Τα δημόσια έργα είναι μια μόνιμη “πληγή” για το ελληνικό κράτος. Οι μόνιμες ανάγκες του λαού για υποδομές και ανάπτυξη, δίνουν σ’ αυτήν την ανοιχτή “πληγή” τα ίδια χαρακτηριστικά. Όσο πιο πολύ αγωνιά ο ελληνικός λαός για ανάπτυξη, τόσο μεγαλύτερη η “αιμορραγία”. Όσο πιο πολύ επενδύει στην ανάπτυξη, τόσο μεγαλύτερη η κλοπή. Μια πραγματική παγίδα θανάτου. Μια παγίδα με πολλές και ακονισμένες λεπίδες, που, όσο πιο πολύ κινείσαι, τόσο πιο πολύ κόβεσαι. Όλοι είδαμε τι έγινε κατά τη διάρκεια της προετοιμασίας των Ολυμπιακών Αγώνων. Λεηλατήθηκε το σύμπαν. Τα έργα κόστισαν στους Έλληνες πολλαπλάσια από αυτά που κανονικά θα έπρεπε να κοστίσουν. Τα ανάλογα έγιναν σε όλα τα μεγάλα δημόσια έργα. Εγνατία, Αττική Οδός, γέφυρα Ρίου κλπ., αντί να βοηθήσουν στην ανάπτυξη της χώρας, έγιναν η αιτία της οικονομικής της καταστροφής. Ο ελληνικός λαός καταχρεώθηκε και στην ουσία “υποθήκευσε” το μέλλον του. Συσσωρευμένος δημόσιος πλούτος, που αντιπροσώπευε τον κόπο δεκαετιών ενός ολόκληρου λαού, μέσα σε λίγα χρόνια πήγε κατ’ ευθείαν σε ιδιωτικές τσέπες. Αναγκαστικά τώρα το κράτος μεθοδεύει το ξεπούλημα των δημοσίων επιχειρήσεων, προκειμένου ν’ αντεπεξέλθει στις τρομερές υποχρεώσεις του.
Όλα αυτά δεν είναι τυχαία και βέβαια δεν έγιναν εξαιτίας κάποιας στιγμιαίας ολιγωρίας των κρατούντων. Αυτά όλα ήταν σχεδιασμένα να γίνουν με αυτόν τον τρόπο, γιατί συνέφεραν σε κάποιους. Συνέφεραν τους “ηγέτες” μας και συνέφεραν και τους ισχυρούς πάτρωνες τους. Συνέφεραν τους ιμπεριαλιστές, που είχαν λόγους να ελέγχουν απόλυτα την Ελλάδα. Το ελληνικό κράτος εξ’ αρχής ιδρύθηκε ως “Μπανανία” των ξένων στην περιοχή. Για να μπορέσει να λειτουργήσει με τον τρόπο αυτόν, έπρεπε να εξαλειφθούν όλοι εκείνοι οι παράγοντες, που θα του επέτρεπαν ν’ αναπτυχθεί και άρα να γίνει απειλητικό για τα συμφέροντα αυτών που το εκμεταλλεύονται.
Αν καταλάβει κάποιος τις ανάγκες των ιμπεριαλιστών, μπορεί να καταλάβει αυτόματα και τα αίτια όλων των κακών. Μπορεί να καταλάβει γιατί οι ιμπεριαλιστές έχουν κέρδος από την “μπανανοποίηση” των κρατών αλλά και τι σημαίνει “μπανανοποίηση”. Μπορεί να καταλάβει γιατί οι ιμπεριαλιστές σ’ ό,τι αφορά τους εαυτούς τους επενδύουν μόνιμα στην ανάπτυξή τους και ταυτόχρονα δεν επιτρέπουν στους υπόλοιπους να κάνουν το ίδιο.
Ας ψάξει κάποιος να δει τι κοινά έχουν οι “Μπανανίες” μεταξύ τους. Ποια είναι τα κοινά σημεία μεταξύ ενός “Λάτιν” Παναμά, μιας “Άφρο” Λιβερίας και της σημερινής “Βάλκαν” Ελλάδας; Τα κοινά σημεία τους είναι η μεγάλη διαφθορά, ένα πανίσχυρο ιδιωτικό τραπεζικό σύστημα, η κυριαρχία των εμπόρων αντιπροσώπων στις αγορές τους, η κυριαρχία των εργοληπτών δημοσίων έργων και των προμηθευτών δημοσίων επιχειρήσεων στον επιχειρηματικό τομέα και τέλος τα προνόμια των εργαζομένων στον δημόσιο τομέα. Αυτές είναι οι οικονομίες τους και οι κυρίαρχες δραστηριότητές τους. Όλες αυτές όμως οι δραστηριότητες είναι αστικές. Οι κυρίαρχοι των “Μπανανιών” είναι αστοί.
Τα ακριβώς αντίθετα συμβαίνουν σε ένα ανεπτυγμένο κράτος και αυτά είναι τα φαινόμενα που το διαφοροποιούν από μια “Μπανανία”. Το ανεπτυγμένο κράτος μεριμνά για την ανάπτυξή του και τη διατήρησή του σε αυτό το υψηλό επίπεδο. Κυρίαρχοι μέσα σε ένα ανεπτυγμένο κράτος είναι οι κεφαλαιοκράτες. Αυτοί, που έχουν στα χέρια τους την παραγωγή. Αυτοί, που με τα προϊόντα τους θέλουν να κατακτήσουν το σύνολο των ξένων αγορών και όχι μόνον την εγχώρια, η οποία τους αφορά άμεσα. Όταν αυτοί, που αντιπροσωπεύουν την ανάπτυξη, θέλουν την απόλυτη ανταγωνιστικότητα, ευνόητο είναι ότι έχουν κάποιες μόνιμες επιδιώξεις.
Αυτές οι επιδιώξεις των κυρίαρχων ενός ανεπτυγμένου συστήματος του δίνουν τα χαρακτηριστικά που δεν διαθέτουν οι “Μπανανίες”. Όλους αυτούς δεν τους συμφέρει να είναι κυρίαρχοι της αγοράς οι αντιπρόσωποι των ξένων ανταγωνιστών τους. Όλους αυτούς δεν τους συμφέρει να υπάρχει ευνοιοκρατία στον δημόσιο τομέα, γιατί αυτοί θα κληθούν να την πληρώσουν, είτε άμεσα ως οι ισχυρότεροι των φορολογουμένων είτε έμμεσα με τη μείωση της ανταγωνιστικότητας, που θα τους προκαλέσει ο πληθωρισμός ο οποίος αναγκαστικά θα προκληθεί. Όλους αυτούς δεν τους συμφέρει να υπάρχει ισχυρός ιδιωτικός τραπεζικός τομέας, γιατί γνωρίζουν ότι τα συμφέροντά του είναι πιο κοντά στα συμφέροντα των εμπόρων της “αρπαχτής” παρά στα δικά τους.
Τέλος όλους αυτούς δεν τους συμφέρει σε καμία περίπτωση η διαφθορά. Η διαφθορά απαγορεύεται δια ροπάλου στα ανεπτυγμένα κράτη. Γιατί; Γιατί αυξάνει το κόστος των όσων έχουν ανάγκη οι κυρίαρχοι της οικονομίας τους και άρα οι κεφαλαιοκράτες τους. Αυξάνει το κόστος της αποτελεσματικότητάς τους, εφόσον η γραφειοκρατία καθυστερεί την ανάπτυξη. Αυτή η καθυστέρηση όμως υπολογίζεται σε χρήμα και αυτό είναι κόστος.
Το ακόμα χειρότερο όμως με τη διαφθορά είναι ότι αυξάνει το κόστος των υποδομών, που έχουν ανάγκη οι κεφαλαιοκράτες για να βελτιώσουν την ανταγωνιστικότητα τους. Είναι δεδομένο ότι οι κεφαλαιοκράτες θέλουν υποδομές. Δεδομένο είναι επίσης όμως ότι θέλουν αυτές τις υποδομές στο χαμηλότερο δυνατό κόστος. Αυτοί, ως φορολογούμενοι, τις πληρώνουν και από το ύψος αυτών των πληρωμών εξαρτάται η ανταγωνιστικότητα τους και άρα η επιβίωσή τους. Εξαρτάται άμεσα η επιβίωσή τους από την ποιότητα των οδικών δικτύων, των λιμανιών, των αεροδρομίων και γενικά το σύνολο των υποδομών που μειώνει τον χρόνο, την απόσταση και το κόστος από την αγορά στην οποία απευθύνονται τα προϊόντα τους και αντιμετωπίζουν τον ανταγωνισμό τους.
Τα συμφέροντα των ισχυρών ενός ανεπτυγμένου κράτους είναι αυτά που του δίνουν τα χαρακτηριστικά του. Στα ανεπτυγμένα κράτη δεν υπάρχει διαφθορά σε σημείο που να τα απειλεί. Δεν υπάρχει διογκωμένος δημόσιος τομέας, απλά και μόνο για να βολεύονται ψηφοφόροι. Δεν υπάρχει έντονη γραφειοκρατία. Δεν υπάρχει διαπλοκή στα δημόσια έργα, για να δημιουργούν οι κομματάρχες μόνοι τους τους χορηγούς τους.
Τα ακριβώς αντίθετα συμβαίνουν στις “Μπανανίες”. Γιατί; Γιατί τα συμφέροντα των ιμπεριαλιστών το επιβάλουν. Έχουν όφελος οι ισχυροί τους να είναι τα κράτη “Μπανανίες”. Έχουν όφελος από τις συνθήκες που τα αποτρέπουν από την πραγματική ανάπτυξη. Γιατί; Γιατί πραγματική ανάπτυξη ενός κράτους αυτόματα σημαίνει προβλήματα γι’ αυτούς που θέλουν να το ελέγχουν. Σημαίνει ανταγωνισμό των δικών τους χρυσοφόρων επιχειρήσεων. Σημαίνει απαίτηση για έλεγχο της τοπικής αγοράς και δυνάμει απειλή τους στο σύνολο των ξένων αγορών.
Από τη στιγμή λοιπόν που τα ανεπτυγμένα κράτη ασκούν τον ιμπεριαλισμό, ευνόητα είναι μερικά πράγματα. Ό,τι τους ενισχύει τους ίδιους ως κράτη, προσπαθούν να το στερήσουν από αυτούς που θεωρούν δυνάμει θύματά τους. Οι πολιτικές τους ηγεσίες, υπηρετώντας τα συμφέροντα των δικών τους ισχυρών και έχοντας από πίσω τους τη δύναμή τους, επιβάλουν στις “Μπανανίες” ηγεσίες, που θα τους κάνουν τα θελήματα.
Οι ιμπεριαλιστές λοιπόν είναι αυτοί που “διορίζουν” τις ηγεσίες των “Μπανανιών”. Αυτές οι ηγεσίες κάνουν μετά το παιχνίδι που από τη μία υπηρετεί τα αφεντικά τους και από την άλλη τις διαιωνίζει στην εξουσία. Το αποτέλεσμα είναι κοινό για όλες τις “Μπανανίες”. Οι αγορές τους παραδίνονται βορά στους ισχυρούς. Οι πολιτικές επιλογές τους ευνοούν όλους εκείνους τους παράγοντες που θίγουν την ανάπτυξη. Ευνοούν για παράδειγμα την αστική τάξη της “Μπανανίας” και αυτό καταστρέφει την κεφαλαιοκρατία της. Η αστική τάξη κρύβεται πίσω από τη διαφθορά και τη διαπλοκή.
Οι ιμπεριαλιστές παραδίδουν τους κρατικούς μηχανισμούς στους αστούς και εκεί τελειώνει η όποια προσπάθεια για ανάπτυξη πολύ πριν αυτή ξεκινήσει. Τους αστούς, τους οποίους τους γνωρίζουν πολύ καλά, γιατί στα δικά τους τα “πανεπιστήμια” τους σπουδάζουν. Ας ψάξει κάποιος να βρει ποιοι φοιτούν σχεδόν υποχρεωτικά στα μεγάλα πανεπιστήμια των ΗΠΑ και θα καταλάβει τι λέμε. Εκεί είναι συμμαθητές όλα τα παιδιά αυτών που κυβερνάνε τις “Μπανανίες”. Εκεί “γεννιούνται” οι μελλοντικοί ηγέτες των “Μπανανιών”. Συμμαθητές είναι οι “Άφρο”, “Λάτιν” και “Βάλκαν” λακέδες των ιμπεριαλιστών.
Υποδομές και ανάπτυξη.
Υποδομές και ανάπτυξη είναι έννοιες που συμβαδίζουν απόλυτα. Δεν μπορεί να υπάρξει ανάπτυξη χωρίς υποδομές για να τη στηρίξουν. Δεν μπορούν να υπάρξουν υποδομές, αν δεν υπάρχει ανάπτυξη να τις χρηματοδοτήσει. Η σχέση μεταξύ ανάπτυξης και υποδομών είναι αυτή που είναι η αιτία των κακών. Γιατί; Γιατί εξασφαλίζει το “άλλοθι” σε κάποιους για να παίζουν παιχνίδια. Παιχνίδια, που έχουν ως στόχο να ισχυροποιούν αυτούς που ευνοούν τους ιμπεριαλιστές. Παιχνίδια, που οδηγούν στην υπανάπτυξη και μετατρέπουν τα δημόσια έργα σε μια “κάνουλα”, που έχει ως στόχο να διαιωνίζει την κατάσταση στο επίπεδο που ευνοεί αυτούς που κάνουν τα θελήματα των ιμπεριαλιστών.
Τι σημαίνει πρακτικά αυτό; Οι ιμπεριαλιστές αποφασίζουν μόνοι τους ποιοι θα μας κυβερνήσουν. Από τη στιγμή που επιλέγουν μόνοι τους αυτούς τους ανθρώπους, ευνόητο είναι ότι θα τους ζητούνε να εξυπηρετήσουν τα δικά τους συμφέροντα. Οι “διορισμένοι” ηγέτες γίνονται κομματάρχες και κατευθύνουν τον εθνικό πλούτο που επενδύεται στα δημόσια έργα σε συγκεκριμένες τσέπες, συγκεκριμένης κοινωνικής τάξης. Μόνοι τους δημιουργούν τους πλούσιους που τους βολεύουν και κατόπιν αυτοί οι πλούσιοι τους χρηματοδοτούν, για να εξασφαλίσουν μονιμότητα στην εξουσία. Ο ένας συντηρεί τον άλλο και όλοι επενδύουν στην υπανάπτυξη. Στην καταστροφική για το κράτος υπανάπτυξη, αλλά σωτήρια για τους ίδιους.
Συμφέρει τα κόμματα, που μονοπωλούν την εξουσία, να μπορούν να κατευθύνουν τον δημόσιο πλούτο προς τους ισχυρούς οπαδούς τους. Συμφέρει αυτούς τους οπαδούς να χρηματοδοτούν τα κόμματα, γιατί η εξουσία τους κάνει πλούσιους. Συμφέρει τα αστικά κόμματα να δημιουργούν αστούς πλούσιους, γιατί μπορούν να τους εκβιάζουν και άρα να τους ελέγχουν. Από τη στιγμή που βλέπουμε ν’ αναπτύσσονται κοινά συμφέροντα, εύκολα μπορούμε να καταλάβουμε και τα μπλοκ αυτών των συμφερόντων. Ιμπεριαλιστές, κομματάρχες και εργολήπτες δημοσίων έργων έχουν κοινά συμφέροντα μεταξύ τους. Αυτά τα συμφέροντα είναι εχθρικά απέναντι στο σύνολο όσων έχουν συμφέροντα από την ανάπτυξη. Απέναντι στην κεφαλαιοκρατία και στον εργαζόμενο λαό.
Δημόσια έργα: Η “κερκόπορτα” της οικονομίας.
Για ένα κράτος, όπως η Ελλάδα, ήταν θέμα χρόνου οι ιμπεριαλιστές να επιχειρήσουν να την ελέγξουν, εκμεταλλευόμενοι τις ανάγκες της. Εκμεταλλευόμενοι τις ανάγκες της μέσω των δημοσίων έργων. Ήταν θέμα χρόνου να υπάρξουν τα προβλήματα στον τομέα των δημοσίων έργων, που αφορούν τις υποδομές. Γιατί; Γιατί μέσω των δημοσίων έργων μπορούσε να γίνει η “μπανανοποίησή” της. Με μέσον τα δημόσια έργα την καταδικάζουν στην υπανάπτυξη. Με μέσον τα δημόσια έργα κατευθύνουν τον παραγόμενο εθνικό της πλούτο προς την κατεύθυνση που τους ευνοεί. Με μέσον τα δημόσια έργα ενισχύουν την τοπική αστική τάξη και της δίνουν τη δυνατότητα να ελέγχει τους πάντες και βέβαια να καταδικάζει την κεφαλαιοκρατία στην καχεξία και την εργατική τάξη στην απραξία.
Η εγκληματική διαχείριση των κονδυλίων για τα δημόσια έργα επέβαλε στην Ελλάδα τον δικομματισμό. Με μέσον αυτά τα χρήματα δημιουργήθηκαν οι περίφημοι “διαπλεκόμενοι”, που είναι οι στυλοβάτες του δικομματισμού. Αυτοί, που από την μία ως καναλάρχες στηρίζουν τα κυρίαρχα κόμματα και από την άλλη λαμβάνουν την ανταμοιβή τους με δημόσια έργα ως κατασκευαστές. Αυτοί στηρίζουν τον δικομματισμό, γιατί χάρη σ’ αυτόν έγιναν πλούσιοι. Αυτοί στηρίζουν τα “τζάκια”, γιατί μ’ αυτούς είναι συνέταιροι. Αλληλοεκβιάζονται και συμπορεύονται, λεηλατώντας τα πάντα στο πέρασμά τους.
Αυτό είναι το ζητούμενο για τους ιμπεριαλιστές. Να ελέγχουν το εσωτερικό μιας χώρας, ελέγχοντας την τροπή των ταξικών συγκρούσεων μέσα σ’ αυτήν. Με τα δημόσια έργα αυτό καταφέρνουν. Ενισχύουν τις αστικές τάξεις εις βάρος των κεφαλαιοκρατικών. Με τα δικά του χρήματα ένας λαός “αυτοκτονεί”. Με την κακή διαχείριση του δικού του πλούτου δημιουργεί τις συνθήκες υπανάπτυξης. Οι ιμπεριαλιστές δεν μπαίνουν καν στον κόπο να ξοδέψουν δικά τους χρήματα, για να επιβάλουν τις πολιτικές τους. Από τη στιγμή που τους ευνοεί η επικράτηση των αστών, ευνόητο είναι ότι θα τους στηρίξουν με όλα τα μέσα. Θα πριμοδοτήσουν τα κόμματα των αστών. Θα τα βοηθήσουν στην ανάληψη της εξουσίας. Θα τα βοηθήσουν στην ανάπτυξη της διαφθοράς. Θα τα βοηθήσουν στην ανάπτυξη της διαπλοκής. Από τη στιγμή που τα βοηθάνε, λογικό είναι να τα ελέγχουν απόλυτα, εφόσον μπορούν να τα εκβιάζουν.
Αυτά τα κόμματα είναι που καταδικάζουν μια χώρα στην υπανάπτυξη. Αυτά δεν ενισχύουν την παραγωγική δραστηριότητα. Αυτά ανοίγουν τις αγορές στις πολυεθνικές. Αυτά “ξεπληρώνουν” τους πατρόνες τους με προμήθειες υλικών. Όλα αυτά μπορούν να τα υποβοηθούν οι ιμπεριαλιστές. Έχουν τη δύναμη να πριμοδοτούν τους εκλεκτούς τους. Μια “στημένη” ελληνοτουρκική ένταση τους αρκεί, για να σταθεροποιήσουν ένα δικομματικό μονοπώλιο εξουσίας στην Ελλάδα. Αυτό το μονοπώλιο μετά θα τους “ξεπληρώσει” με “αγορές του αιώνα”. Όταν έχεις τη δύναμη να επηρεάζεις τις εθνικές πολιτικές των “Μπανανιών”, μπορείς να διορίζεις τις ηγεσίες τους. Από εκεί και πέρα ζητάς αυτές οι ηγεσίες να διαχειρίζονται τον εθνικό τους πλούτο με τον τρόπο που σε ευνοεί, ώστε να μην ανατρέπεται αυτή η κατάσταση.
Το μεγάλο “φαγοπότι” στα δημόσια έργα.
Αποτελεί αναμφισβήτητο γεγονός ότι τα δημόσια έργα στην Ελλάδα κοστίζουν πολύ πιο ακριβά απ’ ό,τι αξίζουν, στον ελληνικό λαό. Αυτό οφείλεται στα χαρακτηριστικά αυτών που αναλαμβάνουν να τα κατασκευάσουν. Στα χαρακτηριστικά της τάξεως των αστών. Ποια είναι αυτά; Οι αστοί εργολήπτες είναι φτωχοί, που θέλουν να γίνουν πλούσιοι μέσω των δημοσίων έργων. Δεν είναι επενδυτές, γιατί απλούστατα δεν επενδύουν χρήματα. Δεν έχουν χρήματα για να επενδύσουν. Είναι απλοί μελετητές, που θέλουν μέσω των κρατικών χρημάτων να γίνουν πλούσιοι. “Κεφάλαιό” τους συνήθως είναι τα κομματικά τους “διαπιστευτήρια”.
Αυτοί είναι που μέσω των κομμάτων αναλαμβάνουν την κατασκευή των δημοσίων έργων και οι ίδιοι είναι που χρηματοδοτούν τα κόμματα ώστε να βρίσκονται σε μόνιμη επαφή με την εξουσία. Η εξουσία τούς δημιουργεί με κομματικά κριτήρια και οι ίδιοι χρηματοδοτούν τα κόμματα, για να διατηρούν αυτήν την εξουσία. Τα κομματικά συμφέροντα είναι αυτά που δημιουργούν τα προβλήματα με τα δημόσια έργα και πολλαπλασιάζουν τα κόστη τους. Από αυτόν τον πολλαπλασιασμό επωφελούνται οι πάντες. Γίνονται πλούσιοι οι “διαπλεκόμενοι” και επιστρέφουν μέρος των κερδών τους στα κόμματα, για να επαναληφθεί η ίδια διαδικασία. Τα δημόσια χρήματα με τον τρόπο αυτόν λειτουργούν όχι μόνον εις βάρος της οικονομίας αλλά και εις βάρος της δημοκρατίας.
Το σύνολο των προβλημάτων ξεκινά από το γεγονός ότι η κάθε κομματική ηγεσία αντιλαμβάνεται τη διαχείριση των κρατικών ταμείων σαν τη μεγάλη της ευκαιρία να διατηρηθεί μόνιμα στην εξουσία. Αυτή η κομματική εξουσία σχεδιάζει τα πάντα με γνώμονα το συμφέρον αυτό. Αυτή δίνει στο κράτος τα χαρακτηριστικά που τη βολεύουν και η ίδια “διαλέγει” τους ιδιώτες που θα το εξυπηρετήσουν. Με κομματικά κριτήρια γίνονται τα πάντα και αυτό έχει ως αποτέλεσμα το σύνολο των μεγάλων ιδιωτικών συμφερόντων να περιστρέφονται γύρω από το κράτος και άρα να “επενδύουν” στους εκάστοτε διαχειριστές τους. Τα κόμματα δηλαδή δίνουν εκείνα τα χαρακτηριστικά στο κράτος, που τα κάνουν απαραίτητα γι’ αυτούς που θέλουν να πλουτίσουν με δημόσια χρήματα.
Η ανάληψη του τομέα των υποδομών από το ίδιο το κράτος έχει αρνητικές συνέπειες σε πολλά επίπεδα. Τα κύρια προβλήματα αφορούν την κλοπή των δημοσίων χρημάτων και την κακοτεχνία των κατασκευών. Όλα αυτά συμβαίνουν, επειδή δεν μπορεί να γίνει επαρκής έλεγχος αυτών που αναλαμβάνουν να κατασκευάσουν τα δημόσια έργα. Αυτό το πρόβλημα είναι κάτι το οποίο δεν μπορεί ν’ αποφευχθεί, γιατί απλούστατα είναι έτσι σχεδιασμένη η κατάσταση από το ίδιο σύστημα. Ακόμα δηλαδή κι αν δεν υπήρχε ο ολέθριος κομματισμός, ήταν αδύνατον με αυτόν τον σχεδιασμό να υπάρχει αποτελεσματικός έλεγχος. Ο σχεδιασμός αυτός είναι από τη φύση του προβληματικός και γι’ αυτόν τον λόγο επιλέχθηκε.
Γιατί το λέμε αυτό; Για τον εξής απλό λόγο. Όταν το κράτος μοιράζει τα δημόσια έργα στους αστούς, δεν μπορεί —ακόμα κι αν το θέλει— να τους ελέγξει επαρκώς. Όταν ένας “κατασκευαστής” γίνεται εργολήπτης δημοσίων έργων, με μόνο κεφάλαιο ένα πτυχιάκι και μοναδική του περιουσία τους μύκητες των ποδιών του, δεν μπορεί να ελεγχθεί. Γιατί; Γιατί, όταν παραδώσει το έργο, το κράτος αναγκαστικά το παραλαμβάνει, εφόσον δεν υπάρχει άλλη δυνατότητα.
Το κράτος έχει ήδη πληρώσει το έργο και ο “ψευδοκατασκευαστής” είναι πολύ φτωχός, ώστε αυτό να στραφεί εναντίον του, απαιτώντας αποζημιώσεις. Τι θα κάνει σε περίπτωση κακοτεχνίας; Θα τον κλείσει φυλακή; Και τι θα κερδίσει το κοινωνικό σύνολο από αυτήν την ενέργεια; Το θέμα είναι να μην “φαγωθούν” τα χρήματα και όχι να πάει κάποιος φυλακή. Αν αυτός είναι απατεώνας και έχει πράγματι “φάει” τα χρήματα, δεν αρκεί η φυλακή. Γιατί; Γιατί προφανώς τα χρήματα τα έχει “εξαφανίσει” σε λογαριασμούς τρίτων και η φυλακή δεν τον πτοεί. Δεν είναι κι άσχημα με λίγα χρόνια φυλακή να εξασφαλίσει κάποιος το μέλλον του. Πόσα χρόνια φυλακή μπορεί να πάει κάποιος για μια τέτοια περίπτωση;
Όλα αυτά δεν είναι τυχαία. Όλα αυτά προκύπτουν από τον σχεδιασμό που έχει επιλεγεί. Ποιος είναι αυτός ο σχεδιασμός και γιατί είναι εξ αρχής προβληματικός; Ο σχεδιασμός είναι προβληματικός, γιατί θέλει το κράτος να λειτουργεί σαν φυσικό πρόσωπο, ενώ δεν είναι τέτοιο. Θέλει δηλαδή το κράτος να χρηματοδοτεί τα έργα με τον ίδιο τρόπο και την ίδια λογική που τα χρηματοδοτεί ένας ιδιώτης, ο οποίος έχει δικά του συμφέροντα να υπερασπιστεί. Το πρόβλημα εδώ είναι το εξής: Ο ιδιώτης, όταν χρηματοδοτεί ένα έργο, είναι σκληρός στον έλεγχο, γιατί απλούστατα “πονάει” την τσέπη του. Ελέγχει και γίνεται επικίνδυνος κάθε φορά που αντιλαμβάνεται ότι τον κλέβουν. Δεν μπορεί για παράδειγμα να συμβεί στον ιδιωτικό τομέα αυτό το οποίο συμβαίνει με τα δημόσια έργα. Δεν μπορεί για παράδειγμα ένας μηχανικός να “δουλεύει” έναν βιομήχανο, όπως “δουλεύει” ένας συνάδερφός του το κράτος.
Αυτό συμβαίνει σ’ αυτήν την περίπτωση. Οι μηχανικοί “δουλεύουν” το κράτος, για να το κλέβουν. Αυτό δεν μπορεί να γίνει στον ιδιωτικό τομέα. Δεν μπορεί για παράδειγμα ένας μηχανικός να ξεκινήσει να κατασκευάζει ένα ιδιωτικό εργοστάσιο και να δικαιολογήσει καθυστέρηση στην παράδοση, διπλασιασμό του κόστους και κακοτεχνία. Αν το κάνει αυτό, κινδυνεύει όχι απλά να πάει φυλακή, αλλά να πέσει θύμα βίαιης συμπεριφοράς.
Όμως, αυτό το οποίο είναι αδύνατον για τον ιδιωτικό τομέα, είναι το σύνηθες για τον δημόσιο. Γιατί; Γιατί έχουν δώσει σ’ ένα ανεύθυνο και απρόσωπο τέρας τη δυνατότητα να λειτουργεί σαν φυσικό πρόσωπο. Έδωσαν τη δυνατότητα σ’ έναν “βλάκα” να είναι υπεύθυνος για τις πράξεις του. Γιατί του την έδωσαν; Γιατί συμφέρει τους αστούς να έχουν δοσοληψίες μ’ έναν “βλάκα”. Τους συμφέρει, γιατί είναι εύκολο να τον κλέψεις τον “βλάκα”. Γιατί τον λέμε “βλάκα”; Όχι επειδή είναι βλάκες οι δημόσιοι υπάλληλοι που στελεχώνουν το κράτος, αλλά γιατί το πλαίσιο λειτουργίας του είναι αυτό το οποίο του δίνει αυτά τα χαρακτηριστικά.
Τον βιομήχανο, για παράδειγμα, δεν μπορείς να τον “δουλεύεις”, γιατί, όταν τον κλέβεις, το καταλαβαίνει κι αντιδρά. Γνωρίζει την τσέπη του και δεν μπορείς να βάζεις τα χέρια σου μέσα σ’ αυτήν. Αντίθετα όμως μ’ αυτόν, όταν μιλάμε για το δημόσιο, τα πράγματα δεν είναι έτσι. Τα συμφέροντα του απρόσωπου δημοσίου αναλαμβάνει να τα υπερασπιστεί ένας απλός υπάλληλος. Αυτό όμως είναι επικίνδυνο. Γιατί; Γιατί ο υπάλληλος, ακόμα κι όταν δεν είναι διεφθαρμένος ή αδιάφορος, είναι ευάλωτος κι αδύναμος. Υπάρχουν μεγάλα συμφέροντα, που μπορούν να τον τρομοκρατήσουν.
Αυτό μπορεί να γίνει με πολλούς και διάφορους τρόπους. Από την απλή απειλή μιας δυσμενούς μετάθεσης ή ακόμα και την απειλή της σωματικής βίας, μέχρι την απειλή για μη-βόλεμα των παιδιών του. Είναι λογικό δηλαδή ο απλός υπάλληλος, που ασκεί έλεγχο, να υποκύπτει σε πιέσεις. Είναι λογικό από ένα σημείο κι έπειτα να μην ενδιαφέρεται να υπερασπιστεί το δημόσιο συμφέρον και να προσέχει μόνον τη δική του ασφάλεια. Αυτός θα σώσει τον κόσμο; Όπως όλοι οι συνάδερφοί του έτσι κι αυτός θα “κρυφτεί” πίσω από την αδιαφορία και οι πονηροί θ’ αλωνίζουν.
Αν σ’ αυτήν τη δεδομένα άσχημη κατάσταση προσθέσει κάποιος και τον κομματισμό, ο οποίος μαστίζει τον δημόσιο βίο, τότε αντιλαμβανόμαστε ότι η κατάσταση μπορεί να γίνει τραγική. Αν ο αδύναμος να ελέγξει υπάλληλος είναι ταυτόχρονα και κομματόσκυλο, τα πράγματα γίνονται ακόμα πιο δύσκολα. Αν ο ίδιος υπάλληλος είναι και διεφθαρμένος, τότε τα πράγματα ξεφεύγουν από κάθε λογική. Ο από τη φύση του αδύναμος υπάλληλος να ελέγξει τα “παίρνει”, για να μην ελέγξει. Αρνείται να ελέγξει τον “ομοιόχρωμο” κομματικά κατασκευαστή και δέχεται και τα “δώρα” του σαν ανταμοιβή για το κομματικό του καθήκον.
Αντιλαμβανόμαστε δηλαδή ότι το κράτος μπορεί εύκολα —λόγω των ιδιομορφιών του και των κομματικών του προτιμήσεων— ν’ αναπτύξει τα χαρακτηριστικά του βλάκα. Ενός βλάκα, που πληρώνει και δεν ελέγχει. Ενός βλάκα, που παραλαμβάνει ό,τι του παραδώσουν, χωρίς ν’ αντιδρά. Ενός βλάκα, που ποτέ δεν παίρνει αυτό το οποίο θέλει στον χρόνο που προβλέπεται.
Όμως, όλα αυτά τα χαρακτηριστικά του δεν προέκυψαν εξαιτίας της άγνοιας των νομοθετών. Όλα αυτά προέκυψαν από επιλογή. Ήταν επιλογή αυτών που ήθελαν να το λεηλατούν. Ήταν επιλογή αυτών που ήθελαν μετά την αποφοίτησή τους από το Πολυτεχνείο να έχουν μια σίγουρη και πλούσια τσέπη, για να βάζουν τα χέρια μέσα και ν’ αρπάζουν ό,τι βρίσκουν.
Κατά μία τραγική “σύμπτωση”, τόσο αυτοί οι οποίοι δημιούργησαν το νομοθετικό πλαίσιο που αφορά την εργοληψία, όσο κι αυτοί που κλέβουν, ανήκουν όχι μόνον στην ίδια κοινωνική τάξη, αλλά και στην ίδια συντεχνία. Ανήκουν όλοι τους στην τάξη των αστών και είναι μηχανικοί. Οι αστοί νομοθέτες —χωρίς αντιδράσεις— κάνουν αυξησούλες στους εαυτούς τους και, για να μην υπάρξουν αντιδράσεις, δίνουν τη δυνατότητα στους όμοιούς τους να κλέβουν.
Αυτό είναι απόλυτα φυσικό. Δεν είναι δυνατόν ο βουλευτής, που νομοθετεί υπέρ των ατομικών του συμφερόντων, να βάλει με νόμους τάξη στο κράτος. Δεν είναι δυνατόν αυτός ο οποίος γίνεται πλούσιος από τις αδυναμίες του κράτους να το κάνει πανίσχυρο σε άλλες δραστηριότητές του. Δεν μπορεί αυτός, που σε μια προβληματική οικονομία κάνει αύξηση στον εαυτό του της τάξης του 80%, να ελέγξει τον γιατρό που παίρνει φακελάκια ή τον μηχανικό που κλέβει το κράτος. Απλά είναι τα πράγματα. Όταν κλέβουν αυτοί οι οποίοι έχουν ως αντικείμενο της δουλειάς τους τον έλεγχο, δεν μπορούν να ελέγξουν. Όταν αυτοί επωφελούνται από την “αταξία”, δεν μπορούν να επιβάλλουν την “τάξη”.
Από τη στιγμή που συμβαίνει αυτό, είναι απόλυτα φυσιολογικό αυτό το οποίο βλέπουμε να συμβαίνει στα δημόσια έργα. Τι συμβαίνει; Το αίσχος. Οι εργολήπτες των δημοσίων έργων δεν σέβονται κανέναν και τίποτε. Δεν σέβονται τα δεδομένα που αφορούν την εργοληψία. Τρία είναι τα δεδομένα που αφορούν ένα έργο, το οποίο πρέπει να κατασκευαστεί και να παραδοθεί σ’ αυτόν που το χρηματοδοτεί. Ποιότητα, κόστος και χρόνος παράδοσης. Οι εργολήπτες δεν σέβονται τίποτε από αυτά, γιατί απλούστατα, κάθε φορά που δεν σέβονται κάποιο από αυτά τα δεδομένα, γίνονται πλουσιότεροι. Το αποτέλεσμα; Τραγικό. Τα έργα παραδίδονται όταν θέλουν οι εργολήπτες, το κόστος συνήθως υπερδιπλασιάζεται και η ποιότητα αγγίζει τα όρια της αθλιότητας. Όλα αυτά γίνονται, επειδή αυτός ο οποίος πρέπει να τους ελέγχει είναι και φέρεται ως “βλάκας”.
Εδώ ακριβώς βρίσκεται και το πρόβλημα. Είναι δεδομένο ότι, όταν δεν υπάρχει φυσικό πρόσωπο να υπερασπιστεί τα συμφέροντά του, θα έχουμε φαινόμενα αυτού του είδους. Αυτό όμως είναι εκ των προτέρων γνωστό. Δεν χρειάζεται δηλαδή κάποιος να είναι μάντης, για να γνωρίζει τι θ’ ακολουθήσει. Δεν χρειάζεται να είναι μάντης, για να καταλάβει ότι όλοι οι “κολλητοί” της εξουσίας θ’ αρχίσουν να κάνουν “μπίζνες” με τον βλάκα. Οι “μπλε” θα αγωνίζονται να πάρουν την εξουσία οι “μπλε”, οι οποίοι θα τους παραχωρούν ανεξέλεγκτα τα έργα και το ίδιο θα κάνουν και οι “πράσινοι”. Όποιος παίρνει την εξουσία, μοιράζει δώρα σε κολλητούς. Όποιος παίρνει την εξουσία, μετατρέπει το κράτος σε πιο μεγάλο βλάκα απ’ ό,τι ο σχεδιασμός τον θέλει.
Από εκεί και πέρα τα πάντα είναι εύκολα. Δεν υπάρχει πιο εύκολο πράγμα από το να ξεγελάς έναν βλάκα. Είναι δεδομένο δηλαδή ότι θα γίνεις πλούσιος, όταν απέναντί σου έχεις έναν βλάκα, που είναι εξαιρετικά πλούσιος και δεν μπορεί να ελέγχει αυτούς με τους οποίους συνεργάζεται. Αυτό οφείλεται στο γεγονός ότι δεν μπορεί ένας απλός δημόσιος υπάλληλος να ενσαρκώσει πραγματικά τον ρόλο του κράτους. Από αυτήν την αδυναμία προέρχεται η σπατάλη του δημοσίου χρήματος και βέβαια η διαφθορά.
Όλα αυτά θα μπορούσαν ν’ αποφευχθούν με έναν σωστό σχεδιασμό. Έναν σχεδιασμό ο οποίος θα σεβόταν τα δεδομένα και θα προστάτευε τα δημόσια συμφέροντα. Για να εφαρμοστεί όμως ένας σωστός σχεδιασμός, δεν αρκεί μόνον η θέληση. Πρέπει να υπάρχει και γνώση. Πρέπει δηλαδή να γνωρίζουμε τη φύση αυτού που ονομάζουμε “κατασκευαστικό έργο” και βέβαια τους ρόλους των ανθρώπων που εμπλέκονται μέσα σ’ αυτό. Ρόλους, όπως αυτός του χρηματοδότη, του κατασκευαστή-εργολήπτη, του μηχανικού κλπ.. Αν όλα αυτά δεν τα έχουμε σωστά τοποθετημένα στην ανάλυσή μας, είναι βέβαιον ότι θα κάνουμε λάθος. Το κύριο πρόβλημα προκύπτει από το γεγονός ότι τις περισσότερες φορές κάποια πρόσωπα φέρουν παραπάνω από μία ιδιότητα και από εκεί προκύπτουν τα λάθη στην ανάλυση.
Τι σημαίνει αυτό; Το εξής απλό. Είναι δυνατόν —ανάλογα με τα δεδομένα— να υπάρχουν φορές που οι ρόλοι διαχωρίζονται με σαφήνεια και άλλες φορές να υπάρχει πλήρης ταύτιση όλων των ρόλων σε ένα πρόσωπο. Υπάρχουν φορές δηλαδή που είναι ανοιχτή η “βεντάλια” των ρόλων και αφορά πολλά και διαφορετικά πρόσωπα και υπάρχουν φορές που αυτή η “βεντάλια” είναι κλειστή και αφορά ένα και μόνον πρόσωπο. Όμως, αυτό δεν σημαίνει ότι ακόμα και στην περίπτωση αυτήν δεν υπάρχουν ρόλοι. Θα δούμε μερικά αντιπροσωπευτικά παραδείγματα, για να καταλάβει ο αναγνώστης το τι περίπου συμβαίνει.
Θα ξεκινήσουμε από την πιο απλή περίπτωση, όπου το σύνολο των ιδιοτήτων ταυτίζεται με ένα πρόσωπο. Την περίπτωση δηλαδή όπου η “βεντάλια” είναι κλειστή. Όταν για παράδειγμα ένας μηχανικός χτίζει ο ίδιος το δικό του σπίτι, υπάρχει πλήρης ταύτιση όλων των ρόλων σε ένα πρόσωπο. Ο ίδιος είναι χρηματοδότης του έργου. Είναι κατασκευαστής και εργοδότης των εργατών που θα το κατασκευάσουν. Είναι επιστήμονας μελετητής του έργου και είναι επιστήμονας επιβλέπων του έργου. Τα πάντα δηλαδή τα ελέγχει ένα πρόσωπο και δεν υπάρχει κίνδυνος να τον ξεγελάσει κανένας. Δεν μπορεί κάποιος να ξεγελάει τον εαυτό του, εξαιτίας των διαφορετικών ρόλων που ενσαρκώνει ο ίδιος.
Το άλλο άκρο αυτής της κατάστασης είναι να έχουμε ένα κατασκευαστικό έργο, το οποίο κατασκευάζεται με στόχο την πώλησή του. Στην περίπτωση αυτήν έχουμε συνήθως πλήρη διαχωρισμό όλων των ρόλων. Η “βεντάλια” των ρόλων είναι απόλυτα ανοικτή. Εμπνευστής του έργου είναι αυτός ο οποίος στο τέλος θα το αγοράσει. Κατασκευαστής και χρηματοδότης του έργου είναι ο ιδιώτης επιχειρηματίας, που θα το κατασκευάσει με δικά του χρήματα με στόχο να το πουλήσει. Μηχανικοί είναι αυτοί οι οποίοι θα το μελετήσουν και θα το επιβλέψουν στην κατασκευή του. Αντιλαμβανόμαστε ότι όλοι αυτοί οι ρόλοι όχι μόνον είναι απόλυτα διαχωρισμένοι, αλλά έχουν μεταξύ τους συγκρουόμενα συμφέροντα.
Συμφέρει αυτόν που ενσαρκώνει τον έναν ρόλο να είναι κουτός εκείνος που ενσαρκώνει τον άλλον, ώστε να επωφεληθεί εις βάρος του. Συμφέρει τον κατασκευαστή να είναι κουτός ο αγοραστής και το αντίστροφο. Συμφέρει τον μηχανικό να είναι κουτός ο κατασκευαστής και το αντίστροφο επίσης. Όποιος είναι κουτός, αυτός θα την “πατήσει”, γιατί τα δικά του χρήματα θα πάνε στην τσέπη του άλλου. Θα την πατήσει ο κουτός αγοραστής, αν πληρώσει ακριβά κάτι που δεν αξίζει τα χρήματά του. Θα την “πατήσει” ο κουτός κατασκευαστής, αν πληρώσει ακριβά για να κατασκευάσει κάτι, που δεν θα μπορεί στη συνέχεια να το πουλήσει. Θα την “πατήσει” ο κουτός μηχανικός, αν δουλέψει και δεν πληρωθεί.
Αυτή η περίπλοκη κατάσταση αφορά όλα τα κατασκευαστικά έργα και επομένως και τα δημόσια. Το πρόβλημα όμως στον ιδιωτικό τομέα δεν είναι έντονο, γιατί απλούστατα οι ιδιώτες δεν είναι κορόιδα. Όποιον ρόλο και να ενσαρκώσουν, θα τον φέρουν εις πέρας. Ως αγοραστές αγοράζουν ό,τι τους συμφέρει. Ως κατασκευαστές-πωλητές επιμένουν να χρηματοδοτούν μία κατασκευή μόνον όταν υπάρχει ορατό συμφέρον. Δεν μπορεί κάποιος κατώτερος ρόλος να τους δουλεύει, όταν είναι είτε αγοραστές είτε κατασκευαστές.
Οι ιδιώτες ελέγχουν τα πάντα και είναι σκληροί στον έλεγχο. Αν είναι αγοραστές και τους προσφέρεται κάτι πολύ ακριβά, δεν το αγοράζουν. Αν είναι κατασκευαστές-πωλητές και τους κοστίζει κάτι πολύ ακριβά, δεν ξεκινάνε να το κατασκευάσουν, όταν δεν υπάρχει προοπτική να το πουλήσουν. Αν είναι μηχανικοί-υπάλληλοι και δεν τους πληρώσεις, δεν ξεκινάνε να κάνουν τη μελέτη. Τα πάντα δηλαδή είναι θέμα οικονομίας και αυτοί οι οποίοι πληρώνουν μπορούν να ελέγχουν τα πράγματα.
Έναν βιομήχανο δεν μπορεί να τον δουλέψει ο ιδιώτης εργολάβος-κατασκευαστής και αυτόν δεν μπορεί να τον δουλέψει ο μηχανικός μελετητής. Οι πάντες στην περίπτωση αυτήν ελέγχονται εύκολα από αυτόν που πληρώνει, γιατί απλούστατα αυτός ο οποίος πληρώνει είναι πανίσχυρος και είναι αυτός που τοποθετεί τον “πήχη” του κόστους, της ποιότητας και του χρόνου κάτω από τον οποίο θα πρέπει να περάσουν τα πάντα. Αυτός αντιδράει, όταν δεν γίνονται αυτά τα οποία έχουν συμφωνηθεί.
Στην περίπτωση του ιδιωτικού τομέα, όταν δεν υπάρχει διαθέσιμο στην αγορά το όποιο προϊόν-κατασκευή τον ενδιαφέρει, αναλαμβάνει διπλό ρόλο. Συνήθως ο αγοραστής είναι ο ίδιος και χρηματοδότης-κατασκευαστής, γιατί αυτό τον συμφέρει περισσότερο. Τον συμφέρει, γιατί με τον τρόπο αυτόν αποσπά για λογαριασμό του τα κέρδη που θα εισέπραττε ο κατασκευαστής. Ο εργολάβος, που μπορεί να είναι και μηχανικός δηλαδή, στην περίπτωση αυτήν μεταφέρει τις οικονομικές υποχρεώσεις στον χρηματοδότη και στην ουσία χάνει τον ρόλο του κατασκευαστή, εφόσον δεν πληρώνει ο ίδιος το έργο.
Κάτι ανάλογο γίνεται και στα δημόσια έργα. Αυτό όμως είναι επικίνδυνο στο επίπεδο αυτό. Γιατί; Γιατί ο χρηματοδότης —και στην ουσία και κατασκευαστής του έργου— είναι μη φυσικό πρόσωπο. Δεν μπορεί να ελέγξει με το πάθος και την ακρίβεια που το κάνει ένας ιδιώτης. Πληρώνει ό,τι κι αν του χρεώσουν. Περιμένει να του παραδώσουν το έργο όταν μπορούν και όχι στο προσυμφωνηθέν χρονικό όριο. Τέλος —και αυτό είναι το χειρότερο— είναι αναγκασμένος να το παραλάβει σε όποια κατάσταση κι αν του το παραδώσουν.
Ακριβώς, επειδή το έχει πληρώσει ήδη και δεν το έχει ελέγξει επαρκώς κατά τη διάρκεια της κατασκευής του, δεν μπορεί στο τέλος ν’ αρνηθεί την παραλαβή του. Αυτός είναι υπεύθυνος για τον έλεγχο του έργου στην πορεία του και δεν μπορεί ν’ αρνηθεί να παραλάβει κάτι το οποίο ήταν στην υπευθυνότητά του να ελεγχθεί και δεν ελέγχθηκε. Δεν μπορεί ν’ αρνηθεί να παραλάβει κάτι που το πλήρωσε ήδη και θα πρέπει να το ξαναπληρώσει σε περίπτωση που δεν τον ικανοποιεί. Αυτό ακριβώς γίνεται στα δημόσια έργα και γι’ αυτό γίνονται τα αίσχη.
Πώς είναι στημένη η “φάμπρικα” της λεηλασίας του δημόσιου πλούτου μέσω των δημοσίων έργων;
Έστω ότι το κράτος αποφασίζει να κατασκευάσει ένα έργο, που —κάνοντας το ίδιο τον προϋπολογισμό του με βάση τις τρέχουσες τιμές— το υπολογίζει σε ένα δις δραχμές. Αποφασίζει δηλαδή να διαθέσει για το συγκεκριμένο έργο ένα δις κι αυτό σημαίνει ότι εξ αρχής λαμβάνει τον ρόλο του αγοραστή του έργου. Αν δηλαδή υπήρχε το έργο έτοιμο από κάποιον ιδιώτη, θα το αγόραζε κατ’ ευθείαν και εκεί θα τελείωνε η υπόθεση. Αυτό σημαίνει να έχεις τον ρόλο του αγοραστή. Έχεις τα χρήματα και βγαίνεις ν’ αγοράσεις αυτό το οποίο θέλεις από την αγορά.
Επειδή όμως αυτό στο επίπεδο των έργων υποδομής δεν συμβαίνει ποτέ, ακολουθείται μια πάγια διαδικασία. Το κράτος, για να προστατεύσει υποτίθεται τα συμφέροντά του, κάνει μειοδοτικό διαγωνισμό. Διαγωνισμό μεταξύ κατασκευαστών, που έχουν εξασφαλισμένο πελάτη. Από εκεί αρχίζουν τα αίσχη. Οι πονηροί, που έχουν σχέση με τα κόμματα τα οποία διαχειρίζονται την εξουσία, κερδίζουν άνετα αυτούς τους διαγωνισμούς, γιατί εκ των προτέρων γνωρίζουν ότι μπορούν να ξεγελάσουν τον ομοϊδεάτη “βλάκα” —αθετώντας τους όρους του διαγωνισμού— και ταυτόχρονα μπορούν ν’ απαλλαγούν από τους ανταγωνιστές, που δεν έχουν κομματικά “μέσα” και ως εκ τούτου δεν μπορούν να κάνουν πλασματικές προσφορές.
Έτσι έχουμε ως αποτέλεσμα των διαγωνισμών μία τελείως πλασματική κατάσταση. Αυτό το οποίο έχει προϋπολογίσει το ίδιο το κράτος να κοστίσει ένα δις, το αναλαμβάνει κάποιος να το κατασκευάσει με διακόσια εκατομμύρια. Γιατί συμβαίνει αυτό; Μήπως το κράτος έκανε λάθος στον δικό του υπολογισμό; Μήπως ο εργολήπτης έχει κάποιο τρομερό μυστικό, που μειώνει το κόστος; Μήπως ο εργολήπτης είναι βλάκας και δεν γνωρίζει να κάνει σωστούς προϋπολογισμούς και θα πληρώσει από την τσέπη του το όποιο λάθος; Όχι βέβαια. Σε αυτήν την περίπτωση υπάρχει απλή απάτη. Έτσι είναι στημένη η “φάμπρικα”.
Ο εργολήπτης γνωρίζει εκ των προτέρων ότι δεν μπορεί να κατασκευαστεί το έργο με τα χρήματα που έχει κάνει ως προσφορά και με την οποία προσφορά έχει κερδίσει τον μειοδοτικό διαγωνισμό. Απλά αυτός ο εργολήπτης γνωρίζει ότι δεν κινδυνεύει από τυχόν υπερβάσεις και κακοτεχνίες. Έχει “άκρες” στην εξουσία κι “αρμέγει”, χωρίς να φοβάται. Έχει “άκρες” στο κόμμα που διαχειρίζεται την εξουσία και δεν φοβάται. Αποτέλεσμα; Το έργο που προβλέφθηκε αρχικά να έχει κάποιες συγκεκριμένες προδιαγραφές, να κοστίσει ένα δις και να παραδοθεί σε έναν χρόνο, παραδίδεται κακοφτιαγμένο, έχει κοστίσει τα τριπλάσια και η παράδοση γίνεται σε τρία χρόνια.
Χωρίς να είναι κάποιος επιστήμονας, μπορεί να καταλάβει τι έγινε. Η κακή κατασκευή μείωσε το κόστος του και άρα το έργο κόστισε κάτω από το ένα δις που είχε προϋπολογίσει το κράτος. Από την υπέρβαση του αρχικού κόστους δύο και πλέον δις μπήκαν στην τσέπη του καραγκιόζη, που έκανε την εικονική προσφορά των διακοσίων εκατομμυρίων. Από τη στιγμή που δεν ελέγχεται, πρόβλημα δεν υπάρχει. Θα πάρει μερικά εκατομμύρια από αυτά τα δις και θα “ταΐσει” τόσο αυτούς που τον προστάτευσαν όσο κι αυτούς που δεν τον έλεγξαν.
Θα εισπράξουν μερικά εκατομμύρια οι πολιτικοί που μεσολάβησαν για ν’ αναλάβει το έργο και να μην τιμωρηθεί για τις υπερβάσεις του και θα εισπράξουν μερικά εκατομμύρια και οι υπάλληλοι που δεν τον έλεγξαν και δεν τον σταμάτησαν όταν είδαν πλέον ότι είναι αδύνατον να παραδώσει το έργο στην τιμή, στο χρόνο και την ποιότητα που προβλέπει η σύμβαση. Όταν όλοι αυτοί ανήκουν στο ίδιο κόμμα, αντιλαμβανόμαστε ότι μεριμνούν να δώσουν και κάποια “ψίχουλα” σ’ αυτό, για να διατηρηθεί στην εξουσία.
Στο σημείο αυτό ξεκινάει η ανευθυνότητα του κράτους και εκεί διαφέρει από τον ιδιώτη. Το πρόβλημα δηλαδή είναι ότι το κράτος αναλαμβάνει ρόλους, που δεν μπορεί να φέρει εις πέρας. Ότι αναλαμβάνει ρόλους, που απαιτούν να παίρνει άμεσες, σκληρές, καθημερινές αποφάσεις και αυτό δεν μπορεί ή δεν τολμά να λαμβάνει τέτοιου είδους αποφάσεις. Αυτό είναι κάτι που δεν αποτελεί πρόβλημα για τον ιδιώτη, ο οποίος πάντα αποφασίζει με βάση τα συμφέροντά του. Όταν ένας ιδιώτης κατασκευαστής σε μια ανάλογη περίπτωση βλέπει ότι το έργο έχει καταναλώσει ήδη διακόσια εκατομμύρια και βρίσκεται ακόμα στα θεμέλια δεν συνεχίζει να το χρηματοδοτεί. Σταματά εκεί και κινεί τις διαδικασίες που τον προστατεύουν από τους απατεώνες.
Ακόμα κι ένα μικρό παιδί αντιδρά μ’ αυτόν τον τρόπο. Όταν του υποσχεθείς ότι με ένα χιλιάρικο θα του επισκευάσεις το ποδήλατο και δεν το κάνεις, αρχίζει και νευριάζει όταν του ξοδεύεις τα χρήματα και δεν κάνεις αυτά που πρέπει. Όταν αντιληφθεί ότι δεν υπάρχει πιθανότητα να επισκευαστεί το ποδήλατο με τα χρήματα που έχει προϋπολογίσει, παύει να χρηματοδοτεί την επισκευή του. Αυτό το απλό πράγμα, που κάνει ακόμα και ένα παιδί, για να διασφαλίσει τα συμφέροντά του, δεν γίνεται από το δημόσιο και γι’ αυτό κλέβουν οι εργολήπτες των δημοσίων έργων.
Η ασφάλεια δηλαδή του ιδιώτη προέρχεται από το γεγονός ότι αναλαμβάνει ρόλους, τους οποίους μπορεί να φέρει εις πέρας. Μπορεί να γίνει χρηματοδότης-κατασκευαστής ενός έργου, αλλά, όταν αναλαμβάνει τον ρόλο του, μπορεί να ελέγχει τους από “κάτω” του. Το κράτος αντίθετα δεν μπορεί να λάβει αυτόν τον ρόλο. Αυτήν την αδυναμία του την έχουν αντιληφθεί οι μηχανικοί —αυτοί άλλωστε τη “δημιούργησαν”— και το εκμεταλλεύονται. Πηγαίνει ο κάθε φτωχοπρόδρομος μηχανικός και με περιουσία το σακάκι του διεκδικεί έργα πολλών δις. Επειδή δεν είναι —λόγω οικονομικής αδυναμίας— πραγματικός κατασκευαστής, ανοίγει εξ αρχής δοσοληψίες με το κράτος. Δώσε μου χρήματα για να ξεκινήσω. Δώσε μου χρήματα για να συνεχίσω. Δώσε μου χρήματα για να τελειώσω. Ανάληψη “δεκάτων” έχουν βαπτίσει αυτήν τη διαδικασία.
Με “βερεσέ” ξεκινάνε την όποια δραστηριότητά τους και μετά κάνουν τους κατασκευαστές με χρήματα του κράτους. Το κράτος δεν ελέγχει τίποτε και πληρώνει. Όταν στο τέλος παραδίδεται το έργο, το κράτος έχει πληρώσει άπειρα χρήματα για ένα άθλιο έργο, που το παραλαμβάνει με καθυστέρηση και ο μόνος κερδισμένος είναι ο εργολήπτης μηχανικός. Αυτός έγινε πλούσιος με μία δουλειά. Δεν μπορεί να τον τιμωρήσει το κράτος, εφόσον αυτό έχει την κύρια ευθύνη. Το κράτος είναι ο κατασκευαστής και αυτό δεν έκανε όταν έπρεπε σωστά τη δουλειά του. Ο δημόσιος υπάλληλος, που θα έπρεπε να είναι κατήγορος, γίνεται εύκολα κατηγορούμενος.
Είναι δεδομένο λοιπόν ότι δεν μπορεί να κάνει το κράτος καλά τη δουλειά τού κατασκευαστή. Είναι δεδομένο ότι ο απλός δημόσιος υπάλληλος δεν έχει το άγχος, την αγωνία και την αποφασιστικότητα του ιδιώτη κατασκευαστή. Δεν τα πληρώνει από την τσέπη του. Άρα αναγκαστικά θα πρέπει το κράτος εξ αρχής να περιορίζεται. Θα πρέπει εξ αρχής να περιορίζεται στον ρόλο που μπορεί ακόμα και ως βλάκας ν’ αντεπεξέρχεται. Ποιος είναι αυτός; Ο ρόλος του απλού αγοραστή κατασκευαστικού έργου. Τι σημαίνει αυτό; Το εξής απλό. Το κράτος πρέπει να εκμεταλλεύεται μόνον εκείνους τους μηχανισμούς του, που είναι αξιόπιστοι και δεν απαιτούν όλα τα παραπάνω χαρακτηριστικά για να κάνουν καλά τη δουλειά τους.
Το κράτος έχει τους μηχανισμούς που του επιτρέπουν να προϋπολογίζει με απόλυτη αξιοπιστία την αξία ενός έργου. Το κράτος έχει τους μηχανισμούς που του επιτρέπουν να κρίνει με απόλυτη αξιοπιστία την ποιότητα ενός έργου. Το κράτος έχει ημερολόγια, για να ξέρει με απόλυτο τρόπο πότε πρέπει να του παραδοθεί ένα έργο. Αυτά όλα είναι απλά πράγματα. Δεν απαιτούν ούτε άγχος ούτε αποφασιστικότητα ούτε τίποτε άλλο προκειμένου να έλθουν εις πέρας. Ο αγοραστής δεν έχει ποτέ άγχος όταν γνωρίζει τι πρέπει να κάνει.
Από αυτά θα πρέπει να ξεκινάει ως δεδομένα το κράτος και σ’ αυτά να περιορίζεται. Θα πρέπει δηλαδή ν’ αλλάξει το σύνολο της στάσης του απέναντι σ’ αυτό που λέμε “κατασκευή δημοσίων έργων”. Θα πρέπει να περιοριστεί στους ρόλους που επιτρέπεται και μπορεί να αναλαμβάνει. Από εκεί και πέρα ν’ αναζητά εκείνον που θα του προσφέρει αυτό που θέλει στην τιμή που προσφέρει και μπορεί να πληρώσει. Να λειτουργεί όπως ένας κοινός βλάκας, που ναι μεν έχει χρήματα για να καλύψει μια ανάγκη του, αλλά είναι αδύναμος να εκμεταλλευτεί την κατάσταση περισσότερο από τα όρια που του θέτει η ικανότητα του.
Τι κάνει ένας βλάκας, όταν θέλει ν’ αγοράσει ένα προϊόν και δεν θέλει να πέσει θύμα των επιτηδείων; Κάνει το εξής απλό και απόλυτα ασφαλές. Βγαίνει στην αγορά και λέει: Θέλω ένα αυτοκίνητο και διαθέτω ένα εκατομμύριο. Όποιος έχει στη διάθεσή του αυτοκίνητο προς πώληση, το πάει στον βλάκα. Μπροστά στον βλάκα θα παρουσιαστούν όλα τα αυτοκίνητα που είναι διαθέσιμα στην αγορά στην τιμή που ταυτίζεται με τον προϋπολογισμό του. Αυτός θα τα εξετάζει και, αν κάποιο από αυτά πληρεί τις προϋποθέσεις που έθεσε —πράγμα εύκολο να κριθεί— τότε το αγοράζει. Αν με τα χρήματα που διαθέτει δεν καλύπτεται στις απαιτήσεις και τις ανάγκες του, κηρύσσεται άγονος ο διαγωνισμός και είτε αλλάζει το ποσό που διαθέτει για να καλύψει την ανάγκη του είτε παύει να ενδιαφέρεται για την κάλυψη της συγκεκριμένης ανάγκης.
Δεν ξεκινάει ο βλάκας να γίνει κατασκευαστής αυτοκινήτου. Δεν ξεκινάει, αλλάζοντας την ιδιότητά του, ν’ αποσπάσει και το κέρδος του κατασκευαστή. Δεν ξεκινάει δηλαδή να βρει μηχανολόγους, σχεδιαστές, πρώτες ύλες, μηχανήματα κλπ., για να φτιάξει μόνος του ένα αυτοκίνητο. Αυτό είναι δύσκολο και αυτός ο οποίος το επιχειρεί όχι απλά δεν πρέπει να είναι βλάκας, αλλά αντίθετα θα πρέπει να είναι τρομερά ευφυής. Είναι απαραίτητο να είναι τρομερά ευφυής, γιατί στην αντίθετη περίπτωση όχι μόνον δεν θα έχει κέρδος, αλλά θα καταστραφεί από τα έξοδα που θα κάνει για να κατασκευάσει μόνος του κάτι το οποίο θα είναι αμφίβολης ποιότητας.
Αυτό ακριβώς κάνει το κράτος. Δεν φτάνει που από τη φύση του είναι αναγκασμένο να λειτουργεί ως βλάκας, αλλά έχει το θράσος κι αναλαμβάνει ακόμα και τους ανώτερους ρόλους. Είναι όμως δυνατόν αυτό το οποίο λέμε να εφαρμοστεί στο επίπεδο των δημοσίων έργων; Είναι δυνατόν αυτή η διαδικασία, που αφορά ένα προϊόν διαθέσιμο στην αγορά, όπως είναι το αυτοκίνητο, να καλύπτει και την περίπτωση ενός δρόμου; Είναι δυνατόν το κράτος να βρει έτοιμους δρόμους ή γέφυρες, για ν’ αγοράσει αυτά που το βολεύουν και βέβαια στην τιμή που το συμφέρουν;
Τι προτείνουμε εμείς;
Υπάρχει τρόπος να μπορεί το κράτος να δρομολογεί την κατασκευή μεγάλων δημόσιων έργων χωρίς να “αιμορραγεί”; Τα πάντα είναι δυνατά, αν κάποιος γνωρίζει τι συμβαίνει και πώς να το κάνει. Οι δρόμοι και οι γέφυρες δεν υπάρχουν ετοιμοπαράδοτες στην αγορά για να τις αγοράσει, αλλά υπάρχουν τρόποι για να κάνει το ίδιο. Πώς γίνεται αυτό; Με την ανάθεση βασικών ρόλων σε τρίτα πρόσωπα. Με τη διενέργεια διαγωνισμών άλλου τύπου. Τι σημαίνει πρακτικά αυτό; Έστω για παράδειγμα ότι έχουμε το έργο του παραπάνω παραδείγματος. Ένα έργο, που το κράτος το έχει προϋπολογίσει σε έργο της αξίας του ενός δις.
Τι θα γίνει με βάση τη δική μας λογική. Το κράτος και πάλι θα κάνει μειοδοτικό διαγωνισμό. Η διαφορά όμως θα είναι η εξής: Ο διαγωνισμός θα γίνει με τέτοιον τρόπο, που δεν θα μπορεί να είναι πλασματικός. Πώς θα γίνει αυτό; Με το να περιοριστεί το κράτος στον ρόλο του χρηματοδότη-αγοραστή και να περάσει τον ρόλο του κατασκευαστή-πωλητή σε κάποιον άλλον. Με το να ανοίξει το κράτος τη “βεντάλια” των ρόλων και να περιοριστεί μόνον σ’ εκείνον τον ρόλο που μπορεί ν’ αντεπεξέρθει στις ανάγκες του.
Αυτό σημαίνει το εξής απλό. Το κράτος στην περίπτωση αυτή δεν θ’ ανακατευτεί στο έργο σε καμία φάση του. Το κράτος, ως αγοραστής, θα δώσει το προσυμφωνηθέν ποσό στον προσυμφωνηθέντα χρόνο και μόνον αν το έργο πληρεί τις προσυμφωνηθείσες προδιαγραφές. Το κράτος δηλαδή θ’ αγοράσει ένα “προϊόν” στον χρόνο, την τιμή και την ποιότητα που έχει συμφωνηθεί κατά τη διάρκεια του διαγωνισμού. Το κράτος θα περιορίζεται μόνον σ’ αυτά που δεν μπορεί εκ του Συντάγματος να κάνει ένας ιδιώτης κατασκευαστής μόνος του. Το κράτος θα απαλλοτριώνει για παράδειγμα την έκταση που απαιτεί ένας καινούριος δρόμος. Το κράτος θ’ αποφασίζει για κατασκευή έργων πάνω στο δημόσιο κεφάλαιο. Ο ίδιος ο δρόμος όμως, που θα κατασκευαστεί πάνω σ’ αυτήν την έκταση, θα μετατρέπεται σε ένα “προϊόν” που το κράτος θ’ αγοράζει. Εδώ βρίσκεται και το όλο μυστικό. Το “προϊόν”, για να υπάρξει και να διατεθεί στην αγορά, κάποιος θα πρέπει να το παράγει. Κάποιος θα πρέπει να το πληρώσει για να το κατασκευάσει.
Μπορεί ένας μηχανικός ή μία τεχνική εταιρεία να κατασκευάσει το “προϊόν” με δικά της χρήματα και σε τιμή καλύτερη των ανταγωνιστών της; Να κατασκευάσει δηλαδή το “προϊόν”, το οποίο στη συνέχεια το κράτος θα κρίνει και αν το βολεύει να το αγοράσει; Αν μπορεί, ας το κατασκευάσει. Αν δεν μπορεί, τι θα κάνει; Εδώ είναι το όλο θέμα. Θα πρέπει να βρει τα χρήματα. Όμως, αυτός ο οποίος βάζει τα χρήματα είναι κι αυτός ο οποίος παίρνει τα κέρδη. Αυτός ο οποίος βάζει τα περισσότερα χρήματα παίρνει τα περισσότερα κέρδη.
Όμως, αυτός ο οποίος βάζει τα χρήματα ελέγχει και δεν μπορείς να τον “δουλεύεις”, γιατί κινδυνεύει με καταστροφή. Τι σημαίνουν όλα αυτά; Ότι σε μία τέτοια περίπτωση ανοίγει η “βεντάλια” των ρόλων που αφορά τα κατασκευαστικά έργα. Ο εφιάλτης των απένταρων αστών μηχανικών-εργοληπτών. Γιατί; Γιατί απλούστατα, αν ανοίξει η “βεντάλια” των ρόλων, φεύγουν οι ίδιοι από το παιχνίδι των κερδών. Τα κέρδη μοιράζονται ανάμεσα σ’ αυτούς που βάζουν χρήματα και αυτοί δεν είναι οι μηχανικοί. Οι μηχανικοί εργαζόμενοι θα περιοριστούν στην ανταμοιβή του μελετητή και επιβλέποντα του έργου.
Αυτό θα είναι το τέλος τους, γιατί απλούστατα θα πάψουν να έχουν σχέση με τα οικονομικά των δημοσίων έργων και άρα θα πάψουν να έχουν την όποια σημασία οι πολιτικές ή όποιες άλλες σχέσεις τους. Θα πάψουν να είναι υπεργολάβοι ενός άσχετου αλλά αμύθητα πλούσιου χρηματοδότη-κατασκευαστή. Με τα οικονομικά των δημοσίων έργων θα έχουν να κάνουν οι επενδυτές και άρα κατά κύριο λόγο η πλούσια κεφαλαιοκρατία. Στην περίπτωση αυτήν όμως οι οικονομοτεχνικές μελέτες των μηχανικών θα πρέπει να είναι πραγματικές και όχι πλασματικές, γιατί απλούστατα, εκτός του ότι δεν θα έχουν κέρδος από τα ψεύδη, θα κινδυνεύουν κιόλας αν αυτές δεν έχουν σχέση με την πραγματικότητα. Γιατί; Γιατί, όταν αντλείς χρήματα από την αγορά για ένα έργο, αυτά τα χρήματα είναι πολύ συγκεκριμένα και ανήκουν σε πολύ συγκεκριμένους ανθρώπους.
Αν εσύ, εξαιτίας της ασχετοσύνης σου, κάνεις μια μελέτη που δεν ανταποκρίνεται στην πραγματικότητα, αυτά τα χρήματα δεν θ’ αποδώσουν τα αναμενόμενα κέρδη σ’ αυτούς τους πολύ συγκεκριμένους ανθρώπους. Αν δεν παραδώσεις το έργο στον χρόνο που πρέπει, μειώνεις αυτά τα κέρδη. Αν δεν παραδώσεις το έργο στην ποιότητα που πρέπει και το κράτος-αγοραστής αρνείται να το παραλάβει, απειλείς με καταστροφή αυτούς που επένδυσαν σ’ αυτό και σ’ εμπιστεύτηκαν. Κινδυνεύεις δηλαδή να βρεθείς στα χέρια αυτών των πολύ συγκεκριμένων ανθρώπων, που θα θέλουν να σε φάνε ζωντανό.
Εδώ βρίσκεται το όλο μυστικό και γι’ αυτό μιλήσαμε εξ αρχής για ρόλους. Το κράτος πρέπει να πάψει να έχει τον διπλό ρόλο του αγοραστή και του χρηματοδότη κατασκευαστή, γιατί το “δουλεύουν”. Για να προστατεύσουμε λοιπόν το δημόσιο συμφέρον, θα πρέπει να θέσουμε όρια στους ρόλους. Θα πρέπει ανάμεσα στο κράτος-αγοραστή και σ’ αυτούς που αναλαμβάνουν να μελετήσουν και να κατασκευάσουν ένα έργο να βάλουμε ιδιώτες επενδυτές. Ιδιώτες χρηματοδότες, που θα έχουν ανάγκη το κράτος-αγοραστή, αλλά που θα έχουν τη δυνατότητα μόνον τους εργολήπτες να πιέζουν και να ελέγχουν.
Ιδιώτες, που ακόμα και η παραμικρή καθυστέρηση στην παραλαβή του έργου να τους απειλεί. Ιδιώτες, που, αν το έργο είναι κακοκατασκευασμένο, καθυστερεί ή υπερβαίνει τον αρχικό προϋπολογισμό, θα είναι οι πρώτοι που θα πιάσουν από τον λαιμό αυτούς οι οποίοι είναι υπεύθυνοι για όλα αυτά. Που θ’ αντιδρούν πολύ πριν το κράτος αποφασίσει να δει τι γίνεται και πώς γίνεται μέσα στο εργοτάξιο. Ιδιώτες, που θα τρέμουν μήπως και το κράτος-αγοραστής δεν ικανοποιηθεί και αρνηθεί να παραλάβει το έργο και κατά συνέπεια αρνηθεί να το πληρώσει.
Σε μία τέτοια περίπτωση πώς θα γινόταν ο διαγωνισμός για την ανάληψη του δημόσιου έργου; Με τον εξής απλό τρόπο. Το κράτος θα όριζε κάποιο ποσό, που είναι διατεθειμένο να διαθέσει για την κατασκευή ενός έργου. Από εκεί και πέρα θα λάμβαναν στον διαγωνισμό μέρος οι διάφορες τεχνικές εταιρείες. Η εταιρεία που θα έκανε την καλύτερη οικονομοτεχνική προσφορά-μελέτη, με βάση τα πραγματικά δεδομένα της οικονομίας, θα τον κέρδιζε. Η προσφορά θα δημοσιοποιούνταν και θα έμπαινε σε ένα “χρηματιστήριο” δημοσίων έργων, προκειμένου ν’ αντληθούν τα ιδιωτικά κεφάλαια που θα απαιτούνταν για την κατασκευή του έργου.
Εκεί θα μπορούσε να επενδύσει ο κάθε πολίτης που θα είχε διαθέσιμα χρήματα και δεν θα τον συνέφεραν τα τραπεζικά επιτόκια. Ο κάθε πολίτης που ενδιαφέρεται για μια βραχυπρόθεσμη επένδυση. Από τον πιο πλούσιο πολίτη μέχρι τον πιο φτωχό. Θα μετοχοποιούνταν κατά κάποιον τρόπο το έργο και ο καθένας θα έπαιρνε από τα τελικά κέρδη μερίδιο ανάλογο της επένδυσής του. Η μελέτη-προσφορά δηλαδή θα προέβλεπε και το κέρδος των επενδυτών, που αναγκαστικά θα έπρεπε να είναι μεγαλύτερο από αυτό που προσφέρουν οι τράπεζες. Αυτό είναι απαραίτητο, γιατί αλλιώς δεν είναι δυνατόν ν’ αντλήσεις κεφάλαια από την αγορά.
Η τεχνική εταιρεία θα περιοριζόταν στο κέρδος του μελετητή, που θ’ αναλάμβανε τη μελέτη και την επίβλεψη του έργου. Τίποτε παραπάνω. Ό,τι θα είχε σχέση με τα χρήματα θα αφορούσε αυτούς που θα επένδυαν για το διάστημα που θα κατασκευαζόταν το έργο και θα μοιράζονταν τα κέρδη όταν το έργο θα το παραλάμβανε το δημόσιο. Πρόβλημα δεν θα υπήρχε σε καμία περίπτωση. Αν καμία μελέτη δεν μπορούσε να ικανοποιήσει τις απαιτήσεις του κράτους με τα χρήματα που διέθετε για την κατασκευή του έργου που επιθυμούσε, ο διαγωνισμός θα χαρακτηριζόταν άγονος μέχρι το κράτος να καλύψει τις απαιτήσεις της πιο καλής προσφοράς. Να τις καλύψει στο σημείο που θα είναι πιο συμφέρουσες από τα τραπεζικά επιτόκια. Οι μελέτες δεν θα μπορούσαν να είναι πλασματικές, γιατί απλούστατα αυτοί οι οποίοι θα τις έκαναν δεν θα είχαν συμφέρον από κάτι τέτοιο. Έτσι κι αλλιώς τα κέρδη δεν θα τους αφορούσαν, ώστε να υπέθετε κάποιος ότι προσπαθούν να κλέψουν το κράτος.
Δεν είναι λογικό να υπονομεύει μια τεχνική εταιρεία την εικόνα της και την αξιοπιστία της για κέρδη που δεν την αφορούν. Δεν είναι λογικό μια εταιρεία να βλάπτει το κοινωνικό σύνολο υπέρ των συμφερόντων κάποιων πολυπληθών συνόλων επενδυτών. Το ίδιο παράλογο και ανούσιο είναι να “κλέβει” κατά τη διάρκεια της κατασκευής του έργου. Δεν είναι δυνατόν δηλαδή να τα “παίρνει” από συγκεκριμένους προμηθευτές δομικών υλικών. Γιατί; Γιατί αυτό είναι κάτι που αυξάνει το κόστος και κατά συνέπεια μειώνει τα κέρδη των επενδυτών. Όταν αυτοί οι επενδυτές είναι χιλιάδες, δεν μπορείς να κάνεις τέτοιου είδους εξυπνάδες. Ένας από αυτούς να είναι πονηρός και να έχει γνωριμίες, θα σε ανακαλύψει και θα βρεις τον μπελά σου. Ένας να δει αφύσικα υψηλές τιμές κάποιων υλικών και είναι θέμα χρόνου να σε “θάψει” η αγορά. Είναι θέμα χρόνου να χάσεις την εργοληπτική σου άδεια.
Η γιορτή της παραλαβής του έργου.
Το καλύτερο όμως θα είναι κατά την παραλαβή του έργου. Αυτή θα είναι μια πραγματική γιορτή για κάποιους, η οποία εύκολα θα μετατρέπεται σε κόλαση για τους πονηρούς. Γιατί; Γιατί, όταν θα πάει το κράτος να παραλάβει το έργο, θα πάνε μαζί και οι επενδυτές. Θα πάει το κράτος με τα συμβόλαια που προσδιορίζουν τις προδιαγραφές του έργου και θα το εξετάσει ενδελεχώς προκειμένου να το παραλάβει. Μαζί του θα το εξετάζουν και οι επενδυτές, οι περισσότεροι εκ των οποίων θα είναι πλούσιοι κεφαλαιοκράτες και βέβαια κάποιοι πολλοί απλοί εργαζόμενοι, που επένδυσαν σ’ αυτό τις οικονομίες τους. Αυτοί, που θα αγωνιούν για την έκβαση της κρίσης του κράτους. Αυτοί, που, αν όλα είναι όπως πρέπει, την επόμενη ημέρα θα πάνε στα δημόσια ταμεία να εισπράξουν τα κέρδη τους.
Από την άλλη πλευρά θα στέκονται οι μηχανικοί της τεχνικής εταιρείας, που κι αυτοί θα αγωνιούν. Που θα δίνουν εξηγήσεις γι’ αυτά που έκαναν και δεν έκαναν στους μηχανικούς του κράτους. Αν έκαναν καλά τη δουλειά τους κι αυτοί θα έχουν γιορτή. Αν δεν την έκαναν, θα κινδυνεύουν να λυντσαριστούν από ένα μαινόμενο πλήθος, που πήγε για “μαλλί” και θα κινδυνεύει να βγει “κουρεμένο”. Είναι βέβαιον ότι θα βγει “κουρεμένο”, αν το κράτος διαπιστώσει κακοτεχνίες. Γιατί; Γιατί αυτές οι κακοτεχνίες έχουν κόστος για να διορθωθούν. Έχουν κόστος, που μπορεί να υπολογιστεί. Αυτό το κόστος δεν είναι δυνατόν να το επιβαρυνθεί ο αγοραστής. Άρα εκ των δεδομένων θα πρέπει να αφαιρεθεί από το κέρδος του επενδυτή.
Αν δηλαδή ο επενδυτής έχει στόχο να εισπράξει ένα δις για το έργο που κατασκεύασε, πληρώνοντας οκτακόσια εκατομμύρια και το κράτος υπολογίζει τριακόσια εκατομμύρια επιπλέον κόστος για να το φέρει στις προδιαγραφές που το θέλει, ευνόητο είναι ότι ο επενδυτής θα πάρει επτακόσια εκατομμύρια. Όχι μόνον δεν θα εισπράξει κέρδος μεγαλύτερο από τα επιτόκια των εμπορικών τραπεζών, αλλά δεν θα εισπράξει ούτε το αρχικό του κεφάλαιο. Αυτός ο αποτυχημένος επενδυτής εναντίον ποιου θα στραφεί; Εναντίον του κράτους;
Σε τι μπορεί να του φταιει το κράτος, για να στραφεί εναντίον του; Με τι είδους επιχειρήματα; Το κράτος δεν ήταν απόλυτα τυπικό στις υποχρεώσεις του; Δεν ζήτησε ένα συγκεκριμένο έργο στην τιμή που συμφωνήθηκε εξ αρχής; Άρα εναντίον ποιου πρέπει να στραφούν; Εναντίον των μηχανικών και άρα της τεχνικής εταιρείας. Αυτών που δεν έκαναν καλά τη δουλειά τους. Αυτών που είναι οι αποκλειστικοί υπεύθυνοι για την αποτυχία της επένδυσης. Αστοί εργολήπτες να τρέχουν είναι ένα θέαμα που πολλοί Έλληνες θα ήθελαν να δουν.
Γιατί απαλείφεται ο κίνδυνος της διαφθοράς;
Σε περίπτωση που εφαρμόζεται αυτός ο σχεδιασμός, υπάρχει κι ένας άλλος σημαντικός παράγοντας, που κάνει τα πράγματα δύσκολα για τα “λαμόγια” και δεν ευνοεί τη διαφθορά. Ο παράγοντας χρόνος δεν επιτρέπει στους επενδυτές να διαφθείρουν τους κρατικούς υπαλλήλους, προκειμένου να σώσουν τα κέρδη τους. Είναι πολύ μικρός και δεν ευνοεί. Δεν μπορούν οι επενδυτές να τρέχουν με τα χρήματα στα χέρια, για να “πείσουν” τους ελεγκτές να παραλάβουν. Επιπλέον δεν μπορούν να βρουν τα χρήματα που χρειάζονται για τη διαφθορά.
Δεν μπορεί ένας άνθρωπος μόνος του να πληρώσει τη διαφθορά που ευνοεί χιλιάδες επενδυτές. Από την άλλη δεν μπορεί να ζητηθούν από αυτό το σύνολο των επενδυτών τα χρήματα που απαιτεί η διαφθορά. Θα γίνεις αντιληπτός, αν ζητήσεις χρήματα της τελευταίας στιγμής και μάλιστα στον χρόνο που το έργο έχει ολοκληρωθεί και δεν δικαιολογούνται τα χρήματα αυτά. Αντιλαμβάνεται λοιπόν ο αναγνώστης γιατί επιμένουμε τόσο πολύ στη σωστή τοποθέτηση των ρόλων. Αντιλαμβάνεται τον λόγο που τα πράγματα θα μπορούσαν να είναι ιδανικά και δεν είναι.
Έτσι φτάνουμε στο “δια ταύτα” της όλης υπόθεσης. Τι προτείνει ο γράφων τόσο τον τομέα των δημοσίων έργων όσο και τον τομέα της οικοδομής; Σ’ ό,τι αφορά το πρώτο προτείνει το εξής. Να δημιουργηθούν “χρηματιστήρια” δημοσίων έργων. “Χρηματιστήρια”, τα οποία θα αντλούν χρήματα από την αγορά και ως εκ τούτου θα βάζουν ιδιώτες ανάμεσα στο κράτος και τις τεχνικές εταιρείες. “Χρηματιστήρια” δύο επιπέδων. Το πρώτο επίπεδο, που θα αφορά τα μεγάλα δημόσια έργα και το δεύτερο, που θα αφορά τα αντίστοιχα δημοτικά έργα.
Το ζητούμενο είναι ο πολίτης να μπορεί να επενδύει στην ανάπτυξη και να κερδίζει, διασφαλίζοντας ταυτόχρονα και τα δημόσια συμφέροντα. Να μπορεί το κράτος να πραγματοποιεί με ασφάλεια τα δημόσια έργα και ταυτόχρονα με την ίδια ασφάλεια να μπορούν οι πόλεις ν’ αναπτύσσονται στον βαθμό που θα τους το επιτρέπει η οικονομική τους ευρωστία.
Η λειτουργία αυτών των “χρηματιστηρίων” θα είναι απλή. Κάθε φορά που θ’ ανακοινώνεται η πρόθεση για δημιουργία ενός δημόσιου ή δημοτικού έργου, θα μπαίνει το έργο στον αντίστοιχο πίνακα του “χρηματιστηρίου”. Στον πίνακα των έργων προς δημοπράτηση και αφορά τις εταιρίες μελετών. Στη συνέχεια θα δημοπρατείται το έργο και θα διαγωνίζονται οι τεχνικές εταιρείες μεταξύ τους. Οι επενδυτές θα επενδύουν στη “νικήτρια” εταιρεία και στην πραγματικότητα θα παίρνουν μερίδιο από τα έξοδα της πραγματοποίησης του έργου. Το κράτος ή ο δήμος θα “κλειδώνει” τα χρήματα που προβλέπονται για την “αγορά” του έργου σε κάποιον λογαριασμό και οι επενδυτές θα περιμένουν.
Όταν το έργο ολοκληρωθεί και παραδοθεί, τα χρήματα θα εκταμιεύονται και θα μοιράζονται στους επενδυτές. Ο καθένας θα παίρνει το μέρισμα που του αντιστοιχεί. Στο σημείο αυτό θα κρίνονται και οι μελετητικές εταιρείες. Αυτές που θα επιβιώσουν και αυτές που δεν θα το καταφέρουν. Όσο καλύτερες θα είναι οι μελετητικές εταιρείες, τόσο μεγαλύτερο το μέρισμα. Όσο πιο γρήγορα παραδίδουν το έργο, τόσο πιο μεγάλο το κέρδος. Όσο πιο φτηνά το κατασκευάζουν, χωρίς να απειλούν τις προδιαγραφές, τόσο μεγαλύτερο το κέρδος. Εταιρείες και επενδυτές θα έχουν συμπλέοντα συμφέροντα, χωρίς αυτά να είναι συγκρουόμενα με αυτά του κράτους.