Απόσπασμα από το βιβλίο του Παναγιώτη Τραϊανού με τίτλο:
ΑΛΕΞΗΣ, η σφαίρα που θα σκοτώσει την μεταπολίτευση
 
Για να δημιουργήσεις ένα “χωνί” συγκέντρωσης της γενικής κοινωνικής δυσαρέσκειας και της “στοχευμένης” εκτόνωσής της, πρέπει να έχεις έναν αντιστοίχου μεγέθους μηχανισμό. Έναν τεράστιο μηχανισμό, ο οποίος να ελέγχεται από τους φασίστες της Αθήνας, αλλά να φτάνει μέχρι το τελευταίο χωριό της επικράτειας. Έναν μηχανισμό, ο οποίος πρέπει να εκτείνεται σε όλα τα μήκη, τα πλάτη αλλά και τα “βάθη” της κοινωνίας. Έναν μηχανισμό, ο οποίος έχει τη δυνατότητα να δίνει “γραμμή” στο σύνολο της κοινωνίας και να μπορεί ν’ αναλαμβάνει να “εκφράζει” τη γενική δυσαρέσκεια την κοινωνίας. Η παραδοσιακή Δεξιά είχε τέτοιον μηχανισμό και ήταν η εκκλησία. Η εκκλησία τής παρείχε τη δυνατότητα να ελέγχει το σύνολο του πληθυσμού και να “κατευθύνει” τη δυσαρέσκεια όπου βόλευε. Η αστυνομία δεν ήταν ποτέ “στόχος” αυτού του μηχανισμού. Ο παπάς πήγαινε χέρι-χέρι με τον χωροφύλακα. Συνήθως “έφταιγαν” οι γιαχωβάδες, οι ομοφυλόφιλοι, οι “κομμουνισταί” και κατά περίσταση οι Τούρκοι κλπ.. Ό,τι βόλευε το σύστημα εξουσίας να περάσει ως “γραμμή” μέσα στην ελληνική κοινωνία, το περνούσε μέσω της Εκκλησίας. Στα κυριακάτικα κηρύγματα μάθαιναν οι Έλληνες ποιος και γιατί ευθύνεται για την κακοδαιμονία που συστηματικά έπληττε την κοινωνία τους.

 

Το παπανδρεϊκό κράτος, για λόγους σοσιαλιστικής “βιτρίνας”, δεν μπορούσε να χρησιμοποιήσει αυτόν τον μηχανισμό. Επιπλέον, δεν το βόλευαν οι πάγιοι “στόχοι” αυτού του μηχανισμού. Δεν μπορούσε ξαφνικά η Εκκλησία να παρουσιάζεται σαν “αναρχική”, επειδή το ΠΑΣΟΚ είχε επιλέξει να στοχοποιήσει την αστυνομία. Θα γελούσε ο κάθε πικραμένος, αν έβλεπε τους παπάδες να στρέφονται εναντίον των χωροφυλάκων. Εκ των δεδομένων δηλαδή αυτός ο μηχανισμός ήταν άχρηστος για τον νέο “δημοκρατικό” σχεδιασμό της μεταπο­λίτευσης.

 

Τι απέμενε όμως, που να έχει τα επιθυμητά χαρακτηριστικά; Ποιος μηχανισμός υπήρχε, που μπορούσε να έχει τον “όγκο” της Εκκλησίας και ταυτόχρονα να έχει φύση ανάλογη, ώστε να μπορεί να περνάει “γραμμή” στο κοινωνικό σύνολο και άρα να νομιμοποιείται να το “εκφράζει”; Το σύστημα παιδείας. Το σύστημα παιδείας έχει ανά­πτυξη ανάλογη μ’ αυτήν της Εκκλησίας. Ξεκινάει από την Αθήνα και φτάνει μέχρι το τελευταίο χωριό της επικράτειας. Μπορεί να παρα­λάβει ένα “δόγμα” από την Αθήνα και να το φτάσει ατόφιο μέχρι το τελευταίο χωρίο της επικράτειας. Ταυτόχρονα, λόγω της φύσης του, εξασφαλίζει τη “νομιμότητα” να εκφράζει τις σκέψεις και άρα και τους στόχους της κοινωνίας. Ό,τι λοιπόν ήταν η Εκκλησία για τη Δεξιά, έγινε το σύστημα παιδείας για το ΠΑΣΟΚ.

 

Από τη στιγμή που το σύστημα παιδείας πήρε τον ρόλο της Εκκλησίας, ευνόητο είναι ότι το ΠΑΣΟΚ έπρεπε να ελέγξει πάση θυσία το “ιερατείο” του. Έπρεπε να ελέγξει τις ανώτατες βαθμίδες του. Άρα, η πρώτη δουλειά που είχε να κάνει ήταν να ελέγξει με δικούς του ανθρώπους την πανεπιστημιακή κοινότητα. Αν το κατάφερνε αυτό, θα κατάφερνε και τα υπόλοιπα. Αν κατόρθωνε να ελέγξει τους “καρδινάλιους” των Πανεπιστημίων, θα έλεγχε εύκολα και τους “παπάδες” των σχολείων. Αν μετέτρεπε σε διαφθορεία τους “μητροπολιτικούς” ναούς, εύκολα θα κατάφερνε το ίδιο στις κατά τόπους “ενορίες”. Όλα τα άλλα μετά ήταν θέμα χρόνου να συμβούν. Οι απλοί “πιστοί” εκπαιδευμένοι θα ακολουθούσαν τους φωτισμένους “ποιμένες”.

 

Το όλο μυστικό ήταν να μπει η διαφθορά μέσα στο σύστημα παιδείας. Να μπει ανάμεσα σε όλους τους παράγοντες που συμ­μετέχουν σ’ αυτό. Η διαφθορά σε όλες της τις εκφάνσεις και όχι αποκλειστικά στον οικονομικό τομέα. Δεν πρέπει να ξεχνάμε ότι υπάρχει και η διαφθορά σε “είδος”. Διαφθορά για κάποιον πανε­πιστη­μιακό μπορεί να είναι η κατάληψη μιας πανεπιστημιακής έδρας, χωρίς να έχει τα προσόντα. Διαφθορά για έναν δάσκαλο είναι να περνάει με ανέκδοτα την ώρα εργασίας του. Διαφθορά για κάποιον φοιτητή είναι να πάρει άκοπα το πτυχίο. Διαφθορά για κάποιον μαθητή είναι να κάνει ατιμώρητα “κοπάνα”. Όλα αυτά μορφές δια­φθο­ράς είναι. Όλα αυτά ξεκίνησαν από τις πανεπιστημιακές “μητρο­πόλεις”. Οι διεφθαρμένοι και ανίκανοι “μητροπολίτες” εύκολα θα υπάκουαν στις εντολές του φασιστικού κράτους, το οποίο μοίραζε πανεπιστημιακές θέσεις. Εύκολα θα έστρεφαν το μένος της κοινω­νίας εκεί όπου βόλευε τους διαφθορείς τους και άρα εναντίον της αστυνομίας.

 

Όπως συνέβη με την επέμβαση στην αστυνομία, που “άλλαξε”, χωρίς ν’ “αλλάξει” τίποτε, έτσι έγινε και με την πανεπιστημιακή κοινότητα. Εκεί έγιναν άλλα εγκλήματα. Απλά, για να τα καταλάβει κάποιος, θα πρέπει να γνωρίζει μερικά βασικά πράγματα. Ας προσπαθήσει λοιπόν κάποιος να θυμηθεί την προσφορά αυτής της “κοινότητας” στην κοινωνική λειτουργία. Όσο και να “στύψει” το μυαλό του, δεν θα βρει τίποτε. Ανύπαρκτη σε όλα της. Υποτίθεται ότι εκεί βρίσκεται ο “αφρός” της κοινωνίας. Ο πνευματικός “κόσμος” της χώρας. Η πλέον μορφωμένη μερίδα της ελληνικής κοινωνίας. Οι ειδικοί στην κοινωνική λειτουργία. Οι “ευαίσθητοι” σ’ ό,τι αφορά τα κοινωνικά και ατομικά δικαιώματα. Οι “καταρτισμένοι” σ’ ό,τι αφορά τη λειτουργία των θεσμών.

 

Επί τριάντα και πλέον χρόνια το Σύνταγμα —και άρα η Δημοκρατία— υπολειτουργεί, γιατί τα κόμματα “καπέλωσαν” το σύνολο των διατάξεών του. Ας θυμηθεί κάποιος τους πανεπιστη­μια­κούς δασκάλους σε κάποιον αγώνα τους για τη δημοκρατία. Ας θυμηθεί έναν συνταγματολόγο, για παράδειγμα, ο οποίος πληρώ­νε­ται αδρά να καταγγέλλει τα συνταγματικά εγκλήματα που καθημερινά διαπράττουν τα κόμματα των φασιστών. Ούτε ένας από αυτούς δεν διαπίστωσε κάτι “ύποπτο”. Στην τηλεόραση όλους αυτούς θα τους δούμε με ένα πολύ συγκεκριμένο “ρεπερτόριο”. Είτε θα κατηγορούν την αστυνομία είτε θα υπερασπίζονται το άσυλο είτε θα υπερα­σπίζονται τους “ήρωες” που συνέλαβε η αστυνομία. Πέραν τούτου ουδέν.

 

Από εκεί και πέρα θα τους ξαναδούμε είτε να ζητάνε χρήματα είτε να “δικαιολογούν” χρήματα. Είτε θα ζητάνε αυξήσεις είτε θα δικαιολογούν σκάνδαλα. Αυτοί ταύτισαν την “ποιότητα” της παιδείας με το ύψος των δικών τους μισθών. Με βάση τη λογική τους η “ποιότητα” της παιδείας βελτιώνεται όχι όταν χτίζονται καλύτερα εργαστήρια, αλλά όταν πληρώνονται καλύτερα οι πανεπιστημιακοί. Αν χτιστεί και κανένα εργαστήριο δεν είναι κακό. Κάποια χρήματα θα προκύψουν και γι’ αυτούς ως προμήθεια από τις αγορές του εξοπλισμού. Κάποιον “κολλητό” τους θα βολέψουν με κανένα μετα­πτυχιακό. Κάποια φιλεναδίτσα θα προσλάβουν για παρασκευάστρια.

 

Όλα αυτά δεν είναι τυχαία. Είναι αποτέλεσμα του σχεδιασμού του παπανδρεϊκού κράτους. Τι έκανε αυτό το κράτος, για ν’ αποκτήσει τον απόλυτο έλεγχο αυτής της “κοινότητας”; Τους έδωσε χαρακτη­ριστικά συμμορίας. Παρακρατικής συμμορίας. Αυτές είναι δύο έννοιες πολύ συγκεκριμένες και λειτουργούν διαφορετικά.
Η πανεπιστημιακή κοινότητα πάντα ήταν “δεμένη” με το παρακράτος, γιατί πάντα ήταν ουσιαστικό μέρος του. Στην πραγματικότητα ήταν ο ιδεολογικός “καθοδηγητής” του φασισμού ακόμα και στην εποχή της Δεξιάς. Ήταν ένα “φίλτρο”, που δεν επέτρεπε στις “ανεπιθύμητες” απόψεις να διαχέονται οργανωμένα στην κοινωνία. Ήταν ο δευτερεύων μηχανισμός, ο οποίος συγκέν­τρωνε ό,τι “απόνερα” άφηνε η εκκλησία, εξαιτίας της αδυναμίας της να ελέγξει τις πιο μορφωμένες μερίδες της κοινωνίας. Ήταν ο μηχανισμός, ο οποίος άμβλυνε τις “γωνίες” που δημιουργούσε η εξουσία στην καθημερινή της λειτουργία. Πανεπιστημιακή κοινότητα υπήρχε και επί Χούντας. Καθηγητές κοινωνικών και πολιτικών επιστημών υπήρχαν και στην εποχή των Συνταγματαρχών. Δεν ανακαλύφθηκαν δηλαδή αυτές οι επιστήμες μετά τη “δημοκρατική” επανίδρυση της Ελλάδας.
Απλά μέχρι τότε όλοι αυτοί οι “επιστήμονες” εξυπηρετούσαν την όποια Χούντα τους πλήρωνε, είτε αυτή ήταν ο βασιλιάς είτε ήταν οι συνταγματάρχες. Μέχρι την “αλλαγή”, δηλαδή, η πανεπιστημιακή κοινότητα ήταν μια καθαρά δεξιά παρακρατική οργάνωση, συμπλη­ρω­ματική και παραδοσιακά “κολλητή” της εκκλησίας και βέβαια του βασιλιά. Από την “αλλαγή” και μετά εκτός από παρακρατική οργάνωση έγινε και “συμμορία”. Γι’ αυτό διαχωρίζουμε τις έννοιες “παρακρατική” και “συμμορία”. Η έννοια “συμμορία” έχει μέσα της τα στοιχεία της διαφθοράς και του χρήματος. Αυτή ήταν η βασική αλλαγή που επέφερε η “αλλαγή” και ήταν πολύ ουσιαστική. Ήταν ουσιαστική, γιατί απλά μπήκαν κι άλλοι για άλλους λόγους στο “κόλπο”.
Αν μέχρι τότε πρωταγωνιστούσαν στον πανεπιστημιακό χώρο οι δεξιοί παρακρατικοί, από εκείνη τη στιγμή μπήκαν και οι “συμμορίτες” της “Αριστεράς και της προόδου”. Η μετάλλαξη δηλαδή της παρα­κρατικής οργάνωσης σε οργανωμένη παρακρατική συμμορία ήταν από τους βασικούς στόχους του παπανδρεϊκού κράτους. Σ’ αυτήν τη σύνθεση συμμετείχε με πλήρη δικαιώματα και η σταλινική “πορδή”, που ακούει στο όνομα ΚΚΕ. Δεν θα μπορούσε ένα τέτοιο όργανο της “δημοκρατίας” να λείψει στη μοιρασιά μιας τέτοιας “πίτας”. Συνέταιροι στο πολιτικό σκηνικό και στα συνδικάτα και συνέταιροι και στο πανεπιστημιακό “κόλπο”.
Αυτή η αλλαγή σε πρόσωπα και πρακτικές φάνηκε σε όλους τους τομείς της λειτουργίας της πανεπιστημιακής κοινότητας. Μέχρι την “αλλαγή” υπήρχαν κάποια “ψήγματα” αξιοκρατίας μέσα στην πανε­πι­στη­μιακή κοινότητα, εφόσον υπήρχε η πλειοδοτική λογική ομοϊδεα­τών απέναντι στην “άνωθεν” εξουσία. Ο κάθε πανεπιστη­μιακός δήλωνε την “πίστη” του στην εξουσία και από εκεί και πέρα αγωνι­ζόταν μόνος του για τη διάκρισή του.
Αγωνιζόταν στον τομέα δραστηριοποίησής του, έστω και στο επίπεδο όπου δεν γινόταν ενοχλητικός για την εξουσία. Έστω και ανάμεσα σε ομοϊδεάτες προσπαθούσε να διακριθεί σε ένα βασικό ατομικό επίπεδο. Δεν περίμενε “βοήθεια” από συναδέρφους και δεν έδινε “τέτοια” πέρα από την κοινή ιδεολογική “πλατφόρμα”. Αυτήν την ατομικότητα την υποβοηθούσε το σύστημα. Είχε ανάγκη το σύστημα από μια καλή επιστημονική “βιτρίνα” και ενθάρρυνε τον ανταγωνισμό των επιστημόνων. Από τη στιγμή που το σύστημα εξασφάλιζε την ιδεολογική τους “πίστη”, τους έλεγχε αυστηρά για την επιστημονική τους κατάρτιση. Δεν είχε πρόβλημα να το κάνει και το έκανε. Έστω και υπό αυτές τις συνθήκες υπήρχε έλεγχος. Δεν αρκούσε να είσαι μόνον δεξιός, για να καταλάβεις μια πανεπιστημιακή έδρα, γιατί απλούστατα υπήρχαν κι άλλοι δεξιοί που την διεκδικούσαν.
Το ΠΑΣΟΚ, για να ελέγξει την κατάσταση μετά την κατάληψη της εξουσίας, αυτήν την κατάσταση την άλλαξε. Για ν’ αποκτήσει τον έλεγχο αυτής της κοινότητας, “έσπρωξε” δικούς του ανθρώπους. Τους “έσπρωξε”, εφόσον δεν μπορούσε να τους επιβάλει με δια­φορετικό τρόπο. Στην κυριολεξία τους πήγε στις έδρες με το “καροτσάκι”. Επιστημονικώς ανεπαρκείς νεοφώτιστοι “σοσιαληστές”, κνίτες και ρηγάδες “κατέκτησαν” τις έδρες μέσα σε μια νύχτα. Μόνον στην Κούβα του Κάστρο έγινε κάτι ανάλογο και όχι σε κράτος που απλά άλλαξε κυβέρνηση μέσω εκλογών. Με αυτόν τον τρόπο το ΠΑΣΟΚ κράτησε τον παρακρατικό χαρακτήρα της “κοινότητας”, εφόσον διατήρησε τον απόλυτο κομματισμό μέσα σ’ αυτήν, αλλά ταυτόχρονα τους έδωσε και χαρακτηριστικά “συμμορίας”. Τους έδωσε τη δυνατότητα να συνθέσουν συντεχνιακά συμφέροντα. Τους έδωσε τη δυνατότητα να “αυτοδιαχειρίζονται” την κατάσταση.
Οι πανεπιστημιακοί είχαν ανάγκη την εξουσία και η εξουσία είχε ανάγκη τους πανεπιστημιακούς. Οι πανεπιστημιακοί την είχαν ανάγκη, γιατί χάρη σ’ αυτήν έκαναν ακαδημαϊκή καριέρα. Οι περισσότεροι από αυτούς δεν είχαν ούτε καν τα τυπικά προσόντα για τις θέσεις που κατέλαβαν. Οι περισσότεροι από αυτούς πρώτα διορίστηκαν καθηγητές και μετά συγκέντρωσαν προσόντα διορισμού στη θέση καθηγητή. Έδρες στατικής δόθηκαν σε “επιστήμονες”, όχι επειδή διακρίθηκαν στον τομέα τους μέσω δημοσιεύσεων εργασιών τους σε επιστημονικά περιοδικά, αλλά επειδή είχαν “αντιδικτατορική” δράση. Έδρες χειρουργικής δόθηκαν σε “επιστήμονες”, όχι επειδή επινόησαν νέες μεθόδους, αλλά επειδή συμφώνησαν τα κόμματα της “Αριστεράς και της προόδου” να στηρίξουν το ΠΑΣΟΚ και τα φοιτητόσκυλα ψήφισαν με απόλυτη υπακοή.
Με τον τρόπο αυτόν καθηγητές πανεπιστημίου έγιναν άνθρωποι, οι οποίοι δεν δικαιούνταν να γίνουν ούτε απόφοιτοι πανεπιστημίων. Μέλη της Ακαδημίας Αθηνών έγιναν άνθρωποι, οι οποίοι μπορεί ως μοναδικό “επιστημονικό” προσόν να είχαν κάποια “μακρά” φιλία με κάποιον Μητοστάκη ή Παπανδρέου. Ήταν θέμα χρόνου αυτοί όλοι —για λόγους προσωπικής τους ασφάλειας— να “φλυαρούν” μόνον με τη σιωπή τους. Ύφη καρδιναλίων, αλλά γνώσεις μυλωνάδων. Φάτσες λεόντων, αλλά καρδιές περιστεριών. Μονίμως απόντες από το σύνολο των κοινωνικών αγώνων. Μονίμως απόντες από το σύνολο των κοινωνικών εξελίξεων. Εκνευριστικά παρόντες μόνον μπροστά στα γκισέ του δημοσίου για το κρατικό “συσσίτιο”. Αύριο να μπει “λουκέτο” στην Ακαδημία Αθηνών, δεν θα το καταλάβει κανένας. Οι “μεγάλοι” πνευματικοί άνδρες της χώρας δεν θα λείψουν σε κανέναν. Μόνον οι ταμίες που τους πληρώνουν θα καταλάβουν την απουσία τους.
Όλοι αυτοί είχαν ανάγκη την εξουσία και η εξουσία αυτούς διευκό­λυνε, καταργώντας όλους τους μηχανισμούς ελέγχου στην πανε­πι­στη­μιακή λειτουργία. Οι πανεπιστημιακοί της “αλλαγής” δεν μπορού­σαν ν’ αντέξουν τον παραμικρό έλεγχο. Δεν άντεχαν έλεγχο ούτε για την ποιότητά τους σ’ ό,τι αφορά τους διορισμούς τους ούτε σ’ ό,τι αφορά την καθημερινή τους εργασία ως ανώτατοι “εκπαιδευτές”. Η εξουσία τους απάλλαξε από κάθε έλεγχο, ζητώντας τους ως “αντιπαροχή” την απόλυτη υπακοή. Ζητώντας τους να παρεμβαίνουν μόνον όταν τους χρειαζόταν η ίδια. Όταν χρειαζόταν κάποιο “άλλοθι” ή όταν χρειαζόταν να “δικαιολογήσει” τις συμπεριφορές της. Τα πανεπιστημιακά κομματόσκυλα ήταν πάντα πρόθυμα να την εξυπη­ρε­τήσουν. Μικροί τραυλοί Σημίτηδες και Βέλτσοι, οι οποίοι το μόνο που κατάφερναν, όταν μιλούσαν στον λαό, ήταν να κάνουν το τηλεκοντρόλ την πιο χρήσιμη οικιακή συσκευή.
Αυτή η κατάσταση τους έδωσε χαρακτηριστικά κλειστής “συμ­μορίας”. Στην κυριολεξία μια “μαφία”, η οποία δεν ελέγχεται από κανένα θεσμικό όργανο της Πολιτείας και μέσα της βασιλεύει η αναξιοκρατία και ισχύει ο νόμος της “ομερτά”. Ο καθένας κάνει ό,τι θέλει, χωρίς να φοβάται, γιατί και ο συνάδερφός του όχι μόνον θα τον καλύψει, αλλά και θα το επαναλάβει και ο ίδιος, εφόσον αποδειχθεί “επιτυχές”. Ο ένας εξυπηρετεί τον άλλο από τη θέση του, εφόσον όλα είναι “δανεικά”. Όπου όμως υπάρχει συμμορία υπάρχει και αναξιοκρατία και αυτό έχει ένα αντίστοιχο κοινωνικό κόστος.
Ποιο είναι αυτό το κοινωνικό κόστος στην περίπτωσή μας; Οι διορισμένοι —με τις ψήφους των κομματόσκυλων του φοιτητικού κόσμου— και άρα ανάξιοι επιστήμονες “ανατριχιάζουν” μπροστά στην αξιοκρατία. Τα καλύτερα “μυαλά” της χώρας εδώ και τριάντα χρόνια αναγκάζονται σε μετανάστευση, γιατί χαλάνε την “πιάτσα”. Τα πανεπιστημιακά ιδρύματα κινδυνεύουν με διάλυση, λόγω έλλειψης ανταγωνιστικότητας, γιατί οι καθηγητές, θέλοντας να διασφαλίσουν τα συντεχνιακά προνόμια, ευνοούν μόνιμα τα κομματόσκυλα που τους στηρίζουν. Τέτοια κομματόσκυλα του φοιτητικού κόσμου ευνοούνται μονίμως και αυτοί είναι που ετοιμάζονται να κάνουν πανεπιστημιακές καριέρες με τις “ευλογίες” όχι της επιστήμης αλλά της ΔΑΠ, της ΠΑΣΠ και της ΚΝΕ.
Έχοντας εξασφαλίζει τις άμυνές τους, μπορούν και εκτελούν απερίσπαστα το εκπαιδευτικό τους “λειτούργημα”. Από τότε μέχρι σήμερα αυτοί οι άνθρωποι “πρωτοπορούν” σε συγκεκριμένους τομείς. Τομείς της υγείας και της οικονομίας. Κατά τη γνώμη μας είναι “πρωτοπόροι” σε θέματα υγείας. Ασθένειες, οι οποίες μαστίζουν τον Πλανήτη, έχουν νικηθεί στην Ελλάδα από τους Έλληνες πανεπιστη­μιακούς. Οι Έλληνες πανεπιστημιακοί έχουν νικήσει ασθένειες όπως ο καρκίνος, η παραπληγία, η σκλήρυνση κατά πλάκας και γενικά ό,τι περιγράφει ο όρος “ανήκεστος βλάβη”. Έχουν εφεύρει πρωτο­πο­ριακές θεραπευτικές μεθόδους εξπρές για όλες αυτές τις φοβερές και τρομερές αρρώστιες. Απλά είναι “κρυψίνοες” και δεν αποκαλύπτουν τα μυστικά τους στον κόσμο.
Η απόδειξη αυτού που λέμε είναι εύκολη και γίνεται εμμέσως, εφόσον υπάρχουν τα αντίστοιχα αποτελέσματα. Ο καλύτερος τρόπος, δηλαδή, για ν’ αποδείξει κάποιος την αποτελεσματικότητα μιας θεραπείας, είναι το αποτέλεσμα. Ποια είναι η απόδειξη αυτών που λέμε; Τα παιδιά των πανεπιστημιακών συνήθως απολαμβάνουν τέτοιου είδους “ειδικών” θεραπειών. Όταν τα παιδιά των υπόλοιπων Ελλήνων βγάζουν τα μάτια τους στο διάβασμα, προκειμένου να περάσουν σε μια καλή σχολή, τα παιδιά των πανεπιστημιακών δεν κοπιάζουν, αλλά ρισκάρουν. Ρισκάρουν την υγεία τους.
Γράφονται στα Πανεπιστήμια των διαφόρων Ρουμανιών και Βουλ­γα­ριών της περιοχής των Βαλκανίων και ξαφνικά αποκτούν “βλάβες”. Ανήκεστες βλάβες. Δεν φοβούνται όμως, γιατί οι γονείς τους είναι οι καλύτεροι “θεραπευτές” στον κόσμο. Μεταγράφονται στα ελληνικά πανεπιστήμια σαν καρκινοπαθείς και παραλυτικοί και μέσα σε λίγους μήνες αποκτούν τρομερή υγεία. Αρκεί να εξασφαλίσουν τη μετα­γραφή και μετά τρέχουν στην κυριολεξία με τα “κρεβάτια” τους, όπως ο θεραπευμένος παραλυτικός των γραφών.
Αν οι πανεπιστημιακοί δεν ήταν τόσο καλοί “θεραπευτές”, θα τους λυπόμασταν κιόλας. Δεν υπάρχει σπάνια και θανατηφόρος αρρώ­στια, που να μην έχει χτυπήσει “αλύπητα” τα παιδιά των Ελλήνων πανεπιστημιακών. Μιλάμε για μια πραγματική “κατάρα” του λειτουργήματός τους. Απλά είναι τα πράγματα. Εκμεταλλευόμενοι τα συντεχνιακά προνόμια, έχουν δημιουργήσει οικογενειακές “παρα­δόσεις” στην ακαδημαϊκή καριέρα. Από το κομματικό “παράθυρο” μπήκαν στα Πανεπιστήμια οι ίδιοι και “διακρίθηκαν” μέσα σ’ αυτά και το ίδιο “παράθυρο” διατηρούν ανοικτό και για τα παιδιά τους.
Ανάλογες πρωτοποριακές μεθόδους έχουν εφαρμόσει και στον τομέα της οικονομίας. Αν η βαρύτητα επηρέαζε αρνητικά την υγεία των εργαζομένων, πρώτοι απ’ όλους θα το είχαν ανακαλύψει οι πανεπιστημιακοί και θα το είχαν “μετρήσει”, για να το αποτυπώσουν σε κάποιο επίδομα. Δεν υπάρχει κάτι που να μπορεί να προστεθεί ως επίδομα στον μισθό τους και να τους έχει διαφύγει.
Ως εργαζόμενοι μπορεί να είναι ανεπαρκείς, αλλά τα δικαιώματα των εργαζομένων τα γνωρίζουν απόλυτα. Τα ανάλογα τους χαρα­κτηρίζουν και σε όλους τους υπόλοιπους τομείς του οικονομικού “αποκρυφισμού”. Όταν αυτοί “ροκάνιζαν” τα ευρωπαϊκά κονδύλια, οι υπόλοιποι Έλληνες δεν γνώριζαν καν ότι υπήρχαν τέτοια κονδύλια. Όταν αυτοί αγόραζαν με δημόσια χρήματα στρέμματα ολόκληρα από μοκέτες και κατακόκκινες Φεράρι, οι υπόλοιποι Έλληνες νόμιζαν ότι “διαπλέκονται”, επειδή επιτύγχαναν έναν απλό διορισμό στο δημόσιο.
Δεν υπάρχει Πανεπιστήμιο στη χώρα, που να αντέχει την εισαγ­γελική έρευνα. Όταν δεν αντέχεις τέτοια έρευνα, αναγκαστικά υποκύ­πτεις και στην εξουσία, η οποία μπορεί να σε απειλήσει με μια τέτοια έρευνα, κάθε φορά που απειθαρχείς. Θεωρητικά η πανεπιστημιακή κοινότητα είναι το “μυαλό” της κοινωνίας. Το “μυαλό” που θα ανακα­λύψει, θα αναδείξει και θα επιλύσει τα προβλήματά της. Πώς όμως θα το κάνει αυτό, όταν για τα προβλήματα της κοινωνίας είναι υπεύθυνη η φασιστική εξουσία και οι πανεπιστημιακοί την έχουν ανάγκη;
Αυτό είναι το όλο θέμα. Φοβούνται την εξουσία και γι’ αυτό δεν μπορούν να την αμφισβητήσουν, ακόμα κι όταν κάνει προφανή εγκλήματα εις βάρος του κοινωνικού συνόλου. Την φοβούνται, είτε γιατί θα τους διώξει με τις κλωτσιές από τις θέσεις τους ως ανάξιους “καταληψίες” είτε γιατί θα τους κλείσει φυλακή ως κλέφτες. Ποιους εργάτες και ποιους αγρότες θα τρέξουν να υπερασπιστούν οι πανεπιστημιακοί κοινωνικοί “επιστήμονες”; Για ποιο πραξικόπημα θα κατηγορήσουν τις σημερινές κυρίαρχες οικογένειες των κομματαρ­χών, που λυμαίνονται τη χώρα; Ποιο παραδικαστικό κύκλωμα θα καταγγείλουν, όταν εξαιτίας αυτού του κυκλώματος είναι οι περισ­σότεροι από αυτούς έξω από τις φυλακές; Ποια διαφθορά θα καταγγείλουν, ως το βασικό αίτιο της σημερινής κοινωνικής “σήψης”, όταν η διαφθορά ξεκίνησε από τα ίδια τα Πανεπιστήμια; Τα βόρεια προάστια είναι ακριβά και τώρα που έμαθαν οι πανεπιστημιακοί να τα κατοικούν, δυσκολεύονται στην ιδέα ότι με τη στάση τους μπορεί να τα εγκαταλείψουν.
Σ’ αυτήν τη σχέση αλληλεξάρτησης και εκβιασμών μεταξύ εξουσίας και πανεπιστημιακής κοινότητας στηρίζεται όλος ο σχεδια­σμός του παπανδρεϊκού κράτους. Ο σχεδιασμός, που οδηγεί οργανωμένα το σύνολο της κοινωνικής αντίδρασης πάνω στην αστυ­νομία. Γι’ αυτόν τον λόγο χρησιμοποίησαν ολόκληρο τον μηχανισμό εκπαίδευσης.
Από την “κορυφή” των Πανεπιστημίων μέχρι τα δημοτικά σχολεία υπάρχει κοινή “γραμμή” αντίληψης των πραγμάτων. Από τους “καρδινάλιους” των Πανεπιστημίων περνάει η “γραμμή” στους “πα­πά­δες” των δημοτικών σχολείων. Ο φασισμός, μέσω του κομμα­τισμού, “δείχνει” στους Έλληνες αυτά τα οποία τον εξυπηρετούν. Από τον “διάσημο” πανεπιστημιακό μέχρι τον τελευταίο δάσκαλο κάποιου ορεινού χωριού όλοι “δείχνουν” την αστυνομία. Για να διευκολυνθούν στο “τσουβάλιασμα” του ελληνικού λαού, έβαλαν τον κομματισμό και μέσα στη μαθητική κοινωνία. Ξεχώρισαν δηλαδή τα παιδιά των φασιστών, όπως κάποτε τα ξεχώριζε η Εκκλησία με τα “εξαπτέρυγα”.
Τα περίφημα “δεκαπενταμελή” συμβούλια των μαθητών γι’ αυτόν τον λόγο “ανακαλύφθηκαν”. Περνούν την “παθογένεια” του φασισμού και στις επόμενες γενιές. Δημιουργούν συνθήκες, οι οποίες οδηγούν στην ομαλή διαδοχή των γενιών μέσα στο φασιστικό περιβάλλον. Με αυτά τα δήθεν δημοκρατικά “συμβούλια” περνούν μέσα στον μαθη­τικό “κορμό” τις κομματικές και άρα φασιστικές γραμμές και ελέγχουν τα πάντα. Ελέγχουν τόσο τους λόγους της κοινωνικής αντίδρασης —εφόσον αυτοί καθορίζουν αυθαίρετα το “σωστό” και το “λάθος”— όσο και τα πρόσωπα, τα οποία θα αναλάβουν να εκφράσουν τα “σωστά” και τα “λανθασμένα”. Ελέγχουν δηλαδή την κοινωνία στο σύνολό της. Από τα “εκκολαπτήρια” και την “εκτροφή” μέχρι την τελική “σφαγή”.
Αυτοί διέλυσαν το σύστημα παιδείας συνειδητά, γιατί αυτό εξυπηρετούσε τους φασίστες και τους ίδιους προσωπικά. Γιατί; Διότι αυτό συνέφερε όλη την εκπαιδευτική “συμμορία”, από την κορυφή μέχρι τη βάση. Αυτόν τον στόχο εξυπηρετεί η σημερινή αθλιότητα, η οποία χαρακτηρίζει το ελληνικό σύστημα παιδείας. Απλά, για τον κάθε στόχο επέλεξαν την αντίστοιχη πολιτική. Διαφορετικά διαλύθηκε το σύστημα της μέσης εκπαίδευσης και διαφορετικά το σύστημα της βασικής εκπαίδευσης. Αυτό είναι λογικό, εφόσον η κάθε βαθμίδα έχει διαφορετικό λόγο ύπαρξης και άρα διαφορετικό στόχο.
Σ’ ό,τι αφορά το πρώτο έγινε το εξής απλό: Η μέση εκπαίδευση είναι αυτό τα οποίο περιγράφει ο ίδιος ο όρος. Είναι ένα ενδιάμεσο εκπαιδευτικό στάδιο, το οποίο δεν έχει —όπως δυστυχώς πιστεύουν πολλοί— αποκλειστικό στόχο την εισαγωγή στην ανώτατη εκπαί­δευση. Είναι ίσως το βασικότερο στάδιο της μαζικής εκπαί­δευσης και το οποίο το έχει ανάγκη η κάθε ανεπτυγμένη κοινωνία, για να μπορεί να παρακολουθεί την ανθρώπινη εξέλιξη. Ένα στάδιο, που εκπαι­δεύει τους μελλοντικούς εργαζόμενους σε κάποια βασικά πράγματα, αλλά το σημαντικότερο είναι ότι τους εκπαιδεύει στο να μπορούν να εκπαιδεύονται. Στο να μπορούν, σε περίπτωση που προσληφθούν σε ένα εργοστάσιο, να παρακολουθήσουν την εκπαίδευση που απαιτεί η στελέχωσή του.
Η τεχνολογική πρόοδος της ανθρωπότητας —και άρα η μεταφορά της στην παραγωγή— ήταν αυτή που έκανε υπερπολύτιμο για την κοινωνία το πολυδάπανο σύστημα της μέσης εκπαίδευσης και το ενέταξε στη βασική εκπαίδευση. Δεν μπορεί χωρίς αυτό μια κοινωνία ή ένα κράτος να επιβιώσει μετά τη βιομηχανική επανάσταση. Δεν νοείται ανεπτυγμένο κράτος χωρίς καλή μέση εκπαίδευση. Δεν είναι δυνατόν να θέλεις “επενδύσεις” στην υψηλή παραγωγή και να μην έχεις μια αντίστοιχης ποιότητας πρώτη “ύλη” στο επίπεδο του εργατικού δυναμικού. Μαθαίνεις τα βασικά της χημείας ή της φυσικής στους μαθητές, ώστε να μπορεί να τους προσλάβει το εργοστάσιο και να τους εκπαιδεύσει σε πιο εξειδικευμένους τομείς.
Εκπαιδεύεις εύκολα τον εκπαιδευμένο. Δεν μπορεί ένα εργοστά­σιο να μαθαίνει αριθμητική στον μελλοντικό εργαζόμενό του. Δεν μπορεί ένα εργοστάσιο εταιρειών υψηλής τεχνολογίας, όπως για παράδειγμα της Siemens ή της Ferrari, να προσλάβει εργαζόμενους με πρακτικές γνώσεις επιπέδου δημοτικού. Ακόμα και ο εργάτης εκεί πρέπει να έχει υψηλές γνώσεις του αντικειμένου του. Γνώσεις, οι οποίες με τα χρόνια εμπειρίας αγγίζουν αυτές που δίνονται στο Πολυτεχνείο. Ο εργάτης σε τέτοιου είδους εταιρείες είναι ανώτερος εργαζόμενος. Ακριβός στη δημιουργία του και πολύτιμος για την εταιρεία. Δεν είναι χαμάλης για να κουβαλάει κουτιά κι ούτε προσ­λαμβάνεται για να φτιάχνει καφέδες και να ανοιγοκλείνει πόρτες. Με το σύστημα μέσης εκπαίδευσης δημιουργείς και διατηρείς μια “μάχιμη” εργατική τάξη, η οποία μπορεί να ανταποκριθεί στις ανάγκες της παραγωγής όσο προηγμένη κι αν είναι αυτή.
Ο ρόλος του συστήματος μέσης εκπαίδευσης, δηλαδή, είναι πολύ πιο σημαντικός για την κοινωνία από αυτόν που νομίζουν οι πολλοί και έχει σχέση με την εισαγωγή στην ανώτατη εκπαίδευση. Αν ο στόχος της μέσης εκπαίδευσης ήταν απλά η εισαγωγή στα Πανεπιστήμια, δεν είχαμε λόγο να πληρώνουμε ένα τέτοιο πανάκριβο σύστημα. Θα γινόταν ό,τι γίνεται με τα διπλώματα του αυτοκινήτου. Θα έλεγαν στους μαθητές ποια βιβλία έπρεπε να διαβάσουν και θα τους καλούσαν όταν θα συμπλήρωναν το δέκατο-όγδοο έτος της ηλικίας τους να διαγωνιστούν μεταξύ τους. Γιατί το κράτος ν’ αναλά­βει να βοηθήσει τους διαγωνιζόμενους, εφόσον μπορούν να το κάνουν μόνοι τους; Όσο δημοκρατικό είναι να τους βοηθάει όλους, άλλο τόσο είναι το να μην βοηθάει κανέναν. Αυτοί είναι που θέλουν να σπουδάσουν και αυτοί θα βρουν λύση στο πρόβλημά τους. Άλλος θα πληρώσει βοήθεια, προσλαμβάνοντας φροντιστή και άλλος θα κοπιάσει παραπάνω, διαβάζοντας μόνος του.
Το κράτος όμως πληρώνει αυτό το σύστημα εκπαίδευσης, γιατί ακριβώς μέσω αυτού εξυπηρετεί πολλαπλούς στόχους. Δημιουργεί πρώτη ύλη για υψηλής ποιότητας εργατική τάξη. Δεν αφήνει τον κόσμο στο επίπεδο της γνώσης των δουλοπάροικων, οι οποίοι δεν μπορούν να προσαρμοστούν σε καμία μορφή παραγωγής πέρα από το χαμαλίκι. Αντιλαμβανόμαστε ότι ο καθηγητής της μέσης εκπαί­δευσης δεν είναι παιδαγωγός. Είναι εκπαιδευτής και ως εκ τούτου κρίνεται ως τέτοιος. Υπάρχουν δηλαδή αντικειμενικά κριτήρια με τα οποία κρίνονται οι καθηγητές. Μέχρι τη “βασιλεία” του ΠΑΣΟΚ κουτσά-στραβά όλοι αυτοί ελέγχονταν. Ελέγχονταν τόσο από το ίδιο το κράτος όσο και από τους ίδιους τους γονείς.
Μπορούσες να τους ελέγξεις, εφόσον γνώριζες τον απώτατο —έστω κι αν αυτός δεν ήταν ο μοναδικός— στόχο αυτού του συστή­ματος. Τι σημαίνει αυτό; Από τον όγκο της επιτυχίας των “κορυφαίων” ενός σχολείου ή μιας τάξης μπορούσες να κρίνεις και την ποιότητα των υπολοίπων. Οι περιορισμένες θέσεις στο πανεπι­στήμιο αποκάλυπταν την ποιότητα εργασίας του εκπαιδευ­τικού, ο οποίος προετοίμαζε υποψήφιους γι’ αυτές τις λίγες θέσεις. Αν ένας εκπαιδευτικός δεν είχε ούτε μία “επιτυχία” στο ενεργητικό του, αυτό το γνώριζε το κράτος και το γνώριζαν και οι γονείς. Υπήρχε ένα “άγχος” για τον εκπαιδευτή να δείξει μια κάποια “παραγωγή”, για να μην προκαλεί τον αρνητικό σχολιασμό. Δεν ήταν δυνατόν σ’ αυτόν να έπεφταν συνέχεια οι ανίκανοι μαθητές. Θα είχε κι αυτός τις ευθύνες του για την αποτυχία. Έστω και έμμεσα ελεγχόταν αυτός για την ποιότητα της δουλειάς του.
Ο εκπαιδευτικός, δηλαδή, μπορεί να ελεγχθεί με αντικειμενικά κριτήρια για την εργασία του. Μπορεί να ελεγχθεί και άμεσα από το σύστημα, αν αυτό είναι επιδίωξή του. Μπορεί να ελεγχθεί άμεσα και ανά πάσα στιγμή τόσο ο ίδιος ως άτομο όσο και το σύστημα στο οποίο εργάζεται. Θεωρητικά, για παράδειγμα, μπορεί ο εκάστοτε υπουργός παιδείας, για να ελέγξει την κατάσταση που επικρατεί στη μέση εκπαίδευση, να βάζει ο ίδιος απροειδοποίητα πανελλήνια διαγωνίσματα σε ανύποπτες στιγμές. Από τα αποτελέσματα των διαγωνισμάτων μπορεί να κρίνει άμεσα και αντικειμενικά σε τι κατά­σταση βρίσκονται τα λύκεια και άρα και οι εκπαιδευτικοί όλης της χώρας. Δεν βάζει δηλαδή διαγωνίσματα για να κρίνει τους μαθητές, αλλά για να κρίνει τους παράγοντες της εκπαίδευσης. Με βάση τα αποτελέσματα αυτών των διαγωνισμάτων μπορεί να παίρνει αποφά­σεις. Κάποιοι διευθυντές να παύονται από τις θέσεις τους και κάποιοι εκπαιδευτικοί να απολύονται. Αν συνεχώς “συλλαμβάνεσαι” χωρίς “καρπούς”, να πηγαίνεις σπίτι σου.
Το παπανδρεϊκό κράτος, θέλοντας ν’ αλλάξει τα κοινωνικά δεδο­μένα και να ελέγξει απόλυτα τους εκπαιδευτικούς, τα κατέστρεψε όλα αυτά. Έβαλε μέσα σ’ αυτό το σύστημα τη διαφθορά. Θέλοντας να εξασφαλίσει τη “συμπάθεια” της νεολαίας, τη διέφθειρε σε “είδος”. Τη “διέφθειρε”, απαλλάσσοντάς την από τον κόπο της εκπαίδευσης. Τα λύκεια έγιναν χώρος διασκέδασης για τους πολλούς και χώρος “αναμονής” για τα Πανεπιστήμια για τους λίγους. Οι εκπαιδευόμενοι μαθητές πήγαιναν και έρχονταν, χωρίς να κάνουν τίποτε απολύτως. Η χαρά του παιδιού.
Η χαρά του χαζού παιδιού συγκεκριμένα, εφόσον όλοι αυτοί οι οποίοι “τελείωναν” το λύκειο ήταν πρακτικά αγράμματοι. Πραγματικά αγράμματοι, εφόσον πολλοί από αυτούς τελειώνουν το λύκειο και αντιμετωπίζουν πρόβλημα ανάγνωσης και γραφής. Υπάρχουν από­φοι­τοι λυκείων, που γράφουν στα κινητά τους μηνύματα με λατινικούς χαρακτήρες, απλά για να κρύβουν την παντελή άγνοιά τους στην ελληνική γραφή. Αγράμματοι, που, με τα “προσόντα” της εκπαίδευσης που είχαν λάβει. μόνο ως σερβιτόροι, χαμάληδες και ντελιβεράδες θα μπορούσαν να εργαστούν.
Αν κάποιος μαθητής διαμαρτυρόταν εκείνη την εποχή για το παπανδρεϊκό “όραμα”, ήταν ο “σπασίκλας”, ενώ όλοι οι άλλοι ήταν “προχωρημένοι”. Αν κάποιος γονέας διαμαρτυρόταν, ήταν ο φασί­στας, ενώ όλοι οι άλλοι ήταν οι “δημοκράτες”. Πίσω από μια ομιχλώδη άποψη περί “ελευθερίας” έκρυβαν πολιτικές σκοπιμότητες, οι οποίες στόχο είχαν τον εκμαυλισμό της νεολαίας. Μιλάμε για τόση αθλιότητα, που σε κάνει να νοσταλγείς ακόμα και την εποχή της Δεξιάς. Τότε τουλάχιστον οι απόφοιτοι της μέσης εκπαίδευσης ήταν μορφωμένοι, με κριτήρια τα οποία πολλές φορές σήμερα δεν πληρούν ούτε οι απόφοιτοι των ΑΕΙ. Ξεχώριζε ο απόφοιτος της μέσης εκπαίδευσης από τον αγράμματο όπως η μύγα μέσα στα γάλα. Ξεχώριζε όπως ένας εκπαιδευμένος εργάτης από έναν άσχετο δουλοπάροικο. Στην εποχή του παπανδρεϊκού κράτους “μορφω­μένοι” κι αμόρφωτοι έγιναν ένα και το αυτό.
Αυτό συνέφερε το ΠΑΣΟΚ, εφόσον αυτό είχε το “μαχαίρι” και αυτό είχε και το “καρπούζι”. Όλοι αυτοί οι ανεκπαίδευτοι και άσχετοι μαθητές θα γίνονταν “όμηροί” του σε όλα τα επίπεδα. Μπορούσε να τους “διαφθείρει” με έναν εγκληματικό σχεδιασμό, που τους οδηγού­σε άκοπα στα ΑΕΙ και μπορούσε να τους “διαφθείρει” με μια θέση στο δημόσιο, εφόσον δεν είχαν προσόντα να εργαστούν πουθενά αλλού χωρίς μέσον. Ήταν μεν απόφοιτοι λυκείου, αλλά είχαν εκπαί­δευση δουλοπάροικου. Υπερτροφικοί ανήλικοι, που δεν γνώριζαν να κάνουν τίποτε απολύτως και είχαν συνηθίσει να παίρνουν, χωρίς να κοπιάζουν. Άκοπα έπαιρναν το απολυτήριο και άκοπα ήθελαν να εργάζονται. Όταν έμπαιναν και στα ΑΕΙ, αυτή η κατάσταση γινόταν ακόμα χειρότερη.
Με το “καρότο”, είτε της εισαγωγής στα ΑΕΙ είτε του διορισμού σε μια δημόσια θέση, το ΠΑΣΟΚ έσερνε μια ολόκληρη κοινωνία πίσω από τους “επαναστάτες” του. Μια κοινωνία, η οποία ήταν έτοιμη να δεχθεί τη “διαφθορά” του φασισμού και να συμμετάσχει και η ίδια σ’ αυτήν στο μέτρο που μπορούσε. Αυτό ήταν και το μεγαλύτερο έγκλημα που έγινε εις βάρος της ελληνικής κοινωνίας, γιατί το εκπαιδευτικό σύστημα, αντί να χρησιμοποιηθεί υπέρ της, χρησιμο­ποιήθηκε εις βάρος της και τα αποτελέσματα ήταν τραγικά.
Εδώ βρίσκεται το λεπτό σημείο. Το σύστημα μέσης εκπαίδευσης έχει στόχο να ισχυροποιεί τις κοινωνικές τάξεις και όχι να τις “αποψιλώνει”. Δεν πρέπει με τη λειτουργία του να τις εξασθενεί, γιατί έχει ανάγκη η κοινωνία —για την επιβίωσή της— την ύπαρξη των παραγωγικών κυρίως τάξεων. Έχει ανάγκη η κοινωνία μια μορφω­μένη εργατική τάξη. Έχει ανάγκη η κοινωνία μια μορφωμένη αγροτική τάξη. Αυτό το σύστημα εκπαίδευσης πρέπει να αποδίδει τα παιδιά της κάθε κοινωνικής τάξης πίσω στην ίδια και να μην λειτουργεί σαν “λεκάνη” συγκέντρωσης για την αστική τάξη.
Το παιδί του γεωργού, δηλαδή, μετά τη μέση εκπαίδευση πρέπει να ξαναγίνεται γεωργός ακόμα ισχυρότερος. Να έχει την εκπαίδευση να μπορεί να γίνει καλύτερος γεωργός από τον πατέρα του. Να έχει την εκπαίδευση να διαχειρίζεται και να καλλιεργεί καλύτερα το κεφάλαιό του. Να μπορεί τέλος πάντων να διαβάζει τι γράφει πάνω ένα τσουβάλι με λίπασμα και να μην περιμένει τον κρατικό γεωπόνο σαν σωτήρα. Τα ίδια ισχύουν και για την εργατική τάξη. Πρέπει μετά την εκπαίδευση το παιδί του εργάτη να μπορεί να γίνεται καλύτερος εργάτης. Να μπορεί να εργαστεί σε ανώτερες παραγωγές. Ο γιος αυτού, που κατασκεύαζε παπούτσια, να μπορεί να μπει σε εργοστά­σιο παραγωγής ηλεκτρονικών υπολογιστών. Να βοηθιέται από την ανάπτυξη της οικονομίας και να γίνεται και ο ίδιος “μοχλός” ανάπτυξής της.
Αυτά όλα δεν έγιναν στην Ελλάδα. Η μέση εκπαίδευση λειτουρ­γούσε σαν ενδιάμεσο στάδιο για τα Πανεπιστήμια. Αυτό ήταν έγκλημα. Η ανώτατη εκπαίδευση δεν μπορεί να αφορά το σύνολο των μελών της κοινωνίας. Αφορά τους ελάχιστους. Αφορά τους άριστους. Αυτούς, που έχει ανάγκη η κοινωνία για ν’ αναπτύξει το εθνικό της κεφάλαιο. Αυτούς, που μπορεί ν’ απορροφήσει και να τους εντάξει στον παραγωγικό μηχανισμό ως επιστήμονες. Με τον σχε­διασμό που ακολουθήθηκε στην Ελλάδα, η μέση εκπαίδευση αποψίλωσε τις κοινωνικές τάξεις. Το παιδί του αγρότη δεν επέστρεψε στην αγροτιά, παρά έγινε ένας άνεργος κοινωνιολόγος. Το παιδί του εργάτη δεν επέστρεψε στην εργατιά, παρά έγινε ένας άνεργος μηχανικός. Με αυτόν τον τρόπο δημιουργήθηκε “πληθωρισμός” στον προθάλαμο της αστικής τάξης. Οι πάντες “όμηροι” αυτών που μπορούσαν να επιλέξουν ανάμεσα σε ομοίους ποιους θα “σώσουν”.
Σ’ αυτόν τον ολέθριο για την κοινωνία σχεδιασμό συμμετείχαν με τον πιο ουσιαστικό τρόπο και οι πανεπιστημιακοί. Αυτοί έκαναν το σύστημα ανώτατης εκπαίδευσης τερατώδες σε σχέση με τον ελληνικό πληθυσμό και τις ανάγκες της κοινωνίας και αυτοί το έκαναν “πλαδαρό” και άρα μη ανταγωνιστικό. Συνέφερε τους πανεπιστη­μια­κούς να δημιουργούνται συνεχώς νέα Πανεπιστήμια και νέες σχολές, έστω και χωρίς να εντάσσονται σε κάποιο γενικότερο κοινωνικό σχεδιασμό και στην ουσία χωρίς να έχουν κάποιο συγκεκριμένο σκοπό ύπαρξης πέρα από το να “παράγουν” πτυχιούχους. Γιατί; Διότι μεγάλωναν τα κονδύλια, τα οποία απορροφούσε αναγκαστικά η τερατώδης δημόσια εκπαίδευση και αυτοί έκλεβαν από τα κονδύλια. Αυξάνονταν οι θέσεις εργασίας στα Πανεπιστήμια και αυτοί είχαν παιδιά να βολέψουν. Όχι Πανεπιστήμιο του Αιγαίου θα δημιουρ­γούσαν, αλλά και Πανεπιστήμιο του βυθού του Αιγαίου θα επιχειρού­σαν να κάνουν. Παντού έβλεπαν οικονομικά κέρδη. Νέες προμήθειες, νέα “ερευνητικά” προγράμματα, νέα εργαστήρια, νέες παραγγελίες αναλωσίμων, κουβέρτες, κιλίμια, χαλιά.
Σ’ αυτόν τον σχεδιασμό εξυπηρετούσαν και τους εκπαιδευτικούς των κατώτερων βαθμίδων της εκπαίδευσης. Τους εξυπηρετούσαν σε βαθμό “διαφθοράς”. Μέχρι τη “βασιλεία” του ΠΑΣΟΚ υπήρχε ένα άγχος από την πλευρά των εκπαιδευτικών. Ένα άγχος, το οποίο το έχουν πάντα οι εργαζόμενοι που θέλουν να πληρωθούν για την εργασία τους. Από τη στιγμή που η τριτοβάθμια εκπαίδευση έγινε “τερατώδης”, όλοι αυτοί οι τεμπέληδες εκπαιδευτικοί απαλλάχθηκαν από τα άγχη του ελέγχου της εργασίας τους. Όλοι εμφάνιζαν “παρα­γωγή”, εφόσον οι εισαγωγές ήταν άπειρες. Αρκούσε να στέκεται κάποιος μαθητής στα δύο του πόδια και περνούσε σε κάποια σχολή. Κανένας σχεδόν δεν έμενε έξω από αυτές. Κανένας δεν μπορούσε να ελέγξει κανέναν, γιατί θεωρητικά όλοι είχαν “επιτυχίες”.
Το ακόμα χειρότερο με αυτούς τους εκπαιδευτικούς ήταν ότι, λόγω της αλλαγής του σχεδιασμού, εκτός των άλλων απέκτησαν και επιχειρηματικά συμφέροντα μέσα στους χώρους εργασίας τους. Γνωρίζοντας ότι κάποιοι μαθητές “καίγονταν” να περάσουν σε κάποιες καλές σχολές, άρχισαν να προσφέρουν εξωσχολικές υπηρε­σίες. Ξαφνικά, δηλαδή, δημιουργήθηκε “αγορά” μέσα στον χώρο εργασίας τους. Ξαφνικά, δηλαδή, το να μην εργάζονται μέσα σ’ αυτούς τους χώρους δεν τους εξυπηρετούσε μόνον στη “λούφα”, αλλά τους απέδιδε και οικονομικά οφέλη.
Δεν είχαν κανέναν λόγο να προσφέρουν “τζάμπα” αυτά για τα οποία πληρώνονταν από τους “πελάτες” τους στα ιδιαίτερα μαθήματα. Από τη στιγμή που δεν εργάζονταν μέσα στα Λύκεια, δημιουργούσαν “αγορά”. Στις σχολικές αίθουσες απλά έκαναν επίδειξη της γνώσης που θα “πουλούσαν” στα ιδιαίτερα. Τότε έγινε η έκρηξη της παραπαιδείας. Αυτήν την έκρηξη την προκάλεσαν οι ίδιοι οι εκπαιδευτικοί. Από τη στιγμή που δεν εργάζονταν στα Λύκεια, ευνόητο είναι ότι οι μαθητές θ’ αναζητούσαν τη λύση, για να πάρουν αυτά τα οποία δεν έπαιρναν από το σχολείο. Οι εκπαιδευτικοί μάλιστα ήταν τόσο “καλοί” στο να μην δουλεύουν, που σταδιακά στους πελάτες τους ενέταξαν όχι μόνον τους φιλόδοξους μαθητές, αλλά κι αυτούς που απλά έπρεπε να περάσουν τις τάξεις. Το απόλυτο χάος. Οι εκπαιδευτικοί, μόλις διορίζονταν στις δημόσιες θέσεις, πλούτιζαν σαν ιδιώτες.
Το παπανδρεϊκό κράτος ήταν ευτυχές. Η κοινωνία βάδιζε προς τον εκφυλισμό, αλλά αυτό είχε εξασφαλίσει την υποστήριξη και τη συμπάθεια των “διεφθαρμένων”. Των διεφθαρμένων όλων των ειδών. Των διεφθαρμένων καθηγητών, οι οποίοι πλούτιζαν στις πλά­τες του κοσμάκη. Των διεφθαρμένων μαθητών, που χωρίς κόπο όχι μόνον τέλειωναν το Λύκειο, αλλά μπορούσαν και έκαναν πανεπι­στημιακά “όνειρα”. Οι πάντες ευτυχείς. Οι καφετέριες γεμάτες από μαθητές με σίγουρη πανεπιστημιακή “επιτυχία”. Τα βιβλία πηγαινο­έρχονταν στα σχολεία, χωρίς να φθείρονται καθόλου. Ο λαός πλήρωνε τεράστια κονδύλια, για να εκπαιδεύονται τα παιδιά του στο αυθεντικό “σταυροπόδι” και να παίζουν σφαλιάρες με τους καθηγητές τους. Με το χαρτζιλίκι του μπαμπά “εκπαιδεύονταν” ως δυνάμει δημόσιοι υπάλληλοι.
Τέλος αφήσαμε την πρωτοβάθμια εκπαίδευση. Την εκπαίδευση, η οποία ίσως αποτελεί το πιο σημαντικό μέρος του κάθε συστήματος παιδείας. Είναι το απόλυτα πιο σημαντικό, γιατί εκεί τα λάθη δεν συγχωρούνται. “Μεταφέρονται” ατόφια μέσα στην κοινωνία και επηρεάζουν τη λειτουργία της. Δεν διορθώνονται κι ούτε παρα­κάμπτονται. Την ελλιπή μέση εκπαίδευση μπορείς να την παρα­κάμψεις. Κουτσά-στραβά κάποιος, πάνω στην αγωνία του να εργαστεί, θα εκπαιδευτεί όσο χρειάζεται για να το πετύχει. Τα άθλια πανεπιστήμια μπορείς επίσης να τα παρακάμψεις. Το καλό “μυαλό” θα πάρει ένα αεροπλάνο και θα πάει να σπουδάσει σε συνθήκες που του ταιριάζουν. Αυτό έχει γίνει κατ’ επανάληψη καί στους δύο αυτούς τομείς. Το κατόρθωσαν τα αγράμματα παιδιά των Ελλήνων αγροτών, που πήγαν στις φάμπρικες της Γερμανίας και εργάστηκαν στα πιο καλά εργοστάσια. Το κατόρθωσαν παιδιά της σημερινής άθλιας μέσης εκπαίδευσης, τα οποία έφυγαν στο εξωτερικό για σπουδές και διέπρεψαν.
Όμως, τα λάθη στην πρωτοβάθμια εκπαίδευση δεν μπορείς να τα διορθώσεις. Γιατί; Γιατί εκεί διαμορφώνεται η ποιότητα των πολιτών σου και άρα και η ποιότητα της κοινωνίας σου. Εκεί διαμορφώνονται τα χαρακτηριστικά της κοινωνίας. Εκεί “χτίζονται” τα χαρακτηριστικά των μελών της. Αν μια κοινωνία είναι άδικη, ανάδελφη, μισαλλόδοξη, ρατσιστική και χωρίς ίχνος αλληλεγγύης μέσα της, το πρόβλημα έχει τη “ρίζα” του στα δημοτικά σχολεία και όχι στα Λύκεια ή στα Πανεπι­στήμια. Πολίτες αλληλέγγυους, φιλεύσπλαχνους, κοινωνικά ευαίσθη­τους και συμπονετικούς φτιάχνεις μέσα στα δημοτικά σχολεία. Πολίτες νομοταγείς και δημοκράτες φτιάχνεις μέσα στα δημοτικά σχολεία.
Στα δημοτικά σχολεία “εξημερώνεται” το γεννημένο θηρίο, που λέγεται άνθρωπος. Στα δημοτικά σχολεία πρέπει ν’ απαλλαγεί από τα ζωώδη ένστικτά του, για να ενταχθεί μέσα στην οργανωμένη κοινω­νία των πολιτισμένων ανθρώπων. Στη μη φυσική κοινωνία, την οποία δεν γνωρίζει και δεν είναι ανάλογα προετοιμασμένος για την αυτό­ματη ένταξή του. Στην κοινωνία όπου τα ένστικτα, τα οποία του δόθηκαν για να επιβιώνει στην άγρια φύση, λειτουργούν αρνητικά τόσο για τον ίδιο όσο και για το περιβάλλον του.
Από αυτά τα ένστικτα πρέπει ν’ απαλλαγεί ο νεαρός άνθρωπος, όπως απαλλάσσεται το έμβρυο από τον πλακούντα, προκειμένου να επιβιώσει ως βρέφος. Τον “πλακούντα” των ενστίκτων ο άνθρωπος πρέπει υποχρεωτικά να τον χάσει και αυτό μπορεί να γίνει μόνον μέσα από τον μηχανισμό της πρωτοβάθμιας εκπαίδευσης. Απαλλάσ­σεται από τον πλακούντα της μήτρας, για ν’ αναπνεύσει τον ζωογόνο αέρα της φύσης και απαλλάσσεται από τον “πλακούντα” της οικογένειας, για ν’ “αναπνεύσει” τον αέρα της κοινωνίας και του πολιτισμού.
Από το φυσιολογικά τεράστιο “εγώ”, το οποίο αναπτύσσεται στο παιδί μέσα σε ένα “πλακουντιακού” τύπου οικογενειακό περιβάλλον, όπου το ίδιο αποτελεί το κέντρο του, η πρωτοβάθμια εκπαίδευση αναλαμβάνει να το “προσγειώσει” στο “εμείς” των κανόνων της κοινωνίας. Αν δεν “εξημερωθεί” σε εκείνη την ηλικία, δεν υπάρχει πιθανότητα να “εξημερωθεί” ποτέ. Καμία μόρφωση και κανένας πολιτισμός δεν θα το καταφέρει. Κανένα θηρίο δεν “αυτο­εξημε­ρώνεται” και ο άνθρωπος δεν θα μπορούσε να ξεφύγει από αυτόν τον κανόνα. Αν παραμείνει θηρίο, θα φέρεται μόνιμα ως τέτοιο. Θα χρησιμοποιεί τα πάντα σαν όπλα σε μια μάχη μέχρι τέλους. Ό,τι και να βρίσκεται στα χέρια του, θα μετατρέπεται σε “όπλο”, το οποίο θα στρέφεται εναντίον όλων των άλλων, είτε αυτό είναι μόρφωση είτε κοινωνική θέση είτε οτιδήποτε άλλο. Αυτό το θηρίο πρέπει να το “εξημερώσεις” και αυτό σημαίνει πάνω απ’ όλα να καταφέρεις να το υποτάξεις σε νόμους και κανόνες.
Αυτό είναι το ζητούμενο από αυτό που ονομάζουμε δημοτικό σχολείο. Να υποταχθεί το ανθρώπινο θηρίο στους νόμους και τους κανόνες που πρεσβεύει ο πολιτισμός σου. Το θηρίο θα τους πολεμάει και εσύ θα προσπαθείς να το υποτάξεις. Θα χρησιμοποιείς όλα τα μέσα, μέχρι να μάθει να υποτάσσεται σε νόμους. Ακόμα και η τιμωρία είναι ανεκτή για την επίτευξη αυτού του στόχου. Είναι μέσα στη λογική του θηρίου η τιμωρία και μόνον αυτήν φοβάται. Το εκπαιδεύεις αρχικά στους εύκολους σχολικούς κανόνες, για να πάει με ευκολία στους πιο σύνθετους κανόνες της κοινωνίας. Στο σχολείο φτιάχνεις τον νομοταγή πολίτη. Είναι τόσο σημαντικός στόχος η υποταγή του μαθητή στους σχολικούς νόμους, που θα μπορούσαν να είναι το μοναδικό ζητούμενο από το σχολείο.
Είναι αυτό που είπαμε πιο πάνω. Γραφή και ανάγνωση οι ανάγκες του θα το κάνουν να μάθει. Ο εκπολιτισμός του θηρίου είναι δύσκο­λος και δεν μπορεί να γίνει πέρα από κάποια ηλικία. Είναι τόσο συγκεκριμένο και τόσο περιορισμένο αυτό το χρονικό διάστημα, που πρέπει να γίνει ένας πραγματικός αγώνας “δρόμου”, προκειμένου να προλάβεις να το καταφέρεις. Για εμάς, για παράδειγμα, είναι τόσο βασικός αυτός ο στόχος, που, αν σχεδιάζαμε ένα σύστημα δια­παιδαγώ­γησης, δεν θα αφήναμε ποτέ μια σχολική τάξη στα χέρια ενός και μόνον δασκάλου. Πάντα θα έπρεπε να διδάσκουν ζεύγη δασκάλων σε εναλλασσόμενους ρόλους “εκπαιδευτή” και “χωρο­φύλακα”. Γιατί; Για να μην αφήνουν περιθώρια στα θηρία να εκδηλώνουν ούτε για μία στιγμή τα χαρακτηριστικά τους. Να μην πιστεύουν ότι η “πλάτη” του δασκάλου είναι ένα κενό, το οποίο μπορούν να το εκμεταλλευτούν. Να γνωρίζουν ότι πάντα κάποιος τους παρακολουθεί και είναι έτοιμος να τους τιμωρήσει.
Οι νόμοι και οι κανόνες του πολιτισμού περνούν στην ανθρώπινη κοινωνία μέσα από τα θρανία της δημοτικής εκπαίδευσης. Οι εργαζόμενοι σ’ αυτά δεν είναι εκπαιδευτές, αλλά παιδαγωγοί. Είναι αυτό ακριβώς που περιγράφει ο όρος. “Άγουν” τα παιδιά προς τον πολιτισμό της κοινωνίας. Τα οδηγούν στα “μονοπάτια” ενός κόσμου, τον οποίον δεν γνωρίζουν και θα πρέπει να μάθουν τους κανόνες του, γιατί αυτός λειτουργεί με κανόνες. Η σύγχρονη ανθρώπινη κοινωνία είναι τεχνητή και ως εκ τούτου δεν μπορεί να λειτουργήσει με πρωτόγονους ανθρώπους και άρα με βάση τα ένστικτά τους.
Όπως δεν μπορείς να βάλεις πρωτόγονους και άρα απροετοί­μαστους ανθρώπους μέσα σε ένα αεροσκάφος, έτσι δεν μπορείς να βάλεις μέσα στην ανθρώπινη κοινωνία τέτοιους ανθρώπους. Γιατί; Γιατί θα θέσουν την “πτήση” της πολιτισμένης ανθρωπότητας σε κίνδυνο. Θα κάνουν κακό τόσο στους άλλους όσο και στους ίδιους τους εαυτούς τους. Αυτόν τον σημαντικό ρόλο αναλαμβάνουν οι παιδαγωγοί. Η ποιότητα της εργασίας αυτών των παιδαγωγών κρίνεται με αντικειμενικά κριτήρια, τα οποία δεν είναι όμοια μ’ αυτά που κρίνονται οι καθηγητές και άρα οι εκπαιδευτές. Την εργασία του παιδαγωγού μέσα σε μια τάξη δεν την κρίνεις από τη “στάθμη” της γνώσης των παιδιών, όπως συμβαίνει στα εκπαιδευτήρια.
Μια σχολική τάξη του δημοτικού την κρίνεις από άλλα χαρα­κτη­ριστικά. Μια τάξη είναι η πρώτη ανθρώπινη “κοινότητα”, στην οποία συμμετέχουν τα θηρία. Η ποιότητα της εργασίας του παιδαγωγού κρίνεται από την ποιότητα της λειτουργίας αυτής της “κοινότητας”. Κρίνεται από το πόσο μοιάζει με μικροκλίμακα ανθρώπινης κοινω­νίας και πόσο διαφέρει από μια κοινή αγέλη ζώων. Κρίνεται, για παράδειγμα, από το πόσο πειθαρχημένη είναι, ώστε ν’ αναλάβει να φέρει εις πέρας μια συλλογική δραστηριότητα. Κρίνεται από το πόσο “διατεθειμένη” είναι ν’ αναλάβει τέτοιου είδους δραστηριότητες. Κρίνονται τα μέλη της από το πόσο αγαπημένα είναι μεταξύ τους. Κρίνονται τα μέλη της από το πόσο συμπονετικά είναι το ένα για το άλλο. Κρίνονται τα μέλη της για το πόσο ευγενικά είναι. Κρίνονται τα μέλη της για το πόσο συνειδητοποιημένα μέλη μιας κοινότητας ομοίων ανθρώπων είναι. Κρίνονται δηλαδή για χαρακτηριστικά τα οποία τα παίρνουν από τον παιδαγωγό, γιατί δεν τα έχουν από τη φύση τους.
Μια σχολική τάξη, η οποία είναι απείθαρχη και τα μέλη της είναι ανταγωνιστικά μεταξύ τους, αυθάδικα και ανυπότακτα, στην πραγμα­τικό­τητα δεν λειτουργεί. Το θηρίο είναι από τη φύση του ανταγω­νιστικό. Δεν χρειάζεται να το εκπαιδεύσεις στον ανταγωνισμό. Όταν αυτό το θηρίο “κατασπαράζει” ό,τι βρίσκει μπροστά του, είτε αυτό είναι συμμαθητής είτε δάσκαλος, αυτό σημαίνει ότι ο παιδαγωγός δεν έκανε τίποτε απολύτως. Αν όλη την ημέρα τα παιδιά ανταγωνίζονται μεταξύ τους ή τσακώνονται, ο παιδαγωγός τζάμπα πληρώνεται. Από τη “ζούγκλα” της φύσης τους παρέλαβε και στη “ζούγκλα” της σχολικής αίθουσας τους άφησε να κατοικούν.
Όταν υπάρχει αυτή η “ζούγκλα”, σημαίνει ότι ο δάσκαλος παιδα­γωγός έχε αποτύχει στον ρόλο του. Αυτός είναι ο ρόλος του. Να εντάσσει τα παιδιά σε μια ανθρώπινη “μικροκοινωνία” και να μην τα αφήνει να περιφέρονται στη “ζούγκλα”. Ο ρόλος του παιδαγωγού δεν είναι να υποκαθιστά τους γονείς ή να γίνεται φίλος με το παιδί. Αυτοί είναι ρόλοι, οι οποίοι έχουν τους αυθεντικούς εκφραστές τους και δεν υπάρχει ανάγκη να τους υποκαταστήσει ο παιδαγωγός. Ο ρόλος του παιδαγωγού είναι να “συμπληρώνει” αυτούς τους ρόλους. Να “συμ­πλη­ρώνει” αυτό το οποίο δεν μπορεί να δώσει ο γονέας του παιδιού και βέβαια ο φίλος του.
Πρακτικά ο ρόλος του παιδαγωγού είναι να δίνει μια “παράσταση” μπροστά στο παιδί. Αναλαμβάνει να ενσαρκώσει την εξουσία της κοινωνίας με ό,τι καλό και κακό αυτή συνεπάγεται. Είναι αυτός που δίνει όλα τα “καλά”, όπως είναι η γνώση, η προστασία, η ασφάλεια κλπ. και είναι αυτός που έχει στα χέρια του το “κακό” της τιμωρίας, όταν δεν εξασφαλίζει την τάξη και την πειθαρχία. Είναι το πρώτο πρόσωπο εξουσίας, που συναντά μπροστά του ένα παιδί. Μέσα δηλαδή στην κάθε σχολική αίθουσα γίνεται μια “αναπαράσταση” της λειτουργίας της κοινωνίας. Ο μαθητής μαθαίνει τον ρόλο του μέλους μιας ανθρώπινης κοινότητας και ο δάσκαλος είναι αυτός ο οποίος εκφράζει την εξουσία της και βέβαια τον παρακολουθεί.
Γνωρίζοντας κάποιους τους στόχους αυτού του συστήματος, κατα­λαβαίνει και όλα όσα το αφορούν στη λειτουργία του. Είναι βασικό για τη λειτουργία του παιδαγωγού να μπορεί να επιβάλλεται στα θηρία και άρα να μπορεί να απειλεί ή οριακά να χρησιμοποιεί το μέσον της τιμωρίας, εφόσον μόνον αυτό αντιλαμβάνονται ως απειλή τα θηρία. Το πώς θα χρησιμοποιεί και μέχρι πού θα φτάνει το μέσον της τιμωρίας, είναι ευθύνη της Πολιτείας να προσδιορίσει τα όριά της και βέβαια να εκπαιδεύσει αξιόπιστους και έμπιστους παιδαγωγούς, οι οποίοι δεν θα έχουν την ανάγκη να καταφεύγουν στην τιμωρία. Από εκεί και πέρα, όταν η Πολιτεία τους αντιλαμβάνεται και άρα τους εμπιστεύεται ως παιδαγωγούς, πρέπει να τους παρέχει την ελευθερία να μπορούν να ασκούν το λειτούργημά τους. Ο ρόλος δηλαδή της Πολιτείας είναι να εκπαιδεύει σωστούς δασκάλους και από εκεί και πέρα η ασφάλεια της κοινωνίας εξασφαλίζεται από το γεγονός ότι μπορεί να τους ελέγχει από την ποιότητα της δουλειάς τους.
Για να τους ελέγξεις όμως, θα πρέπει να γνωρίζεις ποια είναι η δουλειά τους. Εδώ βρίσκεται το πρόβλημα. Δυστυχώς, ανάμεσα στα πολλά τα οποία δεν γνωρίζει η κοινωνία, είναι κι αυτό. Δεν γνωρίζει πώς να τους ελέγχει και άρα δεν γνωρίζει πότε να τους κρίνει και γιατί. Το παπανδρεϊκό κράτος επένδυσε σ’ αυτήν την άγνοια, γιατί προφανώς ήθελε μια κοινωνία θηριωδών ανθρώπων. Μια κοινωνία άφιλων θηρίων, την οποία θα την έσερνε πίσω από τα “καρότα” της εξουσίας.
Το πρώτο πράγμα που έκανε με την ανάληψη της εξουσίας ήταν να καταργήσει τη σχολική ποδιά και άρα την ενιαία εμφάνιση των μαθητών. Αυτό ήταν εγκληματικό. Γιατί; Διότι στερούσε από τους παιδαγωγούς ίσως το πιο βασικό “εποπτικό” μέσο, το οποίο έπρεπε να διαθέτουν προκειμένου να μάθουν στους μαθητές ότι πάνω και πρώτα απ’ όλα ανήκουν σε μια “κοινότητα” ίσων μεταξύ τους ανθρώπων. Τα σχολεία ξαφνικά έγιναν “πασαρέλες” επίδειξης διαφο­ρετικότητας. Επίδειξης του όποιου χαρακτηριστικού είχε και ήθελε να επιδείξει η κάθε οικογένεια.
Από εκεί και πέρα η κοινωνία έβγαλε μόνη της τα μάτια της. Στα σπίτια οι μητέρες “ακύρωναν” τον βασικό στόχο του δημοτικού σχολείου. Τα έντυναν σαν “παγόνια”, για να υπογραμμίσουν πόσο πιο όμορφα, πιο έξυπνα και βέβαια πιο πλούσια είναι από τα υπόλοιπα. Το αποτέλεσμα; Θηρία έφευγαν τα παιδιά από τα σπίτια τους και στη “ζούγκλα” της διαφορετικότητας υποτίθεται διαπαιδαγω­γούνταν. Επέστρεφαν πιο κακομαθημένα απ’ ό,τι έφευγαν. Με τη “βοήθεια” της μητέρας ανακάλυπταν κι άλλους λόγους να χτυπήσουν ή να κοροϊδέψουν το φτωχό ή το λιγότερο έξυπνο παιδί που είχαν στην τάξη τους και το οποίο το θεωρούσαν “κατώτερο”. Το σχολείο όχι μόνον δεν τα “βελτίωνε”, αλλά πολλά από αυτά τα “χαλούσε”.
Το πόσο σημαντική είναι η ενιαία εμφάνιση και η αυστηρότητα στη λειτουργία του σχολείου μπορεί να το καταλάβει κάποιος πολύ πιο εύκολα με έναν πολύ έμμεσο τρόπο. Οι μεγιστάνες αυτού του κόσμου στέλνουν τα παιδιά τους σε πανάκριβα ιδιωτικά σχολεία. Οι μεγιστάνες του πλούτου, της ισχύος και βέβαια και του εγωισμού στέλνουν τα παιδιά τους σε σχολεία απόλυτα αυστηρά για όλους και με υποχρεωτική την ενιαία εμφάνιση.
Ο μεγιστάνας του πλούτου, που μπορεί ν’ αγοράσει ό,τι ρούχο θέλει στο παιδί του, αποδέχεται την ενιαία εμφάνιση και δεν την απο­δέ­χεται η φουκαριάρα από την Κάτω Μαγουλίτσα, η οποία στερείται, για να πάρει ένα “επώνυμο” ρούχο στο βλαστάρι της. Ο μεγιστάνας της ισχύος παραδίδει το βλαστάρι του στην αυστηρότητα και την τιμωρία του φτωχού παιδαγωγού και δεν το παραδίδει η εργάτρια από το Κερατσίνι. Ο μεγιστάνας του εγωισμού δέχεται να ενταχθεί το βλαστάρι του σε μια “κοινότητα” ίσων και δεν το δέχεται η αγράμματη νοικοκυρά από την Αγία Βαρβάρα.
Από τη στιγμή που ο δάσκαλος δεν αφηνόταν να κάνει τη δουλειά του, ήταν θέμα χρόνου να διαλύσει η πρωτοβάθμια εκπαίδευση. Δεν ήθελαν μία οι γονείς να κάνει τη δουλειά του; Αυτός δεν ήθελε να την κάνει δέκα. Θα έτρωγε την ψυχή του να κάνει τα παιδιά τους ανθρώ­πους και θα έβρισκε τον μπελά του με την κάθε χαζή νεόπλουτη, που νόμιζε ότι το παιδί της ήταν ένα “θαύμα” και ως τέτοιο έπρεπε να αντιμετωπίζεται; Πήγαιναν οι δάσκαλοι στα σχολεία του παπαν­δρεϊκού κράτους και έπαιζαν απλά τον ρόλο του διαιτητή στο θηριοτροφείο. Να περάσει η ώρα όσο το δυνατόν πιο ανώδυνα, για να φύγουν.
“Λούφαραν”, εφόσον κανένας δεν τους έκρινε για τη δουλειά τους και οι λίγοι που το έκαναν το έκαναν λάθος. Όσες φορές διαμαρτύ­ρονταν οι γονείς στους δασκάλους είχαν άδικο. Σταδιακά στο διδα­σκα­λικό προσωπικό της χώρας κατέληξαν οι τεμπέληδες. Τρεις μήνες διακοπές το καλοκαίρι και δύο δεκαπενθήμερα Χριστούγεννα και Πάσχα. Όλοι οι τεμπέληδες της χώρας ονειρεύονταν να γίνουν δάσκαλοι και οι περισσότεροι δάσκαλοι έγιναν τεμπέληδες. Η απόλυτη καταστροφή. Αφέθηκε η “κάνουλα” ελεύθερη να γεμίζει την κοινωνία με ανυπότακτα και κακομαθημένα θηρία. Στις αυλές των σχολείων υπήρχε πιο πολύ βία και ρατσισμός απ’ ότι στα πιο κακόφημα γκέτο των μεγαλουπόλεων. Η απόλυτη επικράτηση των θηρίων.
Θηρία όμως αυτής της ηλικίας άσχετα και ανασφαλή είναι επικίνδυνα πρωτίστως για τους εαυτούς τους. Είναι θηρία, που ζητάνε ακόμα κι όταν δεν χρειάζονται, γιατί μόνον αυτό έχουν μάθει να κάνουν. Είναι θηρία, που θέλουν να βολεύονται, αδιαφορώντας για τους υπολοίπους. Είναι θηρία, που αντιδρούν βίαια κάθε φορά που δεν ικανοποιούνται. Όλα αυτά συμβαίνουν εξαιτίας της κακής διαπαιδαγώγησης. Εξαιτίας της μη σωστής κοινωνικοποίησής τους. Αυτά τα θηρία θα ξεκινήσουν από κακομαθημένα παιδιά και θα καταλήξουν κακοί πολίτες. Πολίτες, που θα την “πατήσουν” στη ζωή τους. Γιατί; Διότι, όπως το κακομαθημένο παιδί δίνει το “άλλοθι” σε κάποιον να το χτυπήσει, έτσι και ο κακός πολίτης δίνει το “άλλοθι” στο σύστημα να ασκεί βία επάνω του. Διότι, όπως το κακομαθημένο παιδί δίνει “λόγο” σε κάποιο πιο ισχυρό και κακομαθημένο παιδί να το αδικήσει, έτσι και ο κακός πολίτης δίνει “λόγο” σε άλλους κακούς πολίτες να τον αδικήσουν. Αυτός, που στην αυλή του σχολείου μαθαίνει να αδικεί όταν νιώθει ισχυρός ή να δέχεται την αδικία όταν είναι αδύναμος, θα κάνει το ίδιο και στην αυλή του εργοστασίου, είτε ως ισχυρός βιομήχανος είτε ως αδύναμος εργάτης.
Κατάλαβε ο αναγνώστης τι λέμε; “Κατασκεύασαν” κακούς πολίτες, για να μπορούν να έχουν “άλλοθι” να τους καταστέλλουν βίαια. “Κατασκεύασαν” κακούς πολίτες, για να μπορούν να τους αδικούν όποτε θέλουν, χωρίς να υπάρχει “δικαίωμα” διαμαρτυρίας. Κακούς πολίτες, τους οποίους θα μπορούν να τους διχάζουν εύκολα και να δημιουργούν συνενόχους χωρίς αντίσταση. Πολίτες τόσο κακούς, που, ακόμα κι όταν αδικούνται κατάφορα, δεν έχουν το “ηθικό” δικαίωμα να διαμαρτύρονται, γιατί απλούστατα δεν διαφέρουν από τους χειρότερους. Ανίσχυροι είναι και όχι δίκαιοι για να φωνάζουν. Αν μπορούσαν κι αυτοί τα ίδια θα έκαναν. Η σωστή και ως εκ τούτου αυστηρή διαπαιδαγώγηση γι’ αυτόν τον λόγο ήταν εχθρική για το παπανδρεϊκό φασιστικό κράτος. Στην εποχή του “χάους” της μεταπο­λίτευσης δεν ήθελαν να έχουν απέναντί τους ισχυρούς πολίτες.
Όσο κι αν αυτό φαίνεται παράδοξο, μια αυστηρή διαπαιδαγώγηση με κανόνες ακλόνητους και απαράβατους —κοινούς για όλους— ευνοεί τη δημιουργία ισχυρών προσωπικοτήτων.
Αυτό συμβαίνει, γιατί τα παιδιά, ερχόμενα στον κόσμο, είναι ανασφαλή. Έχουν απέναντί τους έναν κόσμο ασαφή και άγνωστο, τον οποίο τον αντιλαμβάνονται σαν απειλή. Από ανασφάλεια ξεκι­νούν και “διαπραγματεύονται”, προκειμένου να πάρουν ό,τι μπορούν, εφόσον δεν γνωρίζουν τι τους χρειάζεται προκειμένου να αισθάνονται ασφαλή. Η οικογένεια σ’ αυτήν την αδυναμία τους δεν μπορεί να τα βοηθήσει. Προσπαθώντας να τα ικανοποιήσει, εξαιτίας της αγάπης της τα καταστρέφει. Γιατί; Διότι τα κάνει ακόμα πιο ανασφαλή.
Ο γονέας, εξαιτίας της αγάπης του, δεν μπορεί να θέσει όρια. Ως εκ τούτου η κάθε “διαπραγμάτευση” για το παιδί ξεκινάει από μηδενική βάση και χωρίς προσδιορισμένο και κοινά αποδεκτό για όλους καταληκτικό όριο. Το παιδί, κερδίζοντας συνέχεια αυτά που θέλει με τα μέσα που διαθέτει, δεν γνωρίζει πού πρέπει να σταμα­τήσει. Δεν γνωρίζει τι είναι απαραίτητο γι’ αυτό και τι είναι περιττό. Δεν γνωρίζει για παράδειγμα ότι το ένα ποδήλατο μπορεί να είναι ανάγκη, ενώ το δεύτερο είναι κατάχρηση.
Λόγω των αναγκών του, τις οποίες δεν γνωρίζει έως πού φτάνουν, αισθάνεται “κρύο” και τραβάει συνεχώς μια “κουβέρτα”, την οποία επίσης δεν γνωρίζει έως πού φτάνει. Όταν συμβαίνει αυτό, δεν μπορεί η “κουβέρτα” να καλύψει την ανάγκη για την οποία έχει φτιαχτεί. Είναι θέμα χρόνου αυτό ν’ αρχίσει να λειτουργεί αντίθετα. Είναι θέμα χρόνου από το πολύ το “τράβηγμα” ν’ αρχίσει να “ξεσκε­πάζεται” και αυτό είναι το χειρότερο που μπορεί να του συμβεί, γιατί τότε θα “κρυώνει” πραγματικά και δεν θα αισθάνεται απλά την απειλή του “κρύου”.
Αυτό είναι που το καταστρέφει. Γιατί; Διότι από την πρώτη στιγμή της ύπαρξής του είναι σε μια μόνιμη διαπραγμάτευση για την επιβίωση. Από το κλάμα, που θα φέρει το μητρικό στήθος στο στόμα του, μέχρι τη γκρίνια, που θα φέρει τον πατέρα μπροστά στη βιτρίνα με τα ποδήλατα, η ίδια κατάσταση διαρκώς επαναλαμβάνεται. Μια κατάσταση όμως, η οποία, αν δεν ελεγχθεί, θα δημιουργήσει προ­βλή­ματα. Το παιδί, δηλαδή, από τη μια πλευρά αντιλαμβάνεται ότι πρέπει να βρίσκεται σε μια μόνιμη διαπραγμάτευση, εφόσον διαπι­στώνει ότι αυτή αποδίδει συνεχώς καρπούς και από την άλλη πλευρά, εξαιτίας της εύκολης “επιτυχίας” του, παύει να έχει εμπιστοσύνη στους γονείς του.
Αυτή η εύκολη “επιτυχία” το παρασέρνει, γιατί δεν έχει τις γνώσεις και την κρίση ν’ αξιολογήσει σωστά τις καταστάσεις. Δεν γνωρίζει πότε πραγματικά οι γονείς δεν “θέλουν” να το ικανοποιήσουν και πότε πραγματικά δεν “μπορούν” και βέβαια πότε δεν “πρέπει” να μπορούν να το ικανοποιήσουν. Μπαίνουν όλοι μαζί σε ένα “παζάρι”, το οποίο δεν έχει ούτε όρια ούτε κανόνες. Στην αρχή δεν υπάρχει πρόβλημα, γιατί ό,τι σχεδόν ζητάει το παιδί είναι δωρεάν. Στη συνέχεια όμως αυτό δεν ισχύει και αρχίζουν τα προβλήματα τόσο για το ίδιο όσο και για την οικογένειά του. Αυτή η έλλειψη ορίων και κανόνων επιτείνει την ανασφάλειά του. Τι εμπιστοσύνη να έχεις στο “παζάρι”; Τι εμπιστοσύνη να έχεις στην αλήθεια κάποιου, ο οποίος συνέχεια “υποχωρεί” από την αρχική του θέση; Πώς μπορείς να κατα­λάβεις πότε φτάνει στα πραγματικά όρια; Αν αισθάνεσαι “εγκατε­λειμένος” ή “προδομένος” από τους γονείς σου, επειδή δεν σου αγόρασαν το δέκατο ποδήλατο, είναι βέβαιον ότι θα ζήσεις τη ζωή σου με “κρυοπαγήματα”.
Το σχολείο με τους απαράβατους νόμους και κανόνες θεωρητικά “στερεί” από το παιδί έναν βαθμό ελευθερίας, αλλά από την άλλη του δίνει το σημαντικότερο αγαθό. Του δίνει την ασφάλεια. Κάθε απαγορευτικός κανόνας θέτει τα όρια της ασφάλειας. Ο κανόνας οριοθετεί την απαγορευμένη “περιοχή”, αλλά ταυτόχρονα οριοθετεί και την ασφαλή. Ο παιδαγωγός, ο οποίος στέκεται ακλόνητος σ’ αυτά τα όρια, μπορεί να μην είναι ο απόλυτα αγαπητός άνθρωπος, αλλά είναι απόλυτα αξιόπιστος. Γνωρίζει το παιδί τι πρέπει να κάνει, προκειμένου να αισθάνεται ασφαλές. Έχει έναν υποτυπώδη “χάρτη” της κοινωνίας. Ο κόσμος πλέον δεν είναι ασαφής και εχθρικός γι’ αυτό. Αισθάνεται ασφάλεια και μέσα σ’ αυτές τις συνθήκες μπορεί να χτίσει την προσωπικότητά του. Όταν γνωρίζει τον νόμο και εμπιστεύεται τη λειτουργία του, είναι έτοιμος να δημιουργήσει τις δικές του προσωπικές “Θερμοπύλες” και άρα ν’ αποκτήσει τον δικό του ισχυρό χαρακτήρα.
Αν κάποιος τα συνδυάσει όλα αυτά, μπορεί να καταλάβει πώς φτάσαμε στη σημερινή κατάσταση. Πώς επιβίωσε ο φασισμός στη μεταπολίτευση. Πώς φτάσαμε σήμερα στον γενικό εκφυλισμό της κοινωνίας. Πώς φτάσαμε στο σημείο ν’ αναγνωρίζουμε όλοι ότι το πρόβλημα της σημερινής διαφθοράς είναι πρόβλημα της κοινωνίας και όχι απλά των διεφθαρμένων. Η ελληνική κοινωνία είναι διεφθαρ­μένη μέχρι το “μεδούλι”, γιατί έγινε συστηματική “δουλειά” από τα βάθη της εκπαίδευσης. Αναρωτιούνται όλοι πώς κατορθώνουν και μας κυβερνάνε οι άχρηστοι. Δεν υπάρχει μυστήριο. Οι άχρηστοι είναι ιδιοκτήτες του κράτους και έχουν τα μέσα να υπόσχονται “διαφθορά” στους πάντες. Στους πάντες, που έχουν φροντίσει —μέσω της κακής παιδείας— να τους κάνουν αν όχι ίδιους τουλάχιστον όμοιους μ’ αυτούς.
Απλά πράγματα. Αυτοί οι άχρηστοι και διεφθαρμένοι φασίστες γνωρίζουν τι έχουν απέναντί τους, γιατί αυτοί το δημιούργησαν. Έχουν κακομαθημένους πολίτες, λόγω της κακής πρωτοβάθμιας εκπαίδευσης. Έχουν φυγόπονους πολίτες, λόγω της κακής μέσης εκπαίδευσης. Έχουν απαιτητικούς πολίτες, λόγω της κακής ανώ­τα­της εκπαίδευσης. Πού βρίσκεται δηλαδή το παράξενο, που τα κατα­φέρνουν τόσο καλά; Απέναντί τους έχουν ανθρώπους, οι οποίοι ανταγωνίζονται μεταξύ τους μέχρι θανάτου για βολέματα, τα οποία οι πιο πολλοί από αυτούς νομίζουν ότι τα δικαιούνται. Όταν συμβαίνει αυτό, οι διεφθαρμένοι και οι άχρηστοι δεν είναι εχθροί τους, αλλά πρότυπά τους. Ως εκ τούτου διχάζονται εύκολα με βάση τα πτυχία ή τα ιδιαίτερα χαρακτηριστικά που διαθέτει ο καθένας. Η χαρά των φασιστών, εφόσον όποιον θέλουν ευνοούν και όποιον θέλουν αδικούν. Κανένας δεν συμπαραστέκεται σε κανέναν και όλοι δέχονται να γίνονται συνένοχοι της εξουσίας, εφόσον εξασφαλίσουν τα “δικά” τους. Κανένας δεν μπορεί να φωνάξει για το δίκιο του, γιατί όλοι φρόντισαν προηγουμένως να περάσουν από κάποιο κομματικό γραφείο μήπως και “τσιμπήσουν” κάτι άδικο.
Αυτός ήταν ο σχεδιασμός του παπανδρεϊκού κράτους. Βολεύ­ονταν οι φασίστες από αυτόν τον σχεδιασμό. Εξασφάλιζαν συμμά­χους ανάμεσα στα μέλη της κοινωνίας και αυτό τους μονιμοποιούσε στην εξουσία. Με τον τρόπο αυτόν δημιούργησαν μια τεράστια αστική τάξη, η οποία, προκειμένου να επιβιώσει, εξαρτιόταν από τη δική τους εύνοια. Αυτό ήταν το κατόρθωμά τους. Έβαλαν μέσα στην κάθε ελληνική οικογένεια έναν αστό, ο οποίος περνούσε τη “γραμμή” τους. Έναν αστό, τον οποίο ο χρόνος θα τον μετέτρεπε σταδιακά σε κηφήνα και ο οποίος θα έθετε ολόκληρη την οικογένειά του στην ομηρία των φασιστών. Έναν αστό, ο οποίος ήθελε να μπει στη “συμμορία” του δημοσίου και λειτουργούσε σαν “πρότυπο”.
Σταδιακά όλες οι υπόλοιπες κοινωνικές ιδιότητες απαξιώθηκαν. Απαξιώθηκαν οι παραγωγικές κοινωνικές τάξεις. Κανένας δεν ήθελε να παραμείνει εργάτης ή αγρότης. Όλοι ήθελαν να πάρουν όπως-όπως ένα πτυχίο και να διοριστούν. Να διοριστούν οπουδήποτε, ανεξαρτήτως αν τους άρεσε το αντικείμενο ή όχι. Να διοριστούν, για να εξασφαλίσουν έναν σίγουρο μισθό χωρίς κανέναν έλεγχο και με απόλυτη μονιμότητα. Οι αστοί φασίστες που μας κυβερνούσαν και οι πανεπιστημιακοί που μας “δίδασκαν”, έγιναν τα απόλυτα πρότυπα της κοινωνίας. Αυτοί καθόριζαν μόνοι τους τη λειτουργία της κοινωνίας.
Ο αναγνώστης μπορεί να καταλάβει τον λόγο που το σύστημα παιδείας ήταν για το ΠΑΣΟΚ ό,τι ήταν η Εκκλησία για την κλασσική Δεξιά. Μπορούσε να ελέγχει το σύνολο της κοινωνίας και να την κατευθύνει εκεί όπου βόλευε το κόμμα και βέβαια τον αρχηγό και τους κληρονόμους του. Με αυτόν τον τρόπο το “χωνί” απέκτησε τεράστια “βάση”, η οποία σκεπάζει το σύνολο της κοινωνίας και αφορά το σύνολο των μελών της. Το “ακροφύσιο” αυτού του τερα­τώδους “χωνιού” βρίσκεται στα πανεπιστήμια, απόλυτα ελεγχόμενο από τους φασίστες. Το “ακροφύσιο”, που σημαδεύει τον “στόχο”, ο οποίος έχει επιλεγεί, για να παριστάνει τον εχθρό της κοινωνίας και είναι η αστυνομία.
Αυτόν τον σχεδιασμό εξυπηρετεί η αστυνομία στον ρόλο του “σάκου” του κοινωνικού μποξ. Οι φασίστες πανεπιστημιακοί εφεύραν το περίφημο …”μπάτσοι, γουρούνια, δολοφόνοι”. Μόνον εναντίον των αστυνομικών “ξεσπαθώνουν” οι πανεπιστημιακοί και πίσω από αυτούς όλο το “εκπαιδευτικό” δυναμικό της χώρας. Ολόκληρο το κράτος λειτουργεί φασιστικά και αυτοί επιτίθενται στην αστυνομία. Μόνον εκεί κάνουν τους έξυπνους. Ποτέ εναντίον της εκτελεστικής και της νομοθετικής εξουσίας, που είναι οι εργοδότες και ευεργέτες τους και ποτέ εναντίον της δικαστικής εξουσίας, που είναι οι προστάτες τους. Για όλα τα κακά φταίει η αστυνομία.
Έτσι κι αλλιώς οι μεγαλοαστοί πανεπιστημιακοί τους αστυνο­μι­κούς τους υποτιμάνε. Τους υποτιμάνε σαν εργαζόμενους της πείνας. Τους υποτιμάνε σαν “κατώτερους” εργαζόμενους του ίδιου αφεντικού. Δεν έχουν ταξική σχέση μεταξύ τους κι ούτε τους αφορά η “εικόνα” της αστυνομίας, ώστε να την προστατεύουν. Μόνον απέναντι στην αστυνομία είναι “ήρωες”. Όπως παλιά, όταν “πολε­μούσαν” τη Χούντα. Όταν έφαγαν από μια “καρπαζιά” ο καθένας τους και απαίτησαν από την κοινωνία να τους ταΐζει για πάντα.
Την αρχική “συμμορία” των πανεπιστημιακών και των εκπαι­δευτικών σταδιακά την έκαναν συμμορία των δημοσίων υπαλλήλων. Αυτό ήταν εύκολο να συμβεί με τον τρόπο που λειτουργούσε το σύστημα. Υπήρχε κοινός “εργοδότης” και υπήρχαν κοινές ανάγκες μεταξύ των “εργαζομένων”. Δημιουργούσαν ομόκεντρους κύκλους συμφερόντων, οι οποίοι έφταναν μέχρι τα όρια του κρατικού μηχα­νισμού. Οι πανεπιστημιακοί “έσερναν” στα συμφέροντά τους τούς υπόλοιπους εκπαιδευτικούς και αυτοί με τη σειρά τους “έσερναν” τους υπόλοιπους δημοσίους υπαλλήλους. “Εφεύρισκαν” οι πανεπι­στη­μιακοί επιδόματα για τους εαυτούς τους και αυτά μοιράζονταν μέχρι τις “παρυφές” του κρατικού μηχανισμού. “Εφεύρισκαν” οι πανεπιστημιακοί τα “σωστά” και τα “λανθασμένα” και αυτά τα υιοθε­τούσε άκριτα ολόκληρη η “συμμορία”.
Τα προνόμια αυτής της “συμμορίας” έσερναν πίσω τους ολόκληρη την κοινωνία. Μια κοινωνία, της οποίας τα μέλη ήταν έτοιμα να πάρουν και ν’ ανεμίσουν το οποιοδήποτε κομματικό “σημαιάκι” τους υποσχόταν αυτό το οποίο ήθελαν. Οι πλούσιοι τα “ανέμιζαν” για να πάρουν κανένα δημόσιο έργο και οι φτωχοί τα “ανέμιζαν” για κανένα βόλεμα στο δημόσιο των πιο “πετυχημένων” τεμπέληδων της χώρας. Μια κοινωνία διεφθαρμένη μέχρι το “μεδούλι”. Αυτή η κοινωνία έκανε θεό της το χρήμα. Δεν μπορούσε να κάνει τίποτε διαφορετικό. Όταν είσαι αμόρφωτος, δεν έχεις “οράματα”, για τα οποία θα ήθελες ν’ αγωνιστείς. Όταν δεν είσαι εκπαιδευμένος για τίποτε απολύτως, δεν έχεις δημιουργικές τάσεις, ώστε να επιδιώξεις να επιτύχεις έναν στόχο. Όταν ο περίγυρός σου δεν είναι επίσης εκπαιδευμένος, δεν μπορεί να εκτιμήσει την εργασία σου, ώστε να σε επιβραβεύσει.
Το μόνο που μπορείς να κάνεις σε μια τέτοια περίπτωση είναι να μαζεύεις χρήματα. Αυτό μόνον μπορείς να κάνεις και αυτό μόνον μπορεί να επιβραβεύσει ο κοινωνικός περίγυρος. Αν μάλιστα είσαι και τεμπέλης, αυτό είναι το μοναδικό “όνειρο” που μπορείς να κάνεις, περιμένοντας τα “λαχεία”, που δίνουν “μεγέθη”. Ακριβώς σαν τα ζώα, που μετρούνται μόνον με βάση μετρήσιμα μεγέθη. Μεγέθη όπως ύψος, βάρος, πλάτος κλπ.. Αυτό συμβαίνει και σ’ αυτήν την περί­πτωση. Η κοινωνία αποχαυνώνεται και “μετράει” μόνον αυτά που καταλαβαίνει. Πόσα χρήματα έχει κάποιος. Πόσα μέτρα είναι το σκάφος του. Πόσα σπίτια έχει. Κοινωνία, η οποία δεν μπορεί να “μετρήσει” και να εκτιμήσει έννοιες όπως φιλότιμο, φιλοπονία, μόρφωση, αλληλεγγύη, ευαισθησία, εφευρετικότητα, αλτρουισμό κλπ., είναι “άρρωστη”. Κοινωνία, η οποία όχι μόνον δεν εκτιμά αυτούς που τους διακρίνουν αυτά τα χαρακτηριστικά, αλλά τους θεωρεί “κορόιδα”, είναι “πεθαμένη”.
Αυτό έγινε στην Ελλάδα. Εκτός από τους πλούσιους όλοι οι άλλοι ήταν “κορόιδα”. “Κορόιδο” ο εφευρετικός επιστήμονας και μάγκας ο μάνατζερ που κονομούσε, πουλώντας τον κόπο του. “Κορόιδο” ο φιλότιμος εργάτης και μάγκας ο μάνατζερ που τον εκμεταλλευόταν. “Κορόιδο” ο φιλόπονος αγρότης και μάγκας ο έμπορος που τον λήστευε. “Κορόιδο” ο μορφωμένος επιστήμονας και μάγκας ο αγράμ­ματος τηλεαστέρας. “Κορόιδο” ο ευαίσθητος φιλάνθρωπος και μάγκας αυτός που κονομούσε από τις μη κυβερνητικές οργανώσεις της “ευαισθησίας”. “Κορόιδο” ο αλτρουιστής πολίτης και μάγκας ο τηλεοπτικός παραγωγός, ο οποίος κονομούσε από τις διαφημίσεις, που συνεπαγόταν η παρουσίαση του “κορόιδου”.
Αρχές και πρότυπα αιώνων κατέρρευσαν μέσα σε λίγα χρόνια. Όλα τα είδαμε σ’ αυτό το διάστημα. Ακόμα και οι συλλογικές ταξικές συμπεριφορές είχαν προσαρμοστεί πάνω στα νέα πρότυπα. Είδαμε “μάγκες” εργάτες, οι οποίοι δεν ήθελαν να εργαστούν και περίμεναν κάποια πασοκική κοινωνικοποίηση της εταιρείας τους, για να “σωθούν” και να μην είναι “κορόιδα”, που θα εργάζονταν σαν τους άλλους συναδέρφους τους. Είδαμε “μάγκες” αγρότες, οι οποίοι δεν εργάζονταν, γιατί τα επιδόματα της “καταστροφής” συνέφεραν πιο πολύ και από την καλύτερη σοδιά του πιο εργατικού “κορόιδου”. Είδαμε “μάγκες” έμπορους, οι οποίοι μπορούσαν να καταστρέψουν την οποιαδήποτε εγχώρια βιομηχανία, προκειμένου να πλουτίσουν μέσα σε λίγο χρόνο εις βάρος των “κορόιδων” της παραγωγής. Είδαμε “μάγκες” δημόσιους υπάλληλους, οι οποίοι δεν αρκούνταν στους μισθούς τους και μετέτρεπαν τις θέσεις τους σε προσωπικά “μαγαζάκια”, τα οποία απέδιδαν απίστευτα κέρδη μέσω των “φακελακίων” που τους έδιναν τα “κορόιδα”.
Αυτό ήταν το ζητούμενο για τους φασίστες. Μέσα σ’ αυτήν την κοινωνία μπορούσαν να επιτύχουν όλους τους στόχους τους. Παρασέρνοντας τον κόσμο στη δική τους εκφυλιστική λογική της “μαγκιάς”, θα διαιώνιζαν τη “βασιλεία” τους. Θα βολεύονταν αυτοί και θα βόλευαν και τα παιδιά τους. Αυτή η κοινωνία των “θέλω να διαφθαρώ” πολιτών θα δεχόταν τα πάντα. Για όσο διάστημα θα μπορούσαν να υπόσχονται βολέματα και αυξήσεις, θα τους έλεγχαν απόλυτα. Άλλος για ένα “πανωσήκωμα”, άλλος για ένα φακελάκι, όλοι θα πρόσφεραν τον “οβολό” τους στους “ευεργέτες” τους. Αυτοί οι “μάγκες” πολίτες όχι Γιωργάκηδες και Κωστάκηδες θα ψήφιζαν, αλλά και Ουραγκοτάγκους.
 

 

ΠΑΝΑΓΙΩΤΗΣ ΤΡΑΪΑΝΟΥ
Share: