίσει” τη γλώσσα, ώστε αυτοί να περάσουν κατόπιν το αποτέλεσμα της “βάπτισης” και στον λαό τους. Η Αθήνα είναι η μόνη, που μπορεί να γίνει “νονά” της γλώσσας των Σκοπίων, εφόσον είναι η μόνη αξιόπιστη και βολική για την περίπτωση “μάρτυρας” της περιοχής. Δεν μπορεί η Βουλγαρία να “βαπτίσει” τη δική της γλώσσα ως “μακεδονική”. Δεν θέλει η Αλβανία να κάνει το ίδιο, γιατί έχει μειονότητα εκεί μέσα και δεν θέλει να τη χαρίσει σε μια νέα “Μακεδονία”. Μόνον η Ελλάδα μπορεί να το κάνει, γιατί έχει διαφορετική γλώσσα, συνδέεται η ίδια με τον όρο “Μακεδονία” και δεν έχει μεγάλα μειονοτικά συμφέροντα να υπερασπιστεί. Γι’ αυτόν τον λόγο θεωρούμε ότι συντελείται μεγάλη εθνική προδοσία στο υπουργείο εξωτερικών. Εξοικειώνουν τον κόσμο στη λογική του “παζαριού”, για να δώσουν τη “μαρτυρία” τους, χωρίς να κινδυνεύουν να τους κρεμάσουν στην πλατεία Συντάγματος.
Αυτή η “μαρτυρία” τούς λείπει και γι’ αυτόν τον λόγο δεν κινούνται με τη συνήθη πρακτική για τα νεοσύστατα κράτη. Θέλουν να επικαλεστούν στοιχεία, τα οποία θα τους επιτρέψουν να κάνουν την πορεία που προβλέπεται από τη διεθνή κοινότητα προς τη νομιμότητα, αλλά με την αντίθετη “φορά”. Αντί ν’ αποδείξουν τα “σημαντικά” —και άρα τα “ασήμαντα” ν’ ακολουθούν αυτοδικαίως— θέλουν ν’ αποδείξουν με “μαρτυρίες” τα “ασήμαντα”, για να διεκδικήσουν τα σημαντικά. Αντί δηλαδή να κληθούν ν’ αποδείξουν το αδύνατο, το οποίο είναι η ενιαία εθνική τους ταυτότητα, θέλουν να επικαλεστούν την “ύπαρξη” ενιαίας “μακεδονικής” γλώσσας, ώστε να διεκδικήσουν την εθνική τους ταυτότητα.
Γι’ αυτόν τον λόγο δεν ακολουθούν τη συνήθη διαδικασία και πηγαινοέρχονται στην Αθήνα. Γνωρίζουν πως, όταν θα πάνε ως νεοσύστατο κράτος και καταθέσουν τα στοιχεία της γλώσσας τους, προκειμένου να ενταχθούν στους διεθνείς οργανισμούς, θα εξεταστεί το ζήτημα αυτής της γλώσσας με αντικειμενικά κριτήρια και από αυτά τα κριτήρια δεν προκύπτει ο όρος “μακεδονικός” ούτε γι’ αστείο. Εκεί θα ισχυρίζεσαι ότι μιλάς “κολομβιανά”, αλλά κάποιοι θα πρέπει ν’ αποφανθούν για το τι ακριβώς είναι αυτά τα “κολομβιανά”. Αναγκαστικά δηλαδή τα Σκόπια θα τοποθετηθούν στα σλαβόφωνα κράτη και ο όρος “μακεδονικός” θα φτάνει μόνον μέχρι τα προάστια των Σκοπίων.
Αυτό θα γίνει αναγκαστικά, γιατί μόνον έτσι εξυπηρετείται η “γραφειοκρατία” της Κοινωνίας των Εθνών. Υπάρχει οικονομικό κόστος, αν δεν το κάνουν. Προκαλεί δυσλειτουργία στην Κοινωνία των Εθνών, αν δεν το κάνουν. Γι’ αυτόν τον λόγο κανένας γλωσσολόγος και κανένα γλωσσολογικό ινστιτούτο δεν θα τους έκανε τη “χάρη” να πιστοποιήσει τη “μακεδονικότητα” της γλώσσας τους. Απαγορεύεται, γιατί θα εκτίθενται καθημερινά και στο τέλος θα καταστραφεί η αξιοπιστία τους. Ακόμα δηλαδή και να ήθελαν οι Σκοπιανοί —και αυτοί οι οποίοι βρίσκονται “πίσω” τους— να πληρώσουν μια θετική επιστημονική “γνωμάτευση” για τη γλώσσα τους, δεν θα είχαν όφελος από αυτήν, εφόσον η καθημερινότητα της Κοινωνίας των Εθνών θα την πετούσε στα σκουπίδια. Η καθημερινότητα της Κοινωνίας των Εθνών θα φορούσε “κουδούνια” στους αναξιόπιστους γλωσσολόγους.
Γιατί θα συνέβαινε αυτό; Γιατί, κάθε φορά που εισάγεται ένα νέο κράτος στην “κοινωνία” αυτήν, συντάσσονται νέες εγκύκλιοι παγκόσμιου κύρους, προκειμένου να γνωρίζουν τα υπόλοιπα κράτη και οι λαοί τους χρήσιμα στοιχεία γι’ αυτό. Αξιόπιστες εγκύκλιοι. Όπως όταν εμφανίζεται κάποιος καινούργιος σε μια “παρέα” πρέπει να συστηθεί, για να τον γνωρίσουν οι υπόλοιποι, έτσι κάνουν και τα κράτη. Πρέπει να πεις το όνομά σου. Να δηλώσεις τη γλώσσα σου κλπ.. Πρέπει να τα γνωρίζει αυτά η “παρέα”, για να ξέρει πώς θα σε “φωνάζει” και σε ποια γλώσσα θα σου μιλάει, προκειμένου να συνεννοείστε. Όσο παράλογος και βλάκας είναι κάποιος, που, μιλώντας γαλλικά και γινόμενος αντιληπτός, ισχυρίζεται ταυτόχρονα ότι μιλάει γερμανικά, άλλο τόσο παράλογος είναι κι αυτός που ισχυρίζεται ότι μιλάει “μακεδονικά”, ενώ όλοι αντιλαμβάνονται ότι μιλάει βουλγαρικά.
Απλά πράγματα. Πρέπει να γνωρίζει ένα κράτος τι γλώσσα μιλάει ένα άλλο, για να προετοιμάσει ανάλογα το προσωπικό της διπλωματικής του αποστολής. Δεν μπορεί σε ένα νεοσύστατο κράτος της Λατινικής Αμερικής να στείλεις προσωπικό, που δεν μιλάει την τοπική γλώσσα. Τι είναι αυτό το κράτος; Ισπανόφωνο σαν τη Βενεζουέλα ή πορτογαλόφωνο σαν τη Βραζιλία. Σε ποια “ομάδα” κρατών της Λατινικής Αμερικής ανήκει; Αν κάποιος γλωσσολόγος “υπογράψει” ότι η Βραζιλία είναι ισπανόφωνη, θα πάψει να είναι τέτοιος. Το πρώτο κράτος που θα την “πατήσει” και θα στείλει ισπανόφωνη διπλωματική αποστολή στη Βραζιλία, θα “καταγγείλει” την επιστημονική του αξιοπιστία, για να μην την “πατήσουν” και οι υπόλοιποι. Την επόμενη φορά, που θα χρειαστούν τα κράτη κάποιο γλωσσολογικό “πόρισμα”, ο συγκεκριμένος γλωσσολόγος απλά δεν θα αποτελεί επιλογή.
Δεν είναι όμως μόνον τα κράτη, τα οποία ενδιαφέρονται για τα πραγματικά και αντικειμενικά στοιχεία, που αφορούν ένα νεοσύστατο κράτος. Είναι και οι ίδιοι οι λαοί. Οι άνθρωποι, είτε ως επιχειρηματίες είτε ως απλοί τουρίστες, περιφέρονται στον κόσμο κι αναζητούν την ενημέρωση γι’ αυτά που τους αφορούν. Τη σωστή ενημέρωση. Όταν ένας επιχειρηματίας από το Μεξικό θελήσει να πάει για δουλειές στα Σκόπια, δεν θα χρειαστεί ενημέρωση για τη γλώσσα τους; Δεν θα πρέπει ν’ αναζητήσει τις υπηρεσίες ενός μεταφραστή; Τι θ’ αναζητήσει; Κάποιον, που να μιλάει “μακεδονικά”; Σε ποιον θ’ απευθυνθεί για να τον βρει; Υπάρχει άνθρωπος που να μιλάει “μακεδονικά”; Ποια “μακεδονικά” θα χρειαστεί στα Σκόπια; Τα “μακεδονικά” της ελληνικής, της σερβικής, της βουλγαρικής, της αλβανικής ή της ρουμανικής γλώσσας; Ποια “μακεδονικά” μιλάει το κράτος των Σκοπίων; Άρα; Άρα, η αντικειμενική ενημέρωση γι’ αυτόν τον επιχειρηματία είναι να του πούνε ότι πρέπει να βρει έναν μεταφραστή, που απλά να γνωρίζει βουλγαρικά.
Τα ανάλογα συμβαίνουν και για τους απλούς πολίτες, οι οποίοι περιφέρονται στον κόσμο ως τουρίστες. Ο τουρίστας, που θα πάει στα Σκόπια, πρέπει να γνωρίζει ότι εκεί μιλούν βουλγαρικά. Αυτό δεν έχει σχέση μόνον με την ποιότητα των διακοπών του. Έχει σχέση και με την ίδια την ασφάλειά του. Οτιδήποτε να του τύχει, θα πρέπει να γνωρίζει σε ποιον απευθύνεται και άρα σε ποια γλώσσα να του μιλάει. Είναι βασικό στοιχείο για έναν τουρίστα η γνώση της ταυτότητας της γλώσσας που μιλιέται σε έναν χώρο. Κάποιοι αποφεύγουν εντελώς τις χώρες, των οποίων δεν γνωρίζουν στοιχειωδώς τις γλώσσες τους. Όταν κάποιος απευθυνθεί στη διπλωματική υπηρεσία της πατρίδας του και τον ενημερώσουν ότι στα Σκόπια μιλούν “μακεδονικά”, θα καταγγείλει την αξιοπιστία της μόλις θα πάει εκεί και θα διαπιστώσει ότι μιλούν βουλγαρικά.
Πώς ενημερώνονται όλοι αυτοί οι απλοί άνθρωποι, οι οποίοι σε κάποια στιγμή της ζωής τους θα χρειαστούν πληροφορίες; Από τους επίσημους, νόμιμους και ελεγμένους “ταμιευτήρες” γνώσης. Από τις εγκυκλοπαίδειες, τα δημόσια αρχεία κλπ.. Άρα; Άρα οι εγκύκλιοι που θα συνταχθούν με την επίσημη αναγνώριση ενός νεοσύστατου κράτους, θα τροφοδοτήσουν με νέα στοιχεία τους “ταμιευτήρες” αυτούς. Στοιχεία αναγκαστικά αξιόπιστα, γιατί η καθημερινότητα θα δημιουργήσει προβλήματα και άρα και αμφισβήτηση. Στοιχεία αξιόπιστα, τα οποία θα ακυρώσουν την “προπαγάνδα” που κάνουν οι Σκοπιανοί σε όλον τον κόσμο. Μπορεί στο ίντερνετ να “μαθαίνει” κάποιος ότι οι Σκοπιανοί μιλούν “μακεδονικά”, αλλά, όταν θ’ αναζητήσει την επίσημη πληροφόρηση, πρέπει το κράτος του να τον ενημερώσει ότι μιλούν βουλγαρικά. Πρέπει το κράτος του να “ενημερώσει” τα σχολεία του —όταν τον εκπαιδεύουν— ότι εκεί μιλούν βουλγαρικά.
Κατάλαβε ο αναγνώστης τι φοβούνται οι Σκοπιανοί και ο Νίμιτς; Φοβούνται ότι με την επίσημη οδό η FYROM θα συγκαταλεγεί αυτόματα στα σλαβόφωνα κράτη και κατόπιν θα πρέπει να “ξεχάσουν” τα περί “μακεδονικού” έθνους. Ως σλαβόφωνοι και Σλάβοι θα προκαλούν γέλια κάθε φορά που θα ισχυρίζονται ότι είναι Μακεδόνες. Γιατί; Γιατί τα επίσημα στοιχεία θα τους “εκθέτουν”. Γιατί μιλούν σλαβικά και πράγματι με βάση τα ιστορικά στοιχεία υπήρχαν Σλάβοι στην ιστορική Μακεδονία. Αυτοί όμως ήρθαν πολλούς αιώνες μετά τους Μακεδόνες. Σε κάποιες περιοχές, όπως η περιοχή των Σκοπίων, οι Σλάβοι απέκτησαν την πληθυσμιακή υπεροχή και οι αυθεντικοί Μακεδόνες μέσα στον χρόνο χάθηκαν. Με βάση τα επίσημα στοιχεία και τη λογική, ως πολίτης της FYROM, το πιο πιθανό είναι να είσαι κάποιος Σλάβος, που μιλάει βουλγαρικά —και πολύ λογικά—, εφόσον στην τελευταία επίσημη καταγραφή του πληθυσμού του κράτους οι Βούλγαροι και οι Σέρβοι ήταν οι συντριπτικά ισχυρότερες εθνικές κοινότητες του κράτους. Η μόνη περίπτωση να είσαι κάτι άλλο, θα είναι να είσαι Αλβανός. Μακεδόνας όμως με τίποτε.
Αντιλαμβανόμαστε ότι τώρα δίνουν την κύρια “μάχη” τους και τη δίνουν για το όνομα της γλώσσας και όχι για την εθνική τους ταυτότητα. Δεν μπορούν να δώσουν μάχη για την εθνική τους ταυτότητα. Παριστάνουν λοιπόν ότι πολεμάνε με πάθος για την εθνική τους ταυτότητα για λόγους αντιπερισπασμού. Γι’ αυτόν τον λόγο δεν προσφεύγουν στη νομιμότητα, όπως θα έκανε ένα νόμιμο έθνος. Ένα νόμιμο έθνος θα έγραφε στα παλιά του τα “παπούτσια” τους γείτονές του –και δικαίως–. Θα έκανε ό,τι κάνουν οι Κούρδοι, οι οποίοι σε θέματα τα οποία αφορούν το έθνος τους αγνοούν παντελώς την Τουρκία. Θα έκανε ό,τι έκανε παλαιότερα η ίδια η επαναστατημένη Ελλάδα, για να μπει στην κοινωνία των εθνών. Γι’ αυτόν τον λόγο κάνουν διαπραγματεύσεις. Δεν μας κάνουν χάρη. Δεν μπορούν να κάνουν διαφορετικά.
Δεν τολμούν χωρίς τις “ευλογίες” της Ελλάδας να πάνε και να δηλώσουν “μακεδονικό” έθνος. Θα θυμώσουν οι λαοί. Θα θυμώσουν, γιατί έχουν χύσει αίμα για την ταυτότητά τους και δεν ανέχονται τους κλέφτες της ιστορίας. Δεν ανέχονται αυτοί οι οποίοι κοπιάζουν για ένα καλό “όνομα” μέσα στην κοινωνία τους ψεύτες και τους κλέφτες, που εκμεταλλεύονται τους κόπους άλλων. Δεν τους ανέχονται, όπως δεν θα ανεχόταν μια ομήγυρης ανθρώπων έναν νεοφερμένο, ο οποίος θα δήλωνε “Καίσαρας” ή “Ναπολέοντας”, χωρίς να έχει ούτε τα στοιχειώδη προσόντα. Πόσο μάλλον όταν τον γνωρίζουν πολύ καλά και μπορούν οι πάντες να τον καταγγείλουν.
Γι’ αυτόν τον λόγο δεν καταφεύγουν στη νομιμότητα και πάνε στα “παζάρια”. Σε ποια νομιμότητα να πάει ένα πολυεθνικό συνοθήλευμα ανθρώπων, το οποίο μιλάει βουλγαρικά και θέλει να δηλώσει “μακεδονικό” έθνος; Πού να πας, όταν από τα δύο βασικά στοιχεία, τα οποία απαιτούνται για την απόδειξη αυτής της ιδιότητας, δεν έχεις ούτε το ένα ούτε το άλλο; Θεωρητικά, όσες πιθανότητες έχουν για ν’ “αποδείξουν” ότι είναι “μακεδονικό” έθνος, άλλες τόσες έχουν για ν’ “αποδείξουν” ότι είναι απόγονοι των Μάγια και των Ίνκα. Πιο πολλές πιθανότητες θα είχαν, αν προσπαθούσαν ν’ “αποδείξουν” ότι είναι οι μοναδικοί “επιβιώσαντες” της χαμένης Ατλαντίδος. Σ’ αυτήν την περίπτωση έχουν το πλεονέκτημα ότι η έλλειψη γνώσης από την πλευρά των άλλων τους προστατεύει από τη συγκριτική διαδικασία. Ποιον θα πείσεις για τη “μακεδονικότητά” σου, όταν οι λαοί γνωρίζουν την ιστορία των συνθετικών σου στοιχείων; Όταν γνωρίζουν τους Έλληνες, τους Βούλγαρους, τους Αλβανούς και τους Σέρβους και το σύνολο της ιστορίας τους; Όταν γνωρίζουν τους “γονείς” σου. Μπορεί ο γιος του Μήτσου του μπακάλη να παρουσιάζεται σαν αυθεντικός “Ναπολέων” στην πλατεία της γειτονιάς;
Αυτήν τη στιγμή ο μόνος κύριος και αποκλειστικός στόχος τους είναι να κλέψουν τον “τίτλο” της γλώσσας. Να πάρουν το μόνο που μπορούν και έχει πρακτική αξία να πάρουν, για να το χρησιμοποιήσουν, ώστε να συνεχίσουν το “χτίσιμο”. Αν πάρουν από την Αθήνα τον όρο “μακεδονική”, δεν τους ενδιαφέρει αν η γλώσσα τους στα διεθνή αρχεία καταγράφεται ως βουλγαρική. Αν για λόγους εθιμικούς η διάλεκτος αυτή καταγραφεί σαν “μακεδονική”, δεν υπάρχει πρόβλημα με την ίδια τη γλώσσα. Το πρόβλημά τους είναι να πάρουν έναν ελληνικό και άρα αρχαιομακεδονικό όρο και να τον κολλήσουν σε μια ξένη γι’ αυτόν γλώσσα. Αυτόν τον όρο θέλουν να πάρουν και κατόπιν θα τον μετακινήσουν στην έννοια του έθνους, εφόσον σ’ αυτήν την έννοια η γλώσσα δεν παίζει πρωτεύοντα ρόλο. Θα είναι ένα έθνος “μακεδονικό”, που, όπως και πολλά άλλα, εξαιτίας των κατακτητών, “ξέχασε” τη γλώσσα του και μιλάει βουλγαρικά. Ένα έθνος, το οποίο στον τίτλο του θα έχει “ανάμνηση” της καταγωγής του, έστω κι αν στο θέμα της γλώσσας έχει παντελή “αμνησία”.
Για το μόνο που πραγματικά αγωνιούν είναι να πάρουν μια “μαρτυρία” για τον τίτλο της γλώσσας. Τίποτε άλλο. Αν δηλαδή η Αθήνα τους “μπλοκάρει” στο θέμα της ονομασίας της γλώσσας, εκεί τελειώνουν όλα. Αν δεν “βαπτιστεί” η γλώσσα τους σαν “μακεδονική”, δεν θα “βαπτιστεί” ποτέ “μακεδονικό” έθνος. ΠΟΤΕ. Αν δεν το καταφέρουν αυτό, δεν μπορούν να συνεχίσουν να κάνουν κάτι. Σε μια τέτοια περίπτωση είτε θα διαλύσουν είτε θ’ αναγκαστούν να συμβιβαστούν με τη λογική. Είτε θα προσαρτηθεί η κάθε μειονότητα στο αντίστοιχο εθνικό κράτος στο οποίο ανήκει είτε θα επιβιώσουν όλοι μαζί ως ανεξάρτητη πολυεθνική “Βαρδαρία”. Το μόνο όνομα το οποίο αναγνωρίζουν από κοινού όλες οι μειονότητές τους. Το μόνο όνομα το οποίο υπάρχει σε όλες τις μειονοτικές γλώσσες αυτής της χώρας. Το μόνο όνομα το οποίο δεν μπορεί ν’ αμφισβητηθεί από τη διεθνή κοινότητα.
Απλά πράγματα. Ο λαός των Σκοπίων στη συντριπτική του πλειοψηφία –όπως μας διαβεβαιώνουν όλα τα επίσημα δημογραφικά στοιχεία– είναι κυρίως Βούλγαροι, οι οποίοι, όπως είναι απόλυτα φυσικό, μιλάνε βουλγαρικά. Απλά τους τελευταίους αιώνες κατοικούν στη γεωγραφική περιοχή της Μακεδονίας. Αυτό δεν μπορούν να το αλλάξουν με τίποτε. Ακόμα και στον Άρη να πάνε να κατοικήσουν, το ίδιο θα ισχύει. Θα είναι Αλβανο-σερβο-βούλγαροι, οι οποίοι μιλάνε βουλγαρικά και κατοικούν στον Άρη. Επειδή θα κατοικούν στον Άρη, δεν θα μετατραπούν όλοι αυτοί αυτόματα σε γηγενείς “Αρειανούς” και η βουλγαρική γλώσσα σε “αρειανική”. Πάλι θα “τρέχουν” να βρουν εξωγήινους “γείτονες” να “βαπτίσουν” τη γλώσσα τους εκ νέου.
Η Ντόρα αυτά όλα έπρεπε να τα γνωρίζει ως υπουργός εξωτερικών. Έπρεπε να τους καταστήσει σαφές ότι δεν ενδιαφέρει την ελληνική πολιτεία αν ένας αγράμματος βουλγαρόφωνος γέρος από το Τέτοβο νομίζει από μόνος του ότι μιλάει “μακεδονικά”. Δικαίωμά του είναι να νομίζει ό,τι θέλει. Έπρεπε για το θέμα της γλώσσας να τους παραπέμψει στα διεθνή γλωσσολογικά ινστιτούτα. Τα ινστιτούτα, τα οποία χρησιμοποιεί η διεθνής κοινότητα ως συμβούλους της και τα θεωρεί αξιόπιστα. Τα ινστιτούτα, στα οποία απευθύνονται οι διπλωματικές υπηρεσίες όλων των κρατών. Αν οι Σκοπιανοί θεωρούν ότι μιλούν “μακεδονικά”, ας πάνε να καταθέσουν τα “δικαιώματα” της γλώσσας τους σ’ αυτά τα ινστιτούτα. Εκεί όπου έχουν κατατεθειμένα τα ανάλογα δικαιώματα των γλωσσών τους όλα τα έθνη. Υπαρκτά και ανύπαρκτα. Εν ζωή ή εξαφανισμένα.
Ας πάνε εκεί να ισχυριστούν ότι μιλούν “μακεδονικά” και θα γελάσει ο κάθε πικραμένος. Θα γελάσει μέχρι δακρύων, γιατί εκεί θ’ αναγκαστείς να καταθέσεις το “πακέτο” της γλώσσας σου. Το “πακέτο”, το οποίο πρέπει να κοινοποιηθεί στους λαούς και τα κράτη, προκειμένου να εκπαιδευτούν για να σε “γνωρίσουν”. Τη γραμματική της, το συντακτικό της και το λεξικό της. Θα γελάνε, όταν τα “μακεδονικά” σου έχουν τη γραμματική που μαθαίνουν τα νήπια στη Σόφια. Θα γελάνε, όταν το “μακεδονικό” συντακτικό σου είναι αυτό το οποίο αιώνες τώρα χρησιμοποιούν οι Βούλγαροι. Θα γελάνε, όταν στο βουλγαρικό λεξικό σου θα υπάρχουν πιο πολλές νέες αγγλικές λέξεις παρά “μακεδονικές”. Αλήθεια… εφόσον χρησιμοποιούν λέξεις όπως computer, chat, και internet, γιατί δεν πηγαίνουν να δηλώσουν “Αμερικανοί” να τελειώνουμε; Τις ίδιες πιθανότητες έχουν και τους αρέσει πιο πολύ αυτή η ιδιότητα. Ειδικά στον Γκρουέφσκι και στη συμμορία του. Ειδικά σ’ αυτούς, που η μοναδική γλώσσα η οποία γνωρίζουν περιορίζεται στη λέξη dollars.
Αυτά όλα τα προφανή η Ντόρα δεν τα έκανε. Άρα; Άρα συμμετέχει συνειδητά στο παζάρι μιας “βάπτισης”, η οποία, αν ολοκληρωθεί, θα έχει τραγικά αποτελέσματα για τον ελληνισμό. Θα μας εξασφαλίσει προβλήματα για τους επόμενους αιώνες. Θα βάλει σε περιπέτειες τόσο εμάς όσο και τον λαό των Σκοπίων, ο οποίος δεν ευθύνεται γι’ αυτά τα “παιχνίδια”, τα οποία είναι προφανές ότι κάποιοι παίζουν πάνω στην “πλάτη” τους. Τέλος, μια και μιλάμε για γλώσσα, έχουμε την εξής απορία. Ο Νίμιτς, στην πρόσφατη επίσκεψή του στην Ελλάδα, το θέμα της “μακεδονικής” γλώσσας το συζήτησε εκτός από τη Μπακογιάννη και με τον Παπανδρέου. Σε ποια γλώσσα συζήτησαν μεταξύ τους για το θέμα; Στην εβραϊκή;
ΠΑΝΑΓΙΩΤΗΣ ΤΡΑΪΑΝΟΥ