Η οικονομία μοιάζει πολύ με τον αθλητισμό. Ό,τι είναι ένα αθλητικό στάδιο, είναι ένα οικονομικό περιβάλλον. Ο κάθε λαός έχει το δικό του στάδιο και μέσα σ’ αυτό αναπτύσσεται το σύνολο της αθλητικής του λειτουργίας. Μέσα σ’ αυτό αγωνίζονται οι άριστοί του και μέσα σ’ αυτό παρακολουθούν οι πολίτες του τα αθλητικά δρώμενα. Ο αγώνας είναι δίκαιος όταν υπάρχει αυτό το οποίο ονομάσαμε ηθική. Όταν δηλαδή υπάρχει κοινός παρανομαστής για όλους, είτε αυτοί είναι θεατές και θα ήθελαν ν’ αγωνιστούν είτε είναι αθλητές και αγωνίζονται ήδη. Οι πιο γρήγοροι πολίτες θ’ ανταγωνιστούν μεταξύ τους στην ταχύτητα, οι πιο δυνατοί στη σφαιροβολία, οι πιο αλτικοί στο ύψος κλπ.. Αυτό το οποίο ονομάζουμε “παρανομαστής” στην περίπτωση αυτήν δεν έχει σχέση με τους κανονισμούς του κάθε αθλήματος. Δεν μιλάμε για “κλοπή”. Δεν μιλάμε για λιγότερα μέτρα σε αγώνα δρόμου. Δεν μιλάμε για ελαφρύτερη σφαίρα στις ρίψεις. Αυτό το οποίο ονομάζουμε κοινό “παρανομαστή” είναι κάτι άλλο. Είναι το δεδομένο του κοινού περιβάλλοντος για όλους τους διαγωνιζόμενους. Άνθρωποι που ανήκουν στην ίδια φυλή, κατοικούν στον ίδιο χώρο, πηγαίνουν στα ίδια σχολεία, τρώνε την ίδια τροφή, πίνουν το ίδιο νερό κλπ., διαγωνίζονται μεταξύ τους. Μέσα σ’ ένα κοινό περιβάλλον ανταγωνίζονται σε κάποια ειδικά χαρακτηριστικά τους.

Αυτός ο κοινός “παρανομαστής” είναι που
διασφαλίζει τη δυναμική η οποία προστατεύει την ηθική και τον ανταγωνισμό. Τα
περίπου ίδια χαρακτηριστικά, περίπου ίδιων ανθρώπων σε ένα κοινό περιβάλλον δεν
επιτρέπουν τον εκφυλισμό του αθλητισμού. Δεν επιτρέπουν τη δημιουργία
μονοπωλίων —που καταστρέφουν τον αθλητισμό— και την “παραγωγή” νέων
και φιλόδοξων αθλητών. Αθλητών, που θα διαδεχθούν τους προκατόχους τους σε όλα
τα αθλήματα και θα συνεχίσουν αυτήν την κοινωνική δραστηριότητα. Ο κοινός
“παρανομαστής” κάνει απίθανο αυτός ο οποίος μονοπωλεί την ταχύτητα να
μονοπωλεί ταυτόχρονα καί τη δύναμη καί την αντοχή καί την αλτικότητα. Είναι
αδύνατον ένας κοινός άνθρωπος μέσα σε ένα κοινό περιβάλλον να έχει απόλυτη
υπέροχη σε όλους τους τομείς. Είναι αδύνατον με τα δεδομένα αυτά να οδηγηθούμε
στο μονο­πώλιο προσώπων, τα οποία θα καταστρέψουν τον αθλητισμό, εφόσον θα του
στερήσουν το βασικό του “καύσιμο”, που είναι το ενδιαφέρον για τις
αθλητικές αναμετρήσεις. Το ενδιαφέρον για μια μη προβλέψιμη εξέλιξη του
ανταγωνισμού. Κανένας δεν θέλει να βλέπει τον ίδιο άνθρωπο να νικά συνέχεια σε
όλα τα αθλήματα.
Τι γίνεται όμως όταν κάποιοι από τους διαγωνιζόμενους
είναι ανήθικοι; Όταν κάποιοι, χωρίς να απειλούν τους υποτιθέμενους κανονισμούς,
δεν σέβονται τον κοινό “παρανομαστή”; Τι γίνεται όταν, για
παράδειγμα, κάποιος αργός άνθρωπος θέλει να μονοπωλήσει το αγώνισμα της ταχύτη­τας
και είναι ανήθικος; Τι γίνεται όταν αυτός ο άνθρωπος πηγαίνει και δηλώνει το
όνομά του στους αγωνοδίκες και στη θέση του τρέχει μια μαύρη
“ρουκέτα” από την Αλαμπάμα; Τι γίνεται δηλαδή όταν —άσχετα με τους
κανονισμούς— παύει να υπάρχει ο κοινός “παρανομαστής” μεταξύ των
διαγωνιζομένων; Όταν ένας άνθρωπος από άλλο περιβάλλον, με άλλη παιδεία, με
άλλο σωματότυπο, με άλλη τροφή μπαίνει ν’ αγωνιστεί σε ένα περιβάλλον το οποίο
δεν μπορεί να τον ανταγωνιστεί; Τι γίνεται όταν αυτός αρχίσει να μονοπωλεί τη
δόξα και βέβαια τα “τρόπαια” για λογαριασμό του εργοδότη του; Για τον
αργό εργοδότη του, που το όνομά του θα μονοπωλεί τις ταχύτητες;
Θα οδηγηθούμε σε μονοπώλιο, το οποίο θα είναι άδικο γι’
αυτούς που αγωνίστηκαν, αλλά ήταν φύση αδύνατον ν’ αντισταθούν στην εισαγόμενη
“λαίλαπα”. Θα οδηγηθούμε στην ήττα όλων όσων ανήκουν στον κοινό
“παρονομαστή”. Αυτό όμως είναι ανήθικο, γιατί άλλος
“δηλώθηκε” ν’ αγωνιστεί σε ένα αγώνισμα και άλλος τελικά
“αγωνίστηκε”. Όμως, ο κίνδυνος δεν τελειώνει εδώ. Η ανηθικότητα δεν
έχει τέλος. Αν βρεθεί μια “φάμπρικα” και δεν αντιδράσει ο κόσμος, σύντομα
το φαινόμενο θα επεκταθεί με την ταχύτητα μιας νόσου. Αυτός ο οποίος θα γίνει
μονοπώλιο στις ταχύτητες θ’ αρχίσει ν’ αναζητά τη διάκριση και σε άλλα
αγωνίσματα. Αυτός ο οποίος ήταν αργός και δήλωσε έναν μαύρο από την Αλαμπάμα
για να τρέχει στη θέση του, θα κάνει τα ίδια κι αλλού. Θα πάει στο άθλημα της
σφαιροβολίας και θα δηλώσει ν’ αγωνιστεί με το δικό του όνομα ένα
“τανκ” από τη Ρωσία. Θα πάει στο άθλημα της αντοχής και θα δηλώσει ν’
αγωνιστεί με το δικό του όνομα μια “γαζέλα” από την Κένυα. Ποιος θ’
ανταγωνιστεί αυτόν τον ανήθικο άνθρωπο; Θεωρη­τικά δεν παραβιάζει τους
κανονισμούς. Οι αντιπρόσωποί του δεν τρέχουν λιγότερα μέτρα κι ούτε ρίχνουν με
πιο ελαφριά σφαίρα. Δεν μπορείς δηλαδή να τον ελέγξεις με βάση αυτά που προ­βλέπονται
για τους κοινούς διαγωνιζόμενους. Γιατί; Γιατί αυτός παραβιάζει τον κοινό
“παρανο­μαστή” και όχι τους κανονισμούς. Παραβιάζει την ηθική που
διέπει τη λειτουργία του αθλητισμού και όχι απαραίτητα τις διατάξεις του.
Εδώ ο αναγνώστης εύλογα θ’ αναρωτηθεί για ορισμένα
πράγματα. Οι λαοί ζούνε μόνοι τους σ’ αυτόν τον κόσμο; Δεν πρέπει να
επικοινωνούν μεταξύ τους; Δεν πρέπει να βελτιώνονται μέσω της επικοινωνίας; Δεν
έχουν θέση οι ξένοι μέσα στα κλειστά εθνικά στάδια; Βεβαίως και έχουν. Έχουν
και μάλιστα μεγαλειώδη θέση. Το θέμα είναι να μην καταστρέφουν αυτά τα οποία
εμείς θεωρούμε ως δεδομένα. Να λειτουργούν ως παράγοντες ανάπτυξης και προόδου
και όχι ως παράγοντες καταστροφής και ισοπέδωσης. Τι σημαίνουν πρακτικά όλα
αυτά; Οι λαοί συνεχώς αναζητούν τρόπους να βελτιώνονται. Αναζητούν μεθόδους,
για να “ευφραίνουν” την ψυχή τους. “Στύβουν” τα μυαλά τους,
προκειμένου να δώσουν περισσότερο ενδιαφέρον σ’ αυτά που ήδη κάνουν.
Ανταλλάσουν απόψεις. Ανταλλάσουν γνώσεις. Μιμούνται ό,τι τους φαίνεται καλό.
Είτε αυτό είναι μια καλή συνταγή μαγειρικής είτε ένα αθλητικό δρώμενο.
Εδώ ακριβώς βρίσκεται το λεπτό σημείο. Μέσα σε ένα
εθνικό στάδιο ανταγωνίζονται οι άνθρωποι μεταξύ τους στα όσα έχουν γνώση να το
κάνουν. Ένας λαός. για παράδειγμα. μπορεί να έχει σκεφτεί και να έχει αναπτύξει
δέκα διαφορετικά αθλήματα. Κάποιος άλλος λαός μπορεί να έχει αναπτύξει πέντε
παραπάνω. Αυτά τα πέντε μπορούν να μπουν μέσα στο εθνικό στάδιο. Μπορούν να
μπουν όμως ως αθλήματα “επίδειξης”. Ως αθλήματα, που οι ξένοι οι
οποίοι τα γνωρίζουν θ’ ανταγωνιστούν μεταξύ τους για να τους δει ο κόσμος και
αν του αρέσει να τα εντάξει στα δικά του αθλήματα. Αν του αρέσει να
δημιουργήσει δικούς του αθλητές, που, όταν θα ξεκι­νήσουν ν’ ανταγωνίζονται
μεταξύ τους, θα το κάνουν σεβόμενοι τον κοινό “παρανομαστή”. Όταν θα
ξεκινήσουν οι γηγενείς ν’ ανταγωνίζονται στα εισαγόμενα “αθλήματα”,
οι ξένοι θα είναι καθισμένοι στα “επίσημα” του σταδίου ως τιμώμενοι
θεατές και ευεργέτες. Ό,τι δεν μπορεί ν’ αναπτυχθεί εντός των εθνικών ορίων και
ταυτόχρονα αρέσει στον κόσμο, θα παραμείνει στο ειδικό επίπεδο του αθλήματος
“επίδειξης”, στο οποίο θ’ ανταγωνίζονται οι ξένοι μεταξύ τους προς
“τέρψιν” του κοινού.
Το ακριβώς αντίστοιχο γίνεται και στην οικονομία. Ο
κάθε παραγωγικός κλάδος είναι ένα ξεχωριστό “άθλημα”. Έχει τα δικά
του “φαβορί” και τα δικά του “αουτσάιντερ” στον αγώνα για τη
νίκη. Ο κάθε κλάδος έχει ως “άθλημα” τη δική του
“τεχνογνωσία”. Ο κλάδος της παραγωγής αυτοκινήτων είναι ο αγώνας των
εκατό μέτρων. Ο κλάδος της παραγωγής ηλεκτρικών συσκευών είναι ο αγώνας των
τετρακοσίων μέτρων. Ο κλάδος της παραγωγής υποδημάτων είναι ο αγώνας της
σφαιροβολίας. Όλοι οι κλάδοι της παραγωγής είναι “αγωνίσματα” που
ανήκουν στην ίδια οικονομία. Την “καθαρότητα” και άρα την ηθική του
ανταγωνισμού τη διατηρεί και σ’ αυτήν την περίπτωση ο κοινός
“παρανομαστής”. Όλοι διαγωνίζονται για την κατάκτηση της νίκης στην
αγορά, περιορι­ζόμενοι όμως από τον ίδιο “παρανομαστή”.
Περιοριζόμενοι όλοι, για παράδειγμα, από τις ίδιες συλλογικές συμβάσεις
εργασίας των εργαζομένων τους. Περιοριζόμενοι όλοι από τα ίδια ασφάλιστρα των
εργαζομένων τους. Περιοριζόμενοι όλοι από το ίδιο κόστος ενέργειας.
Περιοριζόμενοι όλοι από τις ίδιες κλιματολογικές συνθήκες.
Όπως και στη περίπτωση του αθλητισμού έτσι και σ’ αυτήν
την περίπτωση είναι απίθανο, όταν ισχύει ο “κοινός παρανομαστής”, να
γίνει κάποιος μονοπώλιο σε πολλά “αθλήματα”. Είναι απίθανο για
παράδειγμα να είναι κάποιος ασυναγώνιστος σε τεχνογνωσία διαφορετικών
προϊόντων. Είναι απίθανο να είναι κάποιος ασυναγώνιστος, εξαιτίας του κόστους
παραγωγής του. Το κάθε “αγώνισμα” έχει αναγκαστικά τα δικά του
“φαβορί” και τα δικά του “αουτσάιντερ” μέσα σε ένα κοινό
περιβάλλον. Στο “στάδιο” υπάρχει ανταγωνισμός, αλλά ο ανταγωνισμός
αυτός δεν “νοθεύεται”.
Τι γίνεται όμως με τους ξένους, των οποίων ο
“παρανομαστής” είναι διαφορετικός; Τι γίνεται με την εξέλιξη, που στο
μεταξύ “τρέχει” σε όλα τα μήκη και τα πλάτη του Πλανήτη; Γίνεται ό,τι
είπαμε και για τον αθλητισμό. Ανακάλυψαν οι Αμερικανοί το ράγκμπι; Συμμετέχουν
ως “επισκέπτες” στο ελληνικό στάδιο για έναν αγώνα επίδειξης.
Προσφέρουν το θέαμα, για να κριθούν από τους θεατές και αν αρέσει η επινόησή
τους προσφέρουν και τους κανονισμούς για να το αναπτύξει η τοπική κοινωνία.
Ό,τι είναι το “ράγκμπι” για τον αθλητισμό
είναι το κάθε νέο προϊόν που καλύπτει ανάγκες του τοπικού πληθυσμού και το
επιθυμεί. Ανακαλύφθηκε η τηλεόραση και η ελληνική παραγωγή δεν έχει αντίστοιχο
προϊόν; Εισάγεται η τηλεόραση και γίνεται ένα προϊόν “επίδειξης”. Αν
το επιθυμεί ο κόσμος, οι εφευρέτες της προσφέρουν την τεχνογνωσία για να το
παράγουν σε συνθήκες “κοινού παρανομαστή” οι Έλληνες παραγωγοί. Η
ελληνική αγορά πάντα θα είναι στίβος για τους Έλληνες παραγωγούς, οι οποίοι θα
διαγωνίζονται μεταξύ τους. Ό,τι μπορεί να παράγει η τοπική παραγωγή θα
παραδίδεται χωρίς όρους στους τοπικούς παραγωγούς. Η καλύτερη για τους ξένους
περίπτωση είναι η συμπαραγωγή, ώστε να διασφαλίζεται πάντα ο “κοινός
παρανομαστής”. Τι γίνεται όμως όταν δεν είναι στις δυνατότητες της τοπικής
παραγωγής ν’ αναπτύξει το άθλημα “επίδειξης”; Όταν αυτό το
“άθλημα” δεν μπορεί ούτε σε συνθήκες συμπαραγωγής ν’ αναπτυχθεί; Αυτό
το άθλημα παραδίδεται αναγκαστικά στους ξένους υπό συγκεκριμένους όρους. Το
“άθλημα” λόγου χάρη της παραγωγής μπανάνας δεν μπορεί ν’ αναπτυχθεί
από τους Σουηδούς. Αναγκαστικά μέσα στον σουηδικό “στίβο” της αγοράς
θ’ αγωνίζονται μόνον ξένοι “αθλητές”.
Όλα αυτά υπάρχουν, όταν υπάρχει ηθική στην οικονομία.
Όταν δεν υπάρχει η ανηθικότητα την οποία εκφράζει ο ιμπεριαλισμός. Ο
ιμπεριαλισμός των ισχυρών, που θέλουν να μπαίνουν μέσα στις εθνικές αγορές και
να λεηλατούν τους πάντες. Να καταστρέφουν τους τοπικούς παραγωγούς και να οδηγούν
στην ανεργία το τοπικό εργατικό δυναμικό. Οι ιμπεριαλιστές, που, για να
καταφέρουν τους στόχους τους, χρησιμοποιούν τους λακέδες τους. Τους ανήθικους
λακέδες τους, οι οποίοι προσφέρουν επ’ αμοιβή τις εξυπηρετήσεις τους. Που τους
προσφέρουν την εθνική τους ταυτότητα, για να αλώσουν την εθνική αγορά. Τους
ανήθικους, που “δηλώνουν” σαν “αθλητές” το όνομά τους για
έναν αγώνα και στη θέση τους τρέχουν τα “άλογα” των αφεντικών τους.
Όταν υπάρχει δηλαδή ιμπεριαλισμός, συμβαίνει αυτό το
οποίο είπαμε παραπάνω. Υπάρχουν ανήθικοι άνθρωποι που
“ψευδοαγωνίζονται”. Υπάρχουν άνθρωποι οι οποίοι δηλώνονται σε πολλά
“αγωνίσματα” και νοθεύουν τον “αθλητισμό”. Αυτοί είναι οι
άθλιοι έμποροι. Ο έμπορος θα κάνει αυτά τα οποία κάνει ένας άθλιος στον
αθλητισμό. Εκεί όπου χρειάζεται τεχνογνωσία, για να μετατραπεί ο ίδιος σε
μονοπώλιο, θα “εισάγει” προϊόντα ξένων, που έχουν ανώτερη
τεχνογνωσία. Εκεί όπου χρειάζεται χαμηλό κόστος, θα “εισάγει” φτηνά
προϊόντα ξένων, οι οποίοι εργάζονται με πολύ χαμηλά μεροκάματα. Θα δηλώσει το
όνομά του σαν ανταγωνιστή των “αθλητών” του τομέα παραγωγής
αυτοκινήτων και θα εισάγει τα προϊόντα των κορυφαίων του είδους παγκοσμίως.
Αφού μονοπωλήσει τον τομέα των αυτοκινήτων, θα πάει στον τομέα των ηλεκτρικών
συσκευών και θα κάνει το ίδιο. Είναι θέμα χρόνου μετρημένοι στα δάχτυλα
άνθρωποι να μονοπωλήσουν το σύνολο της οικονομίας. Είναι θέμα χρόνου
“ψευδοαθλητές”, που δεν παράγουν οι ίδιοι και άρα δεν
“αγωνίζονται” υπό συνθήκες “κοινού παρανομαστή”, να
μονοπωλήσουν όλα τα “αθλήματα”. Είναι θέμα χρόνου να καταστραφούν οι
τοπικοί παραγωγοί-“αθλητές” και είναι θέμα χρόνου να μείνουν άνεργοι
οι “θεατές” του “σταδίου”. Χωρίς “εισιτήρια” και
χωρίς ενδιαφέρον μέσα στο “στίβο” είναι θέμα χρόνου η παρακμή του
“αθλητισμού”.
Ο αναγνώστης αντιλαμβάνεται πλέον γιατί εξ αρχής στο
κείμενό μας θεωρήσαμε ότι τα όσα ακούγονται σήμερα από την πλευρά της εξουσίας
είναι εκ των δεδομένων λάθος. Οι ίδιοι άνθρωποι που καταστρέψανε τα πάντα, μας
ζητάνε να τους ψηφίσουμε, για να μας λύσουν τα προβλήματα τα οποία προέκυψαν
από τις δικές τους επιλογές. Επιλογές, που δεν ήταν αποτελέ­σματα της βλακείας
τους, αλλά πάρθηκαν εξαιτίας των εντολών των “αφεντικών” τους. Αυτοί
καταστρέψανε την εθνική παραγωγή και άρα αυτοί οδήγησαν τα εκατομμύρια των
Ελλήνων στην ανεργία. Αυτοί οδήγησαν τα εκατομμύρια των Ελλήνων κάτω από τα
όρια της φτώχειας. Αυτοί επέβαλαν την οικονομία της Νέας Τάξης.
Τι είναι αυτή η οικονομία; Η οικονομία της ζούγκλας. Η
οικονομία του πολέμου. Όποιος “αθλητής” είναι λακές του ισχυρότερου
εκμεταλλευτή είναι ασυναγώνιστος. Ας δει ο αναγνώστης τι συμβαίνει γύρω του
στην οικονομία. Έχει ανοίξει η ελληνική αγορά και ο καθένας εισάγει ό,τι θέλει,
όταν θέλει κι απ’ όπου θέλει. Το εργατικό δυναμικό δεν εργάζεται, γιατί
απλούστατα δεν συμφέρει κανέναν να παράγει στην Ελλάδα. Τη λίστα με τις
ισχυρότερες και πιο κερδοφόρες επιχειρήσεις στην Ελλάδα τη μονοπωλούν τα σούπερ
μάρκετ των εμπόρων και των λίγων πωλητών και όχι οι βιομηχανίες των παραγωγών
και των χιλιάδων εργατών. Κυρίαρχοι της αγοράς έγιναν οι μπακάληδες και
διάσημοι μάνατζερ οι πρώην “μπακαλόγατοι”. Οι “σαλαμούρες”
της αγοράς. Τα άθλια κερδοσκοπικά υποκείμενα, που πουλάνε το νερό πιο ακριβά
απ’ όσο πιέζουν τους παραγωγούς να τους αγοράζουν το γάλα. Τα άθλια υποκείμενα,
που διατηρούν υπό καθεστώς ομηρίας τους πολίτες. Τους διατηρούν ως αδύναμους
καταναλωτές στην αγορά και ως άνεργους εργαζόμενους στην παραγωγή.
Εξαιτίας αυτών των τρωκτικών υποφέρουν οι πάντες.
Καταστρέφονται παραγωγοί, μένουν άνεργοι οι εργάτες και οι καταναλωτές πέφτουν
θύματα της αισχροκέρδειας, γιατί κανένας δεν μπορεί ν’ αντιδράσει στα
μονοπώλια. Φτάσαμε στο σημείο να μένει αδιάθετη η ελληνική πατάτα, επειδή
εισάγεται αιγυπτιακή και την ίδια ώρα να μην επωφελείται ο καταναλωτής από τη
διαφορά της τιμής. Οι ψαράδες πετάνε τα ψάρια τους στη θάλασσα, και οι καταναλωτές
τρώνε πανάκριβα τα κατεψυγμένα εισαγωγής. Ένας “καρκίνος” καταστρέφει
τα πάντα στο πέρασμά του και κανένας δεν μπορεί ν’ αντιδράσει. Οι έμποροι
κερδοσκοπούν και κανένας δεν μπορεί να τους σταματήσει. Οι πολιτικοί τους
φοβούνται, γιατί είναι οι κύριοι χρηματοδότες των κομμάτων τους και οι απλοί
καταναλωτές είναι όμηροι των αναγκών τους.
Γι’ αυτόν τον λόγο δεν είναι τίποτε σωστό από αυτά τα
οποία ακούμε. Δισεκατομμύρια ξοδεύ­ονται σε σεμινάρια, που στόχο έχουν να
βελτιώσουν υποτίθεται την ανταγωνιστικότητα της τοπικής κοινωνίας. Παίρνουν
τους ανέργους και τους στέλνουν για επιμόρφωση. Εκτός από αυτούς που τα
“κονομάνε” με τα σεμινάρια εισπράττοντας τα “πακέτα”,
κανένας άλλος δεν κερδίζει. Ο ένας κοροϊδεύει τον άλλο. Αυτόν, που πρέπει να
εργάζεται ως τορναδόρος για να βγάζει το μεροκάματό του, τον εκπαιδεύουν στο
μάρκετινγκ. Αυτόν, που πρέπει να βιδώνει βίδες για να βγάζει το μεροκάματό του,
τον εκπαιδεύουν στο μάνατζμεντ. Τρομερά πράγματα, τα οποία, αν δεν ήταν
τραγικά, θα ήταν λόγος να ξεκαρδιστεί κάποιος στα γέλια. Γιατί; Γιατί
απλούστατα δεν έχουν την παραμικρή σχέση με την πραγματικότητα.
Ο εργάτης είναι απαραίτητος στην παραγωγή γι’ αυτό που
ξέρει να κάνει και είναι η εργασία του. Εκπαιδεύεται και την κάνει. Είτε απλή
αυτή η εργασία είτε σύνθετη, ο ρόλος του εργάτη είναι να την εκτελεί. Ο εργάτης
γι’ αυτό κρίνεται και από το απαραίτητο της εργασίας του για την παραγωγή
προκύπτει το μεροκάματο. Όσο ασήμαντο είναι από πνευματικής άποψης να βιδώνει
κάποιος βίδες, τόσο σημαντικό είναι για την παραγωγή. Απλά πράγματα. Αν δεν
βιδωθούν αυτές οι βίδες, δεν υπάρχει προϊόν. Αυτός ο οποίος τις βιδώνει είναι ο
εργάτης και γι’ αυτό πληρώνεται. Δεν πληρώνεται ούτε για να σκέπτεται ούτε για
να κάνει αναπτυξιακές προτάσεις. Γιατί τον στέλνεις αυτόν τον άνθρωπο σε επιμορφωτικά
σεμινάρια; Γιατί “δουλεύεις” με ψευδογνώσεις μάρκετινγκ αυτόν τον
οποίο καταδίκασες στην ανεργία;
Το ερώτημα που τίθεται είναι το εξής απλό. Πώς μπορεί
ένας εργάτης μέσω της εκπαίδευσης να γίνει ανταγωνιστικότερος ενός άλλου
εργάτη; Πώς μπορεί η ανταγωνιστικότητα αυτή να μετατραπεί στη συνέχεια σε
ανταγωνιστικότητα της τοπικής παραγωγής και κατ’ επέκταση της τοπικής
κοινωνίας; Ένας δημιουργός ή ένας επιστήμονας για παράδειγμα μπορεί, μέσω της
καλύτερης εκπαίδευσης, να γίνει πιο ανταγωνιστικός από έναν όμοιό του στο
εξωτερικό. Ένας εργάτης πώς μπορεί να γίνει ανταγωνιστικότερος του συναδέρφου
του, για να επωφεληθεί από αυτό η εθνική του οικονομία; Πόσους μπορεί να αφορά
μέσα σε μια κοινωνία αυτή η μέθοδος της βελτίωσης της ανταγωνιστικότητας μέσω
της εκπαίδευσης; Πόσοι μπορεί να είναι οι επιστήμονες ή οι εφευρέτες μέσα σε
μια κοινωνία; Οι υπόλοιποι τι θα κάνουν; Όταν η συντριπτική πλειοψηφία των
εργαζομένων μέσα σε μια χώρα είναι εργάτες, πώς αυτοί θα επιβιώσουν; Πώς θα
εξασφαλίσουν το μεροκάματο με τις απλές εργασίες που απαιτεί η παρα­γωγή;
Αυτό είναι το όλο θέμα. Ο εργάτης εργάζεται. Ο εργάτης
μπορεί να κουβαλάει ένα κουτί από τη μια μηχανή σε μια άλλη και με αυτήν του
την πράξη να εισπράττει το μεροκάματό του. Αν εκπαιδευτεί μπορεί να κουβαλάει
δέκα κουτιά ταυτόχρονα; Υπάρχει δηλαδή κάποιο “μυστικό”, το οποίο
μπορεί να μεταφερθεί μέσω της εκπαίδευσης, ώστε ένας εργάτης να κουβαλάει δέκα
κουτιά ταυτόχρονα; Άρα, πώς θα γίνει ανταγωνιστικότερος του Κινέζου συναδέρφου
του για παράδειγμα; Αν δεν μπορεί μέσω της εκπαίδευσης να κουβαλάει δέκα κουτιά
ταυτόχρονα, πώς θα ανταγωνιστεί τον Κινέζο εργάτη, ο οποίος εισπράττει τα
υποδεκαπλάσια από αυτόν ως μισθό; Πώς αυτή η ανταγωνιστικότητα θα
“περάσει” στην εθνική οικονομία; Άρα τι μένει, για να γίνει ανταγωνιστική
η εθνική οικονομία και άρα να επιβιώσουν οι τοπικές επιχειρήσεις; Το μόνο που
μένει είναι το οικονομικό.
Εδώ ακριβώς βρίσκεται το πρόβλημα. Τα ζώα που μας
κυβερνάνε όλα αυτά τα γνωρίζουν και μας “δουλεύουν”. Πρώτα μας
πέταξαν στη “θάλασσα” και μετά μας κατηγορούν γιατί δεν μείναμε
“στεγνοί”. Βάζοντάς μας στη λογική του ανταγωνισμού, προσπαθούν να
εξασφαλίσουν “άλλοθι” για να δικαιολογήσουν τα εγκλήματα που
αναγκαστικά θα πρέπει να διαπράξουν εξαιτίας της αδιέξοδης κατάστασης στην οποία
οι ίδιοι μας έχουν οδηγήσει. Πρέπει ο τοπικός εργάτης να εξαθλιωθεί, για να
κατορθώσει η τοπική παραγωγή να μειώσει το κόστος παραγωγής της, ώστε να μπορεί
ν’ ανταγωνιστεί τα προϊόντα μιας ξένης οικονομίας. Πρέπει ο τοπικός εργάτης να
οδηγηθεί στην απόλυτη φτώχεια, προκειμένου ν’ “ανταγωνιστεί” τον
Κινέζο εργάτη, ο οποίος εργάζεται σε συνθήκες Μεσαίωνα. Να ανταγωνιστεί έναν
εργάτη ασυναγώνιστο, όχι επειδή είναι καλά εκπαι­δευμένος, αλλά επειδή έχει
καθηλωθεί στο επίπεδο του δούλου. Δούλος είναι ένας εργάτης ο οποίος εργάζεται
δώδεκα ώρες την ημέρα, επτά μέρες την εβδομάδα για έναν μισθό αστείο.
Τι εννοούν λοιπόν όλοι αυτοί οι καραγκιόζηδες όταν λένε
ότι η ελληνική οικονομία πρέπει να γίνει ανταγωνιστική; Να επιστρέψουμε στο
Μεσαίωνα; Στο Μεσαίωνα των ατομικών δια­πραγματεύσεων; Στο Μεσαίωνα, όπου δεν
υπάρχει κατοχυρωμένο το δικαίωμα της εργασίας; Στο Μεσαίωνα, όπου ο εργοδότης
ήταν ταυτόχρονα και κύριος και ζητούσε κι άλλα πράγματα πέραν της εργασίας;
Ζητούσε ό,τι ήθελε, γιατί μπορούσε να απειλεί με την επιβίωση του εργαζομένου;
Ζητούσε δούλους, οι οποίοι μετά το εργοστάσιο να πηγαίνουν να του κάνουν τα
ψώνια στην αγορά ή να του καθαρίζουν το σπίτι και αν τύχει κι είναι όμορφη η
εργαζόμενη, να κοιμάται και μαζί του; Τι σημαίνει διαρθρωτική αλλαγή στον τομέα
της εργασίας; Να καταργήσουμε τις συλλογικές συμβάσεις εργασίας; Να επιτρέπουμε
στον καθένα να απολύει όποιον θέλει όποτε θέλει με κριτήρια που δεν αφορούν την
εργασία; Τι σημαίνει μερική απασχόληση; Με πέντε θέσεις εργασίας να επιβιώνουν
στα όρια της φτώχειας δεκαπέντε άνθρωποι; Να μοιράζονται “ψίχουλα” οι
εργαζόμενοι, για να μην πεθαίνουν απλά από την πείνα;
Αυτοί οι οποίοι καταστρέψανε την παραγωγή είναι οι
ίδιοι που σήμερα μας προσφέρουν τις λύσεις. Το ακόμα χειρότερο είναι αυτό το
οποίο φαίνεται καλύτερο. Εξαιτίας της ιδιομορφίας της πανέμορφης χώρας μας
βρήκαν και άλλη “καραμέλα” να μας δουλεύουν. Μιλάνε για τη βαριά
“βιομηχανία” του τουρισμού. Τι σχέση έχει ο τουρισμός με την
πραγματική οικονομία; Ό,τι σχέση έχει ένας κραταιός βιομήχανος με ένα ρεμάλι
γιο που τον κληρονομεί. Ό,τι σχέση έχει ένας κραταιός βιομήχανος όπως ο Φορντ
με ένα ρεμάλι όπως ο αδερφός της Νταϊάνα, που μετέτρεψε τον τάφο της αδερφής
του σε αξιοθέατο, για να φάει ένα κομμάτι ψωμί. Ο τουρισμός είναι η οικονομία
που δικαιολογείται μόνον για τους ανίκανους και τους αδύναμους. Αυτούς, που
ποτέ δεν έκαναν τίποτε κι απλά ήταν τυχεροί, είτε γιατί κληρονόμησαν κάτι
αξιοπερίεργο είτε γιατί απλά γεννήθηκαν σε ένα όμορφο μέρος. Αυτούς, που
κάθονται σε μια καρέκλα και περιμένουν με το χέρι απλωμένο να περάσει κάποιος
περίεργος. Αυτοί, που βελτιώνουν την ανταγωνιστικότητά τους
“γλείφοντας”. Αυτοί, που θα στείλουν την όμορφη και δασκαλεμένη κόρη
τους να “μαζέψει” τους “πελάτες” τους, για να μην πέσουν
στα “χέρια” των ανταγωνιστών τους.
Η πραγματική οικονομία στηρίζεται στην παραγωγή και
αναπτύσσεται μακριά από το “σπίτι” του παραγωγού. Όταν η οικονομία
βασίζεται στο “σπίτι”, υπάρχει αρρώστια. Όταν τρως ψωμί, επειδή
επιδεικνύεις την αδερφή σου, είναι θέμα χρόνου να ξεπεράσεις τα όρια. Είναι
θέμα χρόνου, όταν δεν θα φτάνει πια το χαμόγελό της για την εξυπηρέτηση των
πελατών, να της ζητήσεις να “βελτιώσει” την ανταγωνιστικότητά της.
Όταν δηλαδή φτάνουμε ως χώρα στη “βιομηχανία” του τουρισμού, φτάνουμε
κοντά στην παρακμή. Μια παρακμή όπως αυτή που σήμερα μαστίζει τους άλλοτε
πανίσχυρους “γαλαζοαίματους”. Αυτοί, που κάποτε έλεγχαν τον κόσμο και
έφτιαχναν παλάτια για τα παιδιά τους και τους φίλους τους, έφτασαν στο σημείο
να τα χάσουν όλα και να επιβιώνουν ως ξεναγοί στα παλάτια που κληρονόμησαν.
Έφτασαν στο σημείο να τρώνε ψωμί. δείχνοντας τα “βρακιά” των προγόνων
τους. Σε δωμάτια και διαδρόμους, όπου κάποτε περιφέρονταν οι κραταιοί
ιδιοκτήτες και οι αγαπημένοι φίλοι τους, περιφέρονται σήμερα τουρίστες με
χαβανέζικα πουκάμισα και σανδάλια. Η απόσταση που χωρίζει αυτές τις δύο καταστάσεις
μεταξύ τους είναι η απόσταση που χωρίζει την πραγματική βιομηχανία από τη
“βιομηχανία” του τουρισμού.
“Χαμογελάτε” Έλληνες, για να έρθουν οι
τουρίστες. Σήμερα μπορεί το χαμόγελο να μας δίνει ανταγωνιστικότητα. Αύριο τι
θα γίνει, αν μας “φτάσουν” οι ανταγωνιστές μας; Θα στέλνουμε τις
αδερφές μας στα σύνορα να “καλούν” τους τουρίστες; Σήμερα μας λένε να
χαμογελάμε, γιατί αποδίδει και είναι τζάμπα. Αύριο, όταν αυτό δεν θα φτάνει, τι
θα μας προτείνουν. Θα μας προτείνουν τίποτε άλλο εξίσου αποδοτικό και εξίσου
“τζάμπα”; Όλα αυτά δεν τα σκεφτόμαστε επειδή είμαστε ευφάνταστοι.
Είναι πράγματα τα οποία συμβαίνουν και αποτελούν μάστιγα της κοινωνίας. Σήμερα
στην “ανεπτυγμένη” εποχή μας υπάρχουν “σεξοτουρίστες”. Στα
χρόνια των “απολίτιστων” τους σεξοτουρίστες τους κρεμούσαν στις
πλατείες. Στα χρόνια των “πολιτισμένων” τους ζητάνε να πληρώσουν με
πιστωτικές μέσω ίντερνετ.
Όλα αυτά είναι η λογική κατάληξη μιας ανήθικης
οικονομίας. Όταν στηρίζεσαι στον τουρισμό για να φας ένα κομμάτι ψωμί, είναι
θέμα χρόνου η εθνική υποτέλεια και η κοινωνική παρακμή. Γιατί; Γιατί, όταν
περιμένεις να επιβιώσεις από τον τουρισμό, είσαι “ευάλωτος” στις
όποιες ταξιδιωτικές “οδηγίες” των ιμπεριαλιστών. Κάθε φορά που θα
αντιδράς, υπερασπιζόμενος τα εθνικά σου συμφέροντα, θα σε απειλούν. Θα σε
κατατάσσουν στην κατηγορία των “τρομοκρατών” και θα
“διοχετεύουν” τα τουριστικά “καραβάνια” σε άλλους
προορισμούς. Το ίδιο κοντά είναι και η κοινωνική παρακμή. Όταν δεν θα φτάνει το
ηλιοβασίλεμα, θα πρέπει να κατεβάσεις τα βρακιά σου για να σε προτιμήσει ο
πελάτης. Όλα εκεί καταλήγουν, όταν θέλεις να επιβιώσεις χωρίς να εργάζεσαι
πραγματικά.
Το τι σημαίνει ανταγωνισμός στον τουρισμό μπορεί να το
καταλάβει ο αναγνώστης αν δει τι έκαναν οι τουρίστες στις φτωχές χώρες της
Νοτιοανατολικής Ασίας. Αφού πρώτα τις εκπόρνευσαν, στη συνέχεια προχώρησαν
παραπέρα. Όπως είπαμε σε άλλο σημείο, πάντα πιο πέρα από το κακό υπάρχει το
χειρότερο. Όταν δεν έφταναν οι γυναίκες των “βιομηχάνων” του
τουρισμού, άρχισαν να τους ζητάνε τα παιδιά τους; Πώς θα συναγωνιστούμε τους
ανταγωνιστικούς “βιομήχανους” της Ταϊλάνδης; Πώς θα ανταγωνιστούμε
αυτούς οι οποίοι μετέτρεψαν τις πατρίδες τους σε “σκουπιδο­τενεκέδες”
και σήμερα ούτε κι αυτό τους φτάνει για να τους προτιμήσουν; Αυτή είναι η βαριά
“βιομηχανία” που ονειρεύονται κάποιοι για την πατρίδα μας; Ή μήπως
εμάς θα μας σεβαστούν, επειδή είμαστε απόγονοι των αρχαίων Ελλήνων; Τι θα
κάνουμε όταν θα “βαρεθούν” το ηλιοβασίλεμα της Οίας; Θα τους
προσφέρουμε “βρακοβασίλεμα”;
Για εμάς ο τουρισμός είναι μια απαραίτητη, αλλά άκρως
δευτερεύουσα δραστηριότητα. Απαραίτητη είναι, γιατί πρέπει όλες οι χώρες να
είναι “ανοικτές” και απόλυτα φιλικές προς τους ανθρώπους. Πρέπει το
κάθε “σπίτι” να έχει έναν μικρό “ξενώνα” για τον ξένο που
για τον οποιονδήποτε λόγο θα βρεθεί στην “πόρτα” του. Αυτό είναι
ακίνδυνο και αρκετά χρήσιμο για όλους. Είναι χρήσιμο γι’ αυτούς που θέλουν να
ταξιδεύσουν και να γνωρίσουν τον κόσμο. Είναι χρήσιμο γι’ αυτούς που δεν
ταξιδεύουν και πρέπει επίσης να γνωρίσουν τα “παιδιά” του κόσμου.
Επιπλέον είναι χρήσιμο στο οικονομικό επίπεδο για τα μέλη της
“οικογένειας”, τα οποία δεν μπορούν να επιβιώσουν με άλλον τρόπο.
Είναι χρήσιμο για περιοχές ενός κράτους, που, πέραν της φυσικής τους ομορφιάς,
δεν έχουν κανένα άλλο προσόν για ν’ αναπτυχθούν.
Από εκεί και πέρα όμως τα πάντα πρέπει να ελέγχονται.
Γιατί; Γιατί δεν πρέπει ποτέ ο τουρισμός να γίνει κυρίαρχη οικονομική
δραστηριότητα για ένα κράτος. Είναι επικίνδυνη ως τέτοια, γιατί απειλεί να
αλλοιώσει τη φυσιογνωμία ενός ολόκληρου λαού. Όταν ένας λαός εξαρτά­ται από τον
τουρισμό, αλλοιώνει τα χαρακτηριστικά του για να προσαρμόζεται στις
“ανάγκες” των πελατών. Το ζητούμενο είναι ο λαός να έχει
χαρακτηριστικά τα οποία δεν θα εξαρτώνται από τις “απαιτήσεις”
τρίτων. Να μπορεί να επιβιώνει, χωρίς να αναγκάζεται να κάνει
“εκπτώσεις”.
Γι’ αυτόν τον λόγο οι λαοί θα πρέπει να έχουν
αναπτυγμένη πραγματική οικονομία πριν ανοίξουν τις “πόρτες” τους
στους τουρίστες. Ο ξένος, ως φιλοξενούμενος, πρέπει να σέβεται τον οικοδεσπότη
του και τις ηθικές του αρχές και όχι να εμφανίζεται ως δυνάστης που απαιτεί
“εκπτώσεις”. Ακόμα κι όταν ο φιλοξενούμενος πληρώνει για τις
υπηρεσίες τις οποίες απολαμβάνει, θα πρέπει αυτό το τίμημα να είναι κάτι το
ασήμαντο στον συνολικό προϋπολογισμό του φιλο­ξενούντα. Γιατί; Για να μην
αλλάζουν οι συσχετισμοί δυνάμεων μέσα στο χώρο. Στο σπίτι ενός πλούσιου, ο
οποίος δεν σε έχει ανάγκη και σε φιλοξενεί επειδή αυτό επιβάλει ο πολιτισμός
του και όχι οι ανάγκες του, σέβεσαι τις αρχές του. Δεν σηκώνεις καν τα
“μάτια” σου παραπάνω από εκεί που σου επιτρέπεται. Αντίθετα στο σπίτι
ενός άνεργου —ο οποίος έχει “γλυκαθεί” από τα “έτοιμα” του
τουρισμού και έχει απόλυτη ανάγκη τα χρήματά σου— θα αρχίσεις να περιπλανιέσαι
στις “κρεβατοκάμαρές” του. Όλοι θα κάνουν τα “κορόιδα”,
γιατί προέχει η ανάγκη της επιβίωσης.
Αντιλαμβάνεται ο αναγνώστης πόσο “σωτήριες’ είναι
οι προτάσεις της εξουσίας περί του “ανταγωνισμού” στην παραγωγή και
της προσφάτως ανακαλυφθείσας “βαριάς” βιομηχανίας του τουρισμού. Τα
πάντα είναι εκ του πονηρού και λέγονται γιατί απλά πρέπει κάτι να πουν οι
εγκληματίες που μας οδήγησαν στην οικονομική και κοινωνική αθλιότητα. Τόσο στο
επίπεδο της παραγωγής όσο και σ’ αυτό του τουρισμού ούτε σε θεωρητικό επίπεδο
δεν έχουμε την ελπίδα να επιβιώσουμε εξαιτίας της προσπάθειάς μας για
“ανταγωνιστικότητα”. Ακόμα κι αν οι εργάτες μας εργάζονται ως δούλοι
χωρίς καθόλου μισθό και πάλι δεν θα είμαστε ανταγωνιστικοί. Απλά να τους
ταΐζεις σε δημόσια σισίτια για να μην πεθαίνουν από την πείνα, θα εξακολουθούν
να είναι πιο ακριβοί από τους Κινέζους. Το ίδιο συμβαίνει και στο επίπεδο του
τουρισμού. Δεν επιτρέπει η παιδεία των Ελλήνων τις “εκπτώσεις”, που
εξασφαλίζει το ψωμί της ξεφτίλας. Είναι θέμα χρόνου αν οι κακομαθημένοι
τουρίστες απαιτήσουν το κάτι παραπάνω να φύγουν με τις κλωτσιές.
Στο μεταξύ —και ενώ βασιλεύει η αθλιότητα και η
φτώχεια— αυτοί οι οποίοι μας οδήγησαν σ’ αυτήν την κατάσταση
“ροκανίζουν” ό,τι βρίσκουν μπροστά τους. Μέσα σ’ αυτό το χάος της
καταστροφής βγήκαν οι πονηροί κι “αλωνίζουν”. Επιτρέπουν σε ξένους
και γηγενείς εμπόρους να λεηλατούν το δημόσιο κεφάλαιο. Επιτρέπουν στους ίδιους
άθλιους να “σπρώχνουν” τον ελληνικό λαό σε μορφές οικονομικής
δραστηριότητας οι οποίες δεν έχουν σχέση με την παραγωγή. Τα πάντα με άλλοθι
την “ανάπτυξη”. Τα πάντα με άλλοθι την αναζήτηση των επενδύσεων και
βέβαια των επενδυτών. Ξεπουλάνε τα πάντα, προσπαθώντας να μας πείσουν ότι αυτό
εκτός από θεμιτό είναι ταυτόχρονα και υποχρεωτικό, εξαιτίας της εισόδου μας
στην Ε.Ε.
Όπως συμβαίνει πάντα έτσι και σ’ αυτήν την περίπτωση τα
πάντα είναι ψέματα. Επωφελούνται της άγνοιας του λαού και πραγματοποιούν εγκλήματα.
Εγκλήματα, που θα οδηγήσουν σταδιακά τον ελληνικό λαό στην απόλυτη φτώχεια και
στην απόλυτη αδυναμία. Εγκλήματα, που γίνονται καθ’ υπόδειξη των ιμπεριαλιστών.
Γι’ αυτόν τον λόγο αυτοί οι οποίοι σήμερα μας μιλάνε για
“ανταγωνιστικότητα” παραδίδουν γη και ύδωρ στα “αφεντικά”
τους. Εκχώρησαν στρατηγικούς τομείς του εθνικού συστήματος σε ξένους. Το
κεντρικό αεροδρόμιο της χώρας, ο τομέας της διατροφής του λαού (σούπερ μάρκετ),
η διώρυγα της Κορίνθου, οι τηλεπικοινω­νίες, η ενέργεια κλπ., και ό,τι ξεχωρίζει
ένα ελεύθερο κράτος από μια αποικία, ανήκουν ήδη στη σφαίρα ελέγ­χου των
Δυτικών.
Κάθε φορά που ο ελληνικός λαός θ’ αντιδρά, θα
ελέγχεται, γιατί οι ξένοι θα μπορούν να τον εκβιάζουν, προκαλώντας δυσλει­τουρ­γία
στους νευραλγικούς τομείς της άμυνας, της οικονομίας και των υπηρεσιών. Πώς
μπορείς ν’ αντιδράσεις εναντίον κάποιου, όταν αυτός ελέγχει τις επικοινωνίες
σου, τις “πύλες” εισόδου και εξόδου της χώρας σου, την ενεργειακή σου
αυτονομία ή ακό­μα και τα αποθέματα της τροφής σου; Τι είδους ανεξάρτητη πολιτική
μπορεί ν’ ασκήσει ένα κράτος, όταν δεν ελέγχει τις επικοινωνίες του, δεν
ελέγχει ποιος μπαίνει και ποιος βγαίνει από τη χώρα και το σημαντι­κότερο όταν
δεν μπορεί να διασφαλίσει μια υποτυπώδη αυτοδυναμία για την επιβίωση της
κοινωνίας; Έφτασαν στο σημείο να ελέγχουν μέχρι και τα υδάτινα αποθέματα που
“ξεδιψούν” την πρωτεύουσα της πατρίδας μας.
Όλα αυτά τα έκαναν, αφού πρώτα είχαν δημιουργήσει τις
προϋποθέσεις. Αυτοί, που εξαιτίας των ρουσφετιών “φόρτωσαν” τις
υπερπολύτιμες και πανάκριβες ΔΕΚΟ με υπεράριθμο προσωπικό κομματικών κηφήνων,
βγήκαν και μας είπαν ότι θα μας “σώσουν” από αυτές, πουλώντας τες.
Γνωρίζοντας ότι ο πολίτης έχει πραγματικά βασανιστεί από τις επιχειρήσεις των
τεμπέληδων και ταυτόχρονα δεν γνωρίζει το νομικό πλαίσιο της Ε.Ε., εξασφάλισαν
το “άλλοθι” που τους χρεια­ζόταν. Στο όνομα του ανταγωνισμού της
“ποιότητας” των υπηρεσιών αλλά και εξαιτίας των ευρωπαϊκών νόμων
αποφάσισαν να τις πουλήσουν. Οι ίδιοι άνθρωποι οι οποίοι έκαναν μη
ανταγωνιστικές αυτές τις επιχειρήσεις για να εξασφαλίσουν ψήφους, σήμερα τις
κατηγορούν. Οι ίδιοι άνθρωποι οι οποίοι είναι υπεύθυνοι για τις κακές τους
υπηρεσίες για να μην “στενα­χωρήσουν” τους τεμπέληδες ψηφοφόρους που
παρίσταναν τους εργαζόμενους, σήμερα τις κατηγορούν.
Στο σημείο αυτό εμφανίζεται και η ειρωνεία της
υπόθεσης. Οι ίδιοι άνθρωποι, που σε όλη τους τη ζωή “προοδεύουν” μέσα
από κομματικές “στάνες” σήμερα βγαίνουν και μας παριστάνουν τους
λάτρεις της ελεύθερης οικονομίας. Αυτό συμβαίνει και είναι τραγικό. Σχεδόν το
σύνολο της Βουλής, που αγωνίζεται για την ελεύθερη αγορά με σημαία τον
ανταγωνισμό, είναι “γόνοι” πολιτικών που “προόδευσαν” με
τις πλάτες των πατέρων τους. Σχεδόν το σύνολο των μεγιστάνων, που σήμερα
κατηγορούν την κρατική παρεμβατικότητα στην οικονομία, έγιναν μεγιστάνες χάρη
στις προμήθειες απέναντι στο διεφθαρμένο αυτό κράτος. Απλά πράγματα. Όταν
βολεύτηκαν όλοι και έπιασαν τις “θέσεις” που στόχευαν,
“ερωτεύτηκαν” την ελεύθερη οικονομία, την αξιοκρατία και τον
ανταγωνισμό. Φτάσαμε στο σημείο ο Κυριάκος Μητσοτάκης —ο οποίος από τότε που
γεννή­θηκε τρώει ψωμί “ελέω” κράτους— να μας “διδάσκει” την
ανταγωνιστικότητα και την ελεύθερη αγορά. Φτάσαμε στο σημείο να
“υμνούν” την αξιοκρατία αυτοί οι οποίοι “ελέω πατέρα” παρα­κάμπτουν
γενιές ολόκληρες.
 
 
 
Απόσπασμα από το βιβλίο:
 
 
ΠΑΝΑΓΙΩΤΗΣ ΤΡΑΪΑΝΟΥ
Share: