Το ελληνικό κράτος ποτέ δεν υπήρξε ένα “σοβαρό” κράτος, γιατί ποτέ δεν αφέθηκε να είναι τέτοιο. Ποτέ δεν του επέτρεψαν να είναι τέτοιο αυτοί οι οποίοι το έλεγχαν. Από τη στιγμή που απελευθε­ρώθηκε μέχρι σήμερα ελέγχεται απόλυτα. Είτε με απειλή οικονομικών καταστροφών είτε με απειλή εθνικών καταστροφών, πάντα εκβιάζεται. Από τα πρώτα δάνεια, που έλαβε για τον εθνικοαπελευθερωτικό αγώνα του, κατάφεραν οι ξένοι να το ελέγχουν απόλυτα. Όταν αυτοί οι εκβιασμοί δεν έφταναν, περνού­σαν στις ακόμα πιο επικίνδυνες μεθοδεύσεις, που ήταν αυτές των εθνικών κινδύνων. Όταν οι τραπεζίτες των ιμπεριαλιστών δεν έφταναν για να σε τρομοκρατήσουν, το ίδιο επιχειρούσαν να κάνουν οι στρατηγοί των γειτονικών κρατών. 

Με τον τρόπο αυτόν το ελληνικό κράτος ελεγχόταν απόλυτα. Με τον τρόπο αυτόν κατάφερναν οι ιμπεριαλιστές και μας έστελναν τους Όθωνες ή τις Φρειδερίκες, για να μας κυβερνήσουν. Άλλες φορές με πρόφαση ένα γενναίο δάνειο-“προίκα” —το οποίο βεβαίως θα το ξεπληρώναμε στο πολλαπλάσιο— και άλλες φορές με “προίκα” την ειρήνη, πάντα τους αποδεχόμασταν. Με την πάροδο του χρόνου και τη μόρφωση του ελληνικού λαού οι πρακτικές των ιμπεριαλιστών γίνονταν όλο και πιο σύνθετες, γιατί οι καταστάσεις δυσκόλευαν.
Μέσα λοιπόν από μια εξελικτική πορεία, φτάσαμε στο σημερινό σημείο, όπου η θεωρητική μας ελευθερία και ανεξαρτησία εκφρά­ζεται μέσα από ένα απόλυτα δημοκρατικό Σύνταγμα. Λέμε θεωρητική, γιατί τα πράγματα δεν είναι τόσο ρόδινα όσο φαίνονται. Μπορεί οι ιμπεριαλιστές να σου επέτρεψαν να διαθέτεις ένα Σύνταγμα, που διασφαλίζει την ελευθερία και την ανεξαρτη­σία, αλλά αυτό δεν σημαίνει ότι θα σου επέτρεπαν να το θέσεις σε λειτουργία. Θεωρητικά σου δίνουν μια δυνατότητα μόνο και μόνο για να μην γκρινιάζεις και να μην αντιδράς. Από εκεί και πέρα αυτό το Σύνταγμα το “βραχυκυκλώνουν”, ώστε να μην λειτουργεί.
Αυτό το κατάφεραν με μέσον τον κομματισμό. Τον ολέθριο κομματισμό, που καταστρέφει τα πάντα. Τον κομματισμό, που παραδίδει τη χώρα στα χέρια μερικών οικογενειών της πολιτικής. Οικογενειών, που αντιλαμβάνονται τη χώρα σαν ιδιωτική τους περιουσία. Οικογενειών, που παραδίδουν τη χώρα στους φυσικούς απογόνους τους σαν κληρονομιά. Αυτές οι οικογένειες θεωρούν δεδομένο ότι πρέπει να μας κυβερνάνε. Το θεωρούν δεδομένο, γιατί υπερέχουν έναντι των υπολοίπων. Τι τους δίνει την υπεροχή; Η ιδιότητα του “ενδιάμεσου” μεταξύ του λαού και των ιμπερια­λιστών.
Είναι οι προνομιακοί συνομιλητές των ισχυρών. Προσπαθούν —και εν μέρει το έχουν κατορθώσει— να μας πείσουν ότι ένα δάνειο ή μια ειρήνη εξασφαλίζεται πιο εύκολα από αυτούς, λόγω των καλών προσωπικών τους σχέσεων με τους ιμπεριαλιστές. Αν δεν είναι αυτοί στο “τιμόνι” της χώρας, κινδυνεύουμε με οικονομική ή εθνική καταστροφή. Κινδυνεύουμε, όχι επειδή οι άλλοι είναι ανάξιοι, αλλά επειδή δεν έχουν προσωπικές σχέσεις με τους ιμπεριαλιστές. Επειδή για παράδειγμα ο Μπους χαϊδεύει τη Ντόρα και η Ολντμπράιτ αγκαλιάζει τον Γιωργάκη, εμείς προοδεύ­ουμε εν ειρήνη.
Όλοι αυτοί, για να μην ανατραπούν και βέβαια για να μην χάσει τις “ευεργετικές” τους υπηρεσίες ο λαός, έχουν επιβάλει τον κομματισμό. Τα ιδιόκτητά τους κόμματα έχουν κατορθώσει και ελέγχουν τον κρατικό μηχανισμό, καταλύοντας στην κυριολεξία το Σύνταγμα. Οι ίδιοι και τα παιδιά τους κατ’ αυτόν τον τρόπο απολαμ­βάνουν προνόμια απαράδεκτα για το πνεύμα ενός Συντάγματος, που προσπαθεί να διασφαλίσει την ισονομία και την ισοπολιτεία μεταξύ των πολιτών.
Εδώ πρέπει να προσέξει ο αναγνώστης, γιατί αυτό το οποίο θα πούμε είναι ιδιαίτερα σημαντικό. Προς χάρη του κομματισμού —και για να ενισχυθούν οι εξουσίες και άρα να διαιωνιστεί ο ίδιος— οι κομματάρχες δημιούργησαν και ανέπτυξαν στον μέγιστο βαθμό τις ΔΕΚΟ. Οι κομματάρχες τόσο του μακρινού παρελθόντος όσο και του παρόντος. Από τον κομματάρχη-βασιλιά μέχρι τους σημε­ρινούς “δημοκράτες” όλοι το ίδιο έκαναν. Γιατί; Για να μπορούν να παρεμβαίνουν στην οικονομία και να εκβιάζουν τους ιδιώτες, οι οποίοι, αναζητώντας την ανάπτυξη, θα μπορούσαν να απειλήσουν τα συμφέροντα των ιμπεριαλιστών και άρα και τα συμφέροντα των τοπικών τους αντιπροσώπων και άρα τα συμφέροντα των ιδίων.
Με μέσον λοιπόν τις ΔΕΚΟ οι κομματάρχες έλεγχαν τα πάντα. Έλεγχαν την κοινωνία, όπως έλεγχαν και την οικονομία. Με μέσον τις ΔΕΚΟ έλεγχαν την κοινωνία, εφόσον, λόγω της εξου­σίας, τα κόμματα ήταν με μεγάλη απόσταση οι μεγαλύτεροι “εργοδότες” της χώρας. Σε μια φτωχή και υπανάπτυκτη Ελλάδα υπόσχονταν θέσεις εργασίας και έκλεβαν ψήφους. Αρκούσε προεκλογικά η υπόσχεση για νέες προσλήψεις στις δημόσιες επιχειρήσεις και διαμορφωνόταν το εκλογικό περιβάλλον όπως τους βόλευε. Τα κόμματα είχαν τη δική τους πελατεία και ο κάθε ψηφοφόρος, ανάλογα με τις ιδεολογικές του προτιμήσεις, αγωνιζόταν να εκλεγεί το “αφεντικό” της προτίμησής του. Οι θέσεις εργασίας στις ΔΕΚΟ με τον τρόπο αυτόν έγιναν ένα “καρότο”, που έσερναν τον λαό πίσω από τα κόμματα και άρα πίσω από τους ιδιοκτήτες τους.
Ταυτόχρονα, με μέσον αυτές τις ΔΕΚΟ τα κόμματα έλεγχαν απόλυτα την οικονομία. Μόνα τους αποφάσιζαν για το ποιος και με ποιούς όρους θ’ αναπτυχθεί. Οι σύγχρονες οικονομικές “δυνα­στείες” έγιναν μέσα σε μια νύχτα από τα ίδια τα κόμματα. Σε μια νύχτα ο κομματάρχης αποφάσιζε να δημιουργήσει τον μεγιστάνα που τον βόλευε. Αρκούσε μια αποκλειστική άδεια για λειτουργία υψικαμίνου και δημιουργούνταν ο “μεγιστάνας”. Το αποκλειστικό συμβόλαιο και άρα η βέβαιη πελατεία εξασφάλιζαν δάνεια. Ο φουκαράς, που πουλούσε καρφιά στην Ιερά Οδό, με τον τρόπο αυτόν μεταμορφωνόταν στον “πολύ” Αγγελόπουλο. Στον μέγα τιτουλάριο του Πατριαρχείου.
Οι πάντες έτσι έγιναν. Με “στημένο” τρόπο από τους κομμα­τάρχες. Οι φουκαράδες οι Βαρδινογιάννηδες έγιναν μεγιστάνες στον χώρο των καυσίμων με ανάλογη “δωρεά”. Η φτώχεια τους έσπρωξε στη θάλασσα και η πολιτική τους έβγαλε έξω από αυτήν. Μέσω της πολιτικής και άρα μέσω συγκεκριμένου κόμματος πήραν άδεια διύλισης και επεξεργασίας πετρελαίου και από εκεί και πέρα ο δρόμος ήταν ανοικτός. Σε μια “κλειστή” αγορά, που δεν “άνοιξε” ποτέ και για κανέναν άλλο, είχαν κατορθώσει να μπουν ως προνομιούχοι “συνάδερφοι” του κράτους. Ήταν θέμα χρόνου να γίνουν βαθύπλουτοι, εφόσον είχαν την κομματική “άδεια” να λειτουργούν δίπλα στο κρατικό μονοπώλιο, μετατρέποντάς το σε απόλυτα ελεγχόμενο ολιγοπώλιο.
Όποιον και να πιάσεις, στα ίδια καταλήγεις. Ελέω εξουσίας πλούσιοι. Ένας φουκαράς κομματικός απολάμβανε προνομιακή μεταχείριση από το κράτος και στη συνέχεια λεηλατούσε την αγορά. Τα χρήματα που εισπράττονταν πήγαιναν στις τσέπες των δικαιούχων. Τα μισά στον φερόμενο σαν “δαιμόνιο” επιχειρηματία και τα άλλα μισά στα κόμματα, που στην κυριολεξία τον ξεχώρισαν από τους υπόλοιπους και τον “διόρισαν” να παριστάνει τον “δαιμό­νιο” επιχειρηματία, που έγινε πλούσιος με την “αξία” του. Με απλά κριτήρια δουλικότητας και κομματικής υποταγής κάποιοι γίνονταν μεγιστάνες μέσα σε μια νύχτα.
Ο δρόμος της “επιτυχίας” δηλαδή στη “Μπανανία” ήταν πάντα ένας και μοναδικός. Αποκλειστική άδεια, πακτωλός δανείων από κρατικές τράπεζες και εξασφαλισμένη πελατεία, λόγω του μονοπωλίου που εξασφάλιζε η αποκλειστικότητα. Όλο το μυστικό ήταν τα αποκλειστικά συμβόλαια με κομματικά κριτήρια. Τα αποκλειστικά συμβόλαια έδιναν το “άλλοθι” για τραπεζική χρημα­το­δότηση και τα ίδια έδιναν το μονοπώλιο στην αγορά. Τις λίγες φορές που υπήρχαν αντίπαλοι και ανταγωνιστές, ήταν “κατασκευα­σμένοι” από κάποιο άλλο κόμμα και με τον ίδιο τρόπο. Με αυτόν τον τρόπο τα πάντα ελέγχονταν. Είχαν τόσο τον σκύλο χορτάτο όσο και την πίτα ολόκληρη. Είχαν μια οικονομία δήθεν ελεύθερη και ταυτόχρονα ελεγχόμενη απόλυτα από τα κόμματα.
Από εκεί και πέρα ήταν θέμα χρόνου αυτοί οι “μεγιστάνες” της συμφοράς να εκμεταλλευτούν το σύμπαν. Γιατί; Γιατί αυτοί οι οποίοι θα έπρεπε να τους ελέγχουν ήταν στην πραγματικότητα συνέταιροί τους. Γιατί αυτοί οι συνέταιροι είχαν δικά τους έξοδα και έπρεπε να χρηματοδοτηθούν αδρά. Δεν φτάνει δηλαδή που έγιναν πλούσιοι με χρήματα του λαού, στη συνέχεια λεηλατούσαν τους πάντες, είτε αυτοί ήταν το κράτος είτε οι δικοί τους εργα­ζόμενοι. Δεν πλήρωναν τις ΔΕΚΟ γι’ αυτά που χρησιμο­ποιούσαν. Τα χρήματα, για παράδειγμα, που θα έπρεπε να δώσουν στη ΔΕΗ, τα έδιναν στο κόμμα. Τα χρέη τους προς τη ΔΕΗ στη συνέχεια τα “ρύθμιζαν” τα κόμματα με νόμους. Εκμεταλλεύονταν τους εργάτες και δεν τους πλήρωναν τις ασφάλειες. Οι ασφαλιστικές εισφορές γίνονταν “κουπόνια” υπέρ των κομμάτων. Τα χρέη τους προς το ΙΚΑ τα ρύθμιζαν τα κόμματα με νόμους.
Τα κόμματα με τον τρόπο αυτόν πρόσθεταν στην “προίκα” τους και τους γίγαντες της ιδιωτικής οικονομίας. Δεν υπόσχονταν μόνον θέσεις εργασίας στις μεγάλες ΔΕΚΟ, αλλά υπόσχονταν τα ίδια και στις ιδιωτικές επιχειρήσεις. Στις επιχειρήσεις των δικών τους ανθρώπων. Των μεγιστάνων, τους οποίους οι ίδιοι δημιούργησαν.
Μόνα τους δηλαδή τα κόμματα δημιουργούσαν τους “χορη­γούς” τους. “Χορηγούς”, οι οποίοι τις παραμονές των εκλογών θα τους βοηθούσαν να διατηρήσουν το μονοπώλιό τους. Είτε με τη μορφή χρήματος είτε με τη μορφή υπηρεσίας. Άλλοι έδιναν επιταγές και άλλοι πρόσφεραν τα μέσα τους, για να εξυπηρε­τήσουν τα κόμματα. Άλλοι διέθεταν χρήματα και άλλοι διέθεταν υποδομή —από αυτοκίνητα και εργαζομένους μέχρι κανάλια και δημοσιογράφους—. Με τον τρόπο αυτόν το μονοπώλιο της εξου­σίας δεν “έσπαζε” και οι κομματάρχες ήταν στην κυριολεξία ιδιοκτήτες της χώρας.
Ο αναγνώστης εύκολα αντιλαμβάνεται πώς είχε “στηθεί” το μονοπώλιο της εξουσίας. Το μονοπώλιο των κομμάτων. Τα καρτέλ του πολιτικού μας συστήματος. Σε μια χώρα, που την τελευταία πεντηκονταετία “παίζει” από οκτώ έως δέκα εκατομμύρια, είναι εύκολο να τη διχάζεις και να την ελέγχεις, όταν διαχειρίζεσαι πάνω από ένα εκατομμύριο θέσεων εργασίας. Κρατικός μηχανισμός, ΔΕΚΟ και κομματικοί μεγιστάνες αντιπροσωπεύουν αυτό το μέγεθος και τα κόμματα είχαν τη δυνατότητα να το διαχειρίζονται υπέρ των συμφερόντων τους.
Τώρα μπορεί να καταλάβει και ο αναγνώστης γιατί έχει παγιωθεί στη συνείδηση του μέσου Έλληνα η έννοια του “μέσου”. Ο Έλληνας πιστεύει —και ορθώς πιστεύει— ότι χωρίς κομματικό μέσο δεν μπορεί όχι απλά να διακριθεί, αλλά ούτε καν να επιβιώσει. Τα κόμματα διαχειρίζονται τα πάντα. Ειδικά στη σημερινή εποχή του άκρατου δικομματισμού, το κάθε μεγάλο κόμμα διαχειρίζεται το ήμισυ του παντός. Αυτά —και με δικά τους κριτήρια— αποφασίζουν τι θα μοιράσουν και σε ποιον. Έχουν ειδική “πελατεία” για τα ανώτερα και μια ανάλογη για τα κατώτερα. Διχάζεται ο ελληνικός σε δύο στρατόπεδα, τα οποία έχουν πανομοιότυπη δομή. Έχουν τα κόμματα τους δικούς τους ξεχωρι­στούς επιχειρηματίες, επιστήμονες, δημοσίους υπαλλήλους ή εργά­τες, που προσπαθούν να τα βοηθήσουν, για να πάρουν τα μερίδια που τους αντιστοιχούν.
Αυτό είναι το όλο παιχνίδι. Για τη ΝΔ αγωνίζονται επιχειρη­ματίες, για να πάρουν κρατικά συμβόλαια. Για τη ΝΔ αγωνίζονται επιστήμονες, για να πάρουν πανεπιστημιακές θέσεις. Για τη ΝΔ αγωνίζονται δημόσιοι υπάλληλοι, για να προαχθούν. Για τη ΝΔ αγωνίζονται εργάτες, για να βρουν μια καλή θέση εργασίας. Όλοι αυτοί δεν εγκαταλείπουν τον αγώνα μόλις βολευτούν, γιατί μετά φιλοδοξούν να πετύχουν ανάλογο βόλεμα για τα παιδιά τους. Το ίδιο κάνουν και οι οπαδοί του ΠΑΣΟΚ και εκεί τελειώνει κάθε έννοια δημοκρατίας.
Τελειώνει το Σύνταγμα της ισονομίας και της ισοπολιτείας. Όταν και ο πιο ταπεινός εργατάκος βολεύτηκε μέσω του κόμματος, δεν μπορεί να διαμαρτύρεται, όταν το κόμμα του δίνει “θαλασ­σοδάνεια” στους “ομοϊδεάτες”. Όταν αυτό το βόλεμα φιλοδοξεί κάποιος να το κάνει μέσω ενός κόμματος, δεν μπορεί να διαμαρ­τύ­ρεται όταν το αντίπαλο κόμμα κάνει το ίδιο. Εφόσον δέχεται να “ποντάρει” σε ένα παιχνίδι, δεν είναι δυνατόν να διαμαρτύρεται όταν χάνει. Απλά πράγματα. Αμφισβητείς τη “ρουλέτα” πριν καθίσεις να παίξεις. Αν καθίσεις, δέχεσαι τους όρους της.
 
 
Απόσπασμα από το βιβλίο:
 
 
ΠΑΝΑΓΙΩΤΗΣ ΤΡΑΪΑΝΟΥ
Share: