Τι συμβαίνει με τα γκάλοπ;
Είναι συνταγματικά νόμιμη η χρήση τους ή μήπως πρέπει να κλείσουμε για πάντα τα “μαγαζάκια” της Opinion, της ΜRB και των άλλων ομοειδών “κοινωφελών” εταιρειών; “Γκάλοπ”… μια λέξη με σχεδόν μαγική σημασία, που έχει μπει για τα καλά στην καθημερινότητά μας. Μια λέξη, που είναι σε θέση άλλους να τους “μεθύσει” από χαρά και άλλους να τους βυθίσει στο “πένθος”. Καθημερινά βλέπουμε το επικοινωνιακό “παιχνίδι” των κομμάτων να περιστρέφεται γύρω από τα γκάλοπ. Ολόκληρες πολιτικές αλλάζουν εξαιτίας ενός γκάλοπ. Κυβερνητικά προγράμματα πετιούνται στα σκουπίδια εξαιτίας ενός γκάλοπ. Δεν υπάρχει κόμμα που να μην επηρεάζεται από αυτά. Δεν υπάρχει προγραμματική εξαγγελία, που να μην έχει λάβει υπ’ όψιν της το μέγεθός αυτό. Ακόμα και η καθημερινή ρητορεία των κομμάτων είναι άμεσα εξαρτώμενη από το καθημερινό δελτίο των γκάλοπ, που θα πάει στα γραφεία τους. Μέχρι και ο κόσμος στις καθημερινές συζητήσεις του έχει μάθει να χρησιμοποιεί τα “ευρήματά” τους στην επιχειρηματολογία του.
Τι συμβαίνει πραγματικά με το φαινόμενο αυτό; Γιατί εμφανίστηκε τώρα ως παράγοντας που επηρεάζει την πολιτική και όχι δεκαετίες πριν, όταν και εφευρέθηκε ως μέθοδος πρόβλεψης αποτελεσμάτων; Γιατί δηλαδή “καθυστέρησαν” κάποιοι να το ανακαλύψουν και να το εφαρμόσουν στην πολιτική και τι ήταν αυτό το οποίο άλλαξε σήμερα ώστε ν’ αποτελεί ένα από τα πιο βασικά “εργαλεία” παραγωγής πολιτικών προτάσεων; Κανένας δεν καθυστέρησε και ούτε αγνοούσαν την αξία ενός “εργαλείου” όπως το γκάλοπ. Απλά δεν τους συνέφερε. Μέχρι τώρα το σύστημα ήταν σχεδιασμένο με έναν τρόπο που έκανε άχρηστο αν όχι επιζήμιο το γκάλοπ. Σήμερα, που αλλάζει ο σχεδιασμός το γκάλοπ γίνεται υπερπολύτιμο. Αυτοί οι οποίοι μας “δούλευαν” στο παρελθόν θα επιχειρήσουν να μας “δουλέψουν” και στο μέλλον. Αυτό είναι το μόνο σίγουρο. Το μόνο που αλλάζει είναι ο τρόπος.
Το ερώτημα που τίθεται εδώ είναι το εξής: Μπορεί κάποιος να “δουλέψει” έναν ολόκληρο λαό; Μπορεί να τον εκμεταλλεύεται, χωρίς να βρίσκει την παραμικρή αντίσταση; Μπορεί, αρκεί να μην σέβεται το Σύνταγμα και τις διατάξεις του. Αρκεί να το “παρακάμπτει”, για να μην περιορίζεται από τις διατάξεις που αφορούν όλους τους άλλους εκτός από τον ίδιο. Μπορεί κάποιος να παρακάμψει το Σύνταγμα; Έχει το Σύνταγμα εκείνες τις αδυναμίες, που να το κάνουν “διαπερατό” από τους πονηρούς; Αυτό θα προσπαθήσουμε να περιγράψουμε παρακάτω και εκεί θα δούμε πού ακριβώς παίζει ρόλο το γκάλοπ ως “εργαλείο” των πονηρών. Εκεί θα δούμε πόσο απαραίτητο είναι το γκάλοπ γι’ αυτούς που μας “δουλεύουν”, αδιαφορώντας παντελώς για το Σύνταγμα, το οποίο υποτίθεται μας προστατεύει. Το πρώτο πράγμα δηλαδή που πρέπει να δούμε είναι το πώς στέκεται το Σύνταγμα ανάμεσα σ’ εμάς και την εξουσία. Να δούμε τη “φύση” του και τον τρόπο λειτουργίας του.
Το Σύνταγμα είναι ένα νομικό “κατασκεύασμα”, που, όπως όλα τα κατασκευάσματα έχει τα “επιτρέπεται” και τα “απαγορεύεται”. Έχει τα “ανοίγματα” απ’ όπου επιτρέπεται να “περνάς” και έχει τους “τοίχους” του, οι οποίοι απαγορεύουν τη διέλευση. Όπως συμβαίνει όμως με όλα τα “κατασκευάσματα”, έτσι και αυτό έχει την πίσω πλευρά του. Έχει τη “σκιά” του. Τον χώρο απ’ όπου μπορείς να “περάσεις” και, χωρίς να παραβείς με ορατό τρόπο τις διατάξεις του, να παρακάμψεις όλα τα εμπόδια που θέτει ο νομοθέτης-αρχιτέκτονας. Εμπόδια, που δεν θα τα βρεις μπροστά σου, χωρίς αυτό να σημαίνει ότι έχεις στη διάθεσή σου έναν “ανοικτό” ο δρόμο. Γιατί; Γιατί υποτίθεται η δυναμική της ανθρώπινης κοινωνίας ή της ανθρώπινης φύσης κάνει τον δρόμο αυτόν μη συμφέροντα να δοκιμάσεις να τον περάσεις. Τον κάνει απαγορευτικό, χωρίς να υπάρχει απαγόρευση. Όμως, το θέμα είναι ότι υπάρχει ένας τέτοιος δρόμος. Ένας δρόμος από τον οποίο θεωρητικά μπορείς να περάσεις και να παραβείς όλους τους νόμους, χωρίς να είσαι επίσημα παράνομος.
Πώς μπορεί να συμβεί κάτι τέτοιο; Ας σκεφτεί ο αναγνώστης το εξής απλό παράδειγμα. Όταν φτιάχνεις ένα ψηλό κτήριο, θεωρείς περιττό να βάλεις σε κάθε άνοιγμά του νόμο, που να λέει ότι απαγορεύεται να πέσεις στο κενό. Δεν υπάρχει νόμος, που να λέει ότι απαγορεύεται να περάσεις από το άνοιγμα, για να φτάσεις γρήγορα στο ισόγειο. Γιατί; Γιατί ο νοήμων άνθρωπος γνωρίζει τη φύση του και γνωρίζει τι συνεπάγεται η διέλευση από το υπάρχον άνοιγμα στο οποίο την ίδια ώρα δεν υπάρχει νόμος που ν’ απαγορεύει τη διέλευση. Το γεγονός δηλαδή ότι, αν πέσεις από τον έβδομο όροφο, θα “φτάσεις” πιο γρήγορα στο ισόγειο, δεν σημαίνει ότι θα το επιχειρήσεις σε περίπτωση που θέλεις να φτάσεις γρήγορα στο ισόγειο …Πιο γρήγορα από τους ανταγωνιστές σου, που κινούνται κι αυτοί προς το ισόγειο, έχοντας τον ίδιο στόχο. Δεν σημαίνει ότι είσαι έξυπνος, επειδή παρακάμπτεις τα ελικοειδή σκαλοστάσια που σε καθυστερούν. Δεν σημαίνει ότι είσαι έξυπνος, επειδή παρακάμπτεις πόρτες, που πρέπει να ξεκλειδωθούν. Όσο και να βιάζεσαι, όσο και αν αυτό επηρεάζει την “επιτυχία” σου, δεν πηδάς από το παράθυρο, γιατί, ναι μεν θα φτάσεις πιο γρήγορα από τους υπόλοιπους, αλλά δεν θα φτάσεις ως άνθρωπος. Θα φτάσεις ως ένα κομμάτι κρέας. Αυτό από μόνο του σ’ αναγκάζει ν’ ακολουθήσεις τους νόμους που ισχύουν για όλους, άσχετα αν θεωρητικά υπάρχει τρόπος να τους παρακάμψεις. Η “σκιά” της κατασκευής υπάρχει, αλλά δεν συμφέρει να μπεις σ’ αυτήν.
Τι σημαίνουν όλα αυτά για την περίπτωσή μας; Το Σύνταγμα είναι ένα νομικό “κατασκεύασμα”, που, όπως και στο παράδειγμα του κτιρίου, έτσι και αυτό έχει τους “ορόφους” του, έχει τα “σκαλοστάσιά” του και έχει κι αυτό τη “σκιά” του. Αν δηλαδή υπάρχει μια κοινωνία, της οποίας τα μέλη αγωνίζονται για την ατομική επιτυχία, το Σύνταγμα είναι αυτό που θέτει τους κανόνες, προκειμένου αυτή ν’ επιτευχθεί. Πρέπει να “διαπεράσεις” το Σύνταγμα, για να “επιτύχεις” νόμιμα. Αν όλη η κοινωνία βρίσκεται μπροστά σε έναν πολυώροφο συνταγματικό “λαβύρινθο” νόμων, πρέπει να μπει μέσα σ’ αυτόν, για να φτάσει στην “πλευρά” της επιτυχίας. Χρειάζονται οι κανόνες, γιατί δεν πρέπει η κοινωνία να λειτουργεί ως “ζούγκλα”. Χρειάζονται οι κανόνες, γιατί πρέπει να προστατευτούν οι πολλοί από την απληστία ή τη δύναμη των λίγων. Ο συνταγματικός “λαβύρινθος” είναι αυτοί οι κανόνες, οι οποίοι δίνουν στην κοινωνία την οργανωμένη μορφή που βλέπουμε. Αυτός ο “λαβύρινθος” είναι που “χτενίζει” την ανθρώπινη κοινωνία, για να την απαλλάξει από τη βαρβαρότητα. Αν επιχειρήσει κάποιος να τον παρακάμψει τελείως από την πλευρά της “σκιάς” του, απλά δεν θα επιβιώσει.
Γιατί; Γιατί έξω από το Σύνταγμα κυριαρχεί η βαρβαρότητα. Εκεί δεν υπάρχει νόμος. Εκεί δεν υπάρχει ανθρωπισμός. Η βαρβαρότητα ξεκινάει από εκεί που τελειώνει το Σύνταγμα. Εκεί, στην τελευταία φράση του, όπου αναγράφεται το …”με όλα τα μέσα”. Μετά από αυτήν τη φράση ακολουθεί το σκότος της βαρβαρότητας. Ακόμα και οι πολιτισμένοι φέρονται βάρβαρα, προκειμένου να σταματήσουν εκείνους που το παρακάμπτουν. Αντιλαμβανόμαστε ότι ο “λαβύρινθος” αυτός είναι ταυτόχρονα μια “γέφυρα”, που, ναι μεν είναι δύσκολη στη διάβασή της, αλλά γύρω από αυτήν υπάρχει μόνον ο “ωκεανός” της βαρβαρότητας και οι “καρχαρίες” που τον κατοικούν. Όσο δελεαστικό δηλαδή κι αν είναι το γεγονός ότι μπορείς να “πετύχεις” εύκολα αν παρακάμψεις τη “γέφυρα”, δεν το αποτολμάς, γιατί στην περίπτωση αυτήν δεν ρισκάρεις μόνον την “επιτυχία”, αλλά την ίδια σου την ύπαρξη. Αντιλαμβανόμαστε ότι όσο πιο ευφυές είναι ένα Σύνταγμα, τόσο πιο πολύ εφάπτεται στη βαρβαρότητα. Γιατί; Για να μην αφήνει κανένα περιθώριο σε κάποιον να το παρακάμψει από το πλάι. Ένα σοβαρό Σύνταγμα αφήνει χώρο να το παρακάμψεις μόνον εξαιτίας απρόβλεπτων αλλαγών. Μόνον αν αλλάξουν τρομερά οι κοινωνικές συνθήκες, πράγμα δύσκολο έως απίθανο. Μόνον τέτοιους είδους αλλαγές αφήνουν “ξέρες” γύρω του που είναι εκμεταλλεύσιμες από τους πονηρούς. Μόνο αν “χαζέψει” ο άνθρωπος αφήνει ατιμώρητους όσους τις χρησιμοποιούν.
Οι διατάξεις του Συντάγματος περιγράφουν τη δομή του. Τη δομή μέσα στην οποία υποχρεούται τόσο ο πολίτης όσο και η εξουσία να “κινείται” με τον προβλεπόμενο τρόπο. Τον τρόπο που συμφέρει την κοινωνία για να λειτουργεί ως κοινωνία ανθρώπων και όχι σαν “ζούγκλα” ζώων. Γι’ αυτόν τον λόγο υπάρχει ο “λαβύρινθος” του Συντάγματος. Υπάρχει, για να λειτουργεί η κοινωνία με τον τρόπο που προβλέπει το Σύνταγμα, το οποίο υπηρετεί τον ανθρώπινο πολιτισμό και αφήνει τη βαρβαρότητα έξω από την κοινωνία. Όλα αυτά όμως μπορούν να συμβούν μόνον όταν η κοινωνία λειτουργεί με βάση το Σύνταγμα και άρα μόνον όταν λειτουργεί με βάση τη φιλοδοξία του νομοθέτη. Τα γκάλοπ —κι αυτό σκοπεύουμε ν’ αποδείξουμε— ανήκουν στη “σκιά” του Συντάγματος. Γιατί; Γιατί απλούστατα η χρήση τους, ενώ δεν παραβαίνει καμία συγκεκριμένη συνταγματική διάταξη, στην πραγματικότητα ακυρώνει όλο το Σύνταγμα στα θέματα όπου γίνεται η χρήση τους.
Τα γκάλοπ είναι ένα “αλεξίπτωτο” για την περίπτωση όπου πρέπει να νικηθεί παράνομα το “ύψος” του Συντάγματος ή ένα “ταχύπλοο” για τη περίπτωση που πρέπει να νικηθεί επίσης παράνομα το “πλάτος” του. Ο νομοθέτης του Συντάγματός μας μπορεί να μην απαγόρευσε μέσα στις διατάξεις του τα γκάλοπ, αλλά αυτό ελάχιστη σημασία έχει. Μπορεί να μην τα απαγόρευσε, είτε γιατί θεώρησε ότι ήταν περιττό είτε γιατί δεν φαντάστηκε ούτε ο ίδιος πόσο επικίνδυνα είναι για τη δημοκρατία, ώστε να τα απαγορεύσει. Δεν μπόρεσε να προβλέψει τις μακροπρόθεσμες κοινωνικές εξελίξεις οι οποίες θα τα εμφάνιζαν ως φαινόμενο. Δεν μπορούσε για παράδειγμα ο νομοθέτης του Συντάγματος του 75 να φανταστεί ότι θα άλλαζαν τόσο πολύ οι κοινωνικοπολιτικές συνθήκες στην Ελλάδα, ώστε να κάνουν τα γκάλοπ “εργαλείο” πολιτικής. Εκείνη την εποχή τα γκάλοπ ήταν καθαρά “εργαλείο” του εμπορίου και δεν μπορούσαν να μπουν στην πολιτική ζωή του τόπου.
Σε μια κοινωνία, η οποία ακόμα δεν μπορούσε να ξεπεράσει τις τραγικές συνέπειες ενός ολέθριου εμφυλίου και του κοινωνικού διχασμού που τον ακολούθησε, δεν μπορούσε να φανταστεί ο νομοθέτης την εμπορευματοποίηση της πολιτικής. Δεν μπορούσε να φανταστεί ο νομοθέτης ότι οι Έλληνες θα κινούνταν στο χώρο της πολιτικής με βάση τους νόμους της αγοράς. Αν μπορούσε να το φανταστεί αυτό, θα μπορούσε να φανταστεί οτιδήποτε. Θα μπορούσε για παράδειγμα να βάλει διάταξη, η οποία να απαγορεύει να πωλείται η ψήφος για μία “Coca Cola“. Θα μπορούσε να βάλει διάταξη, η οποία ν’ απαγορεύει ν’ αποκαλύπτει ο ψηφοφόρος τις προθέσεις του στους υπεύθυνους “μάρκετινγκ” των κομμάτων. Μπορούσε όμως εκείνη την εποχή —όπου μαινόταν ο πόλεμος των ιδεολογιών— να φανταστεί κάτι τέτοιο; Να φανταστεί ότι άνθρωποι, που σκόρπιζαν τις ζωές τους στα ξερονήσια εξαιτίας των πεποιθήσεών τους, θα είχαν ανάγκη προστασίας από εμπορικά “τρικ”; Θεωρούσε δεδομένη τη δυναμική της κοινωνίας και άρα έκανε μη προσβάσιμη —και άρα μη εκμεταλλεύσιμη— τη “σκιά” του Συντάγματος. Τη “σκιά” από την κάθε πλευρά της “κατασκευής”. Είτε αυτή ήταν η αριστερή του κομμουνισμού είτε αυτή ήταν η δεξιά του φασισμού.
Ο νομοθέτης δηλαδή ήταν σίγουρος ότι τόσο η φύση της κοινωνίας όσο και η φύση του ανθρώπου θα απαγόρευαν τη χρήση της “σκιάς” απ’ όποια πλευρά κι αν επιχειρούταν. Πάντα θα υπήρχαν μεγάλες κοινωνικέ μερίδες, που θ’ αντιδρούσαν στον δογματισμό και στον φασισμό, είτε της μιας πλευράς είτε της άλλης. Η ασφάλεια του Συντάγματος ήταν σίγουρη, γιατί απέναντι στην οποιαδήποτε απειλή πάντα υπήρχαν οι “άλλοι”, που παρακολουθούσαν και ήταν έτοιμοι ακόμα και να σκοτώσουν για να σταματήσουν τέτοιου είδους εξελίξεις. Πάντα υπήρχε το μίσος, που βαστούσε την κοινωνία σε διαρκή εγρήγορση. Πάντα υπήρχαν άνθρωποι, που έλεγχαν μέρα-νύχτα τη “σκιώδη” μεριά των “άλλων”. Αν κάποιος δεξιός επιχειρούσε να κάνει χρήση της “σκιάς” του δεξιού μέρους του Συντάγματος, θα έπεφταν με λύσσα πάνω του οι κομμουνιστές. Αν κάποιος κομμουνιστής επιχειρούσε το αντίστοιχο από την πλευρά του, θα έπεφταν με ανάλογη λύσσα πάνω του οι φασίστες. Τη δεξιά πλευρά του Συντάγματος τη χτυπούσε με λύσσα το κομμουνιστικό “κύμα” και την αριστερή πλευρά του Συντάγματος τη χτυπούσε με λύσσα το φασιστικό “κύμα”. Τίποτε δεν επιβίωνε εκτός Συντάγματος, γιατί τα “κύματα” έπεφταν με τρομερή βία πάνω σε οτιδήποτε κινούνταν εκτός Συντάγματος. Ο νομοθέτης για όλους αυτούς τους λόγους θεώρησε περιττό να κάνει πιο “φαρδύ” το Σύνταγμα. Θεώρησε ως δεδομένο ότι οι “τρικυμιώδεις” ιδεολογίες δεν θα υποχωρούσαν και άρα ότι δεν θα δημιουργούνταν “ξέρες” γύρω από αυτό. Οι καθαρές και ακραίες ιδεολογίες “πίεζαν” τότε το ελληνικό Σύνταγμα και όχι το αντίθετο. Το πίεζαν σε βαθμό που να το απειλούν με κατάρρευση με την πίεσή τους.
Αυτό το οποίο ισχυριζόμαστε για τα γκάλοπ και το οποίο δεν είναι ορατό, θα πρέπει να το εξηγήσουμε. Θα πρέπει δηλαδή να δούμε τι ακριβώς επιθυμεί ο νομοθέτης του Συντάγματος και πώς τον παρακάμπτει η χρήση του συγκεκριμένου “εργαλείου”. Ο νομοθέτης, θέλοντας να εξαλείψει όλα τα εμφυλιοπολεμικά σύνδρομα του ελληνικού λαού, έκανε το εξής ιδανικό. Δανείστηκε στοιχεία απ’ όλες τις αντιμαχόμενες ιδεολογίες, ώστε να γίνει εφικτή η συνύπαρξη ανθρώπων, που μέχρι εκείνη την ώρα σκοτώνονταν μεταξύ τους. Ανθρώπων, που μέχρι τότε ανήκαν σε διαφορετικές ιδεολογικές παρατάξεις και το μόνο το οποίο τους ενδιέφερε ήταν να επιβάλουν τη δική τους ιδεολογία. Πήρε από κάθε ιδεολογία εκείνη τη “δόση”, που θα έκανε το Σύνταγμα ανεκτό από τους οπαδούς των αντιπάλων παρατάξεων. Πήρε τη δεξιά συνιστώσα, πήρε την αριστερή συνιστώσα και δημιούργησε την κοινή συνταγματική συνισταμένη. Ό,τι δεν μπόρεσε να ενταχθεί στο Σύνταγμα παρέμενε ακραίο και προστήθονταν στη μανία των “κυμάτων” που “έδερναν” το Σύνταγμα. Στη μανία των “κυμάτων” του “ωκεανού” της βαρβαρότητας που “περιέβρεχε” το Σύνταγμα. Με τον σχεδιασμό αυτόν μπορεί να μην ήταν κανένας τέλεια ικανοποιημένος, αλλά το αποτέλεσμα ήταν σχεδόν ιδανικό, εφόσον επιτεύχθηκε ο στόχος της ομαλής συνύπαρξης. Οι Έλληνες μπορεί να μην ανήκαν στην ίδια ιδεολογία, αλλά μπορούσαν πλέον να συνυπάρξουν. Οι Έλληνες μπορεί να μην έγιναν όμοιοι μεταξύ τους, αλλά μπορούσαν πλέον ν’ ανέβουν σε μια κοινή —έστω και λίγο “άχρωμη”— ιδεολογική πλατφόρμα. Μια πλατφόρμα, που ήταν όσο σοσιαλιστική έπρεπε για να είναι ανεκτή από τους δεξιούς και όσο δεξιά έπρεπε για να είναι ανεκτή από τους σοσιαλιστές.
Οι Έλληνες με τον τρόπο αυτόν, έστω και καθυστερημένα, έστω και μετά από μεγάλες αιματοχυσίες, έστω και με τις ιδεολογικές διαφορετικότητές τους, ανήκαν σε μια κοινή ιδεολογική “παράταξη”. Μια παράταξη, στην οποία το Σύνταγμα αποφάσιζε για την ιδεολογία της. Τι απέμενε; Να βρεθεί τρόπος αυτή η “παράταξη” να κυβερνάται. Αυτό το οποίο έγινε ήταν το πιο λογικό. Απέναντι σε ανθρώπους, οι οποίοι —στο βαθμό που επέτρεπε η εποχή— είχαν κοινά συμφέροντα, έβαλε τα κόμματα. Τι ήταν τα κόμματα; Δεν ήταν αντιπρόσωποι ιδεολογικών παρατάξεων, όπως συνέβαινε στις εποχές του διχασμού. Ήταν αυτοτελείς μηχανισμοί, οι οποίοι παρήγαγαν διαχειριστική πολιτική. Ήταν μηχανισμοί, που στελεχώνονταν από ανθρώπους οι οποίοι είχαν τη γνώση να παράγουν τέτοιου είδους πολιτική και όχι βέβαια ιδεολογία. Ανταγωνίζονταν μεταξύ τους, για να προσφέρουν την καλύτερη διαχειριστική πρόταση σε ένα σχεδόν ομοιογενές κοινό. Ο κόσμος ήταν πλέον ένας “πελάτης” και τα κόμματα στέκονταν απέναντί του, συμμετέχοντας σε έναν πλειοδοτικό διαγωνισμό. Όποιος πλειοδοτούσε, θα έπαιρνε την εξουσία. Το ένα μέρος της εξουσίας, η οποία στο μεταξύ είχε χωριστεί σε τρίτα ανεξάρτητα κομμάτια. Η νομοθετική εξουσία θα έλεγχε την κυβέρνηση με βάση τα επιμέρους κοινωνικά συμφέροντα και η δικαστική εξουσία θα “μάζευε” ελεγχόμενους και ελέγχοντες κάθε φορά που αυτοί θα απειλούσαν το Σύνταγμα.
Αυτό είναι το πνεύμα του Συντάγματος. Εδώ εύλογα θα απορεί ο αναγνώστης γι’ αυτά που είπαμε σε άλλο σημείο. Εφόσον έχουμε να κάνουμε με πλειοδοτικές λογικές και πελατειακές σχέσεις, γιατί ο νομοθέτης δεν φαντάστηκε τα εμπορικά “τρυκ”, τα οποία θα μπορούσαν να “νοθεύσουν” τη δημοκρατία μας; Δεν υπάρχει αντίφαση σ’ αυτά τα οποία λέμε; Όχι βέβαια. Γιατί; Γιατί την εποχή που συντάχθηκε το Σύνταγμα οι μάχες των ιδεολογιών μαίνονταν και οι Έλληνες απλά ανέχονταν ο ένας τον άλλον. Ήταν καχύποπτος ο ένας απέναντι στον άλλον και γι’ αυτό δεν υπήρχε κλίμα εμπιστοσύνης. Φοβούνταν οι δεξιοί την πλειοδοσία ενός κόμματος που το συνέθεταν σοσιαλιστές και το ίδιο γινόταν και από την άλλη πλευρά. Νόμιζαν ότι η πλειοδοσία του “εχθρικού” ιδεολογικά κόμματος είναι παγίδα, για να πάρουν κάποιοι την εξουσία και να κάνουν αυτό το οποίο δεν κατάφεραν στο παρελθόν να το κάνουν με τα όπλα. Μέσα στο περιβάλλον αυτό της αμφισβήτησης των προθέσεων των “άλλων” τα πάντα λειτουργούσαν εκτός συνταγματικού “πνεύματος”.
Όλοι προετοιμάζονταν για ν’ αντιμετωπίσουν ένα ενδεχόμενο συνταγματικής “αντεπανάστασης”. Οι δεξιοί φοβούνταν τους κομματικούς “δούρειους ίππους” των αριστερών και το αντίστροφο. Στο όνομα των φοβιών και των ιδεολογικών συμφερόντων τους οι Έλληνες δεν σέβονταν το “πνεύμα” του Συντάγματος. Δεν το παρέβαιναν, αλλά δεν το σέβονταν. Σε ένα Σύνταγμα, που τους έβαζε σε μια κοινή πλατφόρμα, αυτοί έφτιαχναν τα “μαγαζάκια” τους με βάση τις προηγούμενες αρχές τους. Υπήρχε μια σιωπηλή ομοφωνία μεταξύ των κομμάτων και των οπαδών τους στον μη σεβασμό του Συντάγματος. Οι δεξιοί προσπαθούσαν να πάρουν την εξουσία με τη λογική της παράταξης και οι σοσιαλιστές έκαναν το ίδιο. Τα κόμματα δεν παρέβαιναν τον νόμο, αλλά δεν τον σέβονταν κιόλας. Κατ’ όνομα ήταν κόμματα, αλλά στην πραγματικότητα λειτουργούσαν σαν “ιερατεία” παρατάξεων.
Το Σύνταγμα δηλαδή δεν κατάφερε και πολλά πράγματα σ’ αυτόν τον τομέα. Το μόνο θετικό ήταν ότι οι Έλληνες δεν έπαιρναν πλέον τα όπλα για να σφάζονται μεταξύ τους. Δεν έχτιζαν “τείχη”, για ν’ αποκλείσουν τους “άλλους”. Τα ιδεολογικά “μικρομάγαζα” διατήρησαν τους ίδιους στόχους και απλά μπορούσαν πλέον να τους επιτύχουν με μέσον την ψηφοφορία και όχι την πολεμική σύγκρουση. Μέσα σ’ αυτές τις συνθήκες αντιλαμβανόμαστε ότι ήταν απίθανο ακόμα και να τολμήσει ο νομοθέτης να φανταστεί όρους της αγοράς, έστω κι αν αυτό επιβαλλόταν από το “πνεύμα” του Συντάγματος. Δεν τολμούσε να σκεφτεί ότι κάποιος πολίτης θα άλλαζε ιδεολογικό “μικρομάγαζο”, εξαιτίας τακτικών μάρκετινγκ ή διαφήμισης. Οι επικοινωνιακές τακτικές ήταν κάτι το άγνωστο, γιατί απλά δεν είχαν την παραμικρή απόδοση. Κανένας δεν άλλαζε ιδεολογικό “στρατόπεδο”, επειδή του φαινόταν συμπαθής ή καλός οικογενειάρχης ο αρχηγός των αντιπάλων. Κανένας δεν άλλαζε “στρατόπεδο”, επειδή κάποιος θα του υποσχόταν ένα πεντακοσάρικο αύξηση στη σύνταξη. Οι αντίπαλοι ήταν εχθροί και κανένας δεν πηγαίνει με τον εχθρό για λίγα χρήματα. Αυτό είναι προδοσία και κανένας δεν την αποτολμούσε.
Όλα αυτά γίνονταν μέχρι τα μέσα της δεκαετίας του 90. Τι έγινε τότε; Κατέρρευσε οριστικά το ανατολικό μπλοκ και μαζί του συμπαρέσυρε και όλα τα ιδεολογικά “μικρομάγαζα” της Δύσης. Τα “μικρομάγαζα”, που παρίσταναν τα “παραρτήματα” των κυρίαρχων συστημάτων και διατηρούσαν την ισχύ τους χάρη στο μίσος για τους “άλλους”. Η πτώση του κομμουνισμού οδήγησε στην πτώση των ιδεολογιών. Ο καπιταλισμός “νίκησε” και αυτό ήταν το τέλος των ιδεολογικών διχασμών. Αυτό, δηλαδή, που σχεδόν αναγκαστικά επέβαλε ο νομοθέτης του Συντάγματος στους Έλληνες και το οποίο δεν το σέβονταν, έγινε μια κατάσταση γενική. Μια κατάσταση, που αναγκαστικά τη σέβεσαι, γιατί απλούστατα δεν υπάρχει άλλη. Αυτό, δηλαδή, που δεν κατάφερε ο νομοθέτης μέσω των νόμων, το κατάφερε η δυναμική των εξελίξεων. Οι Έλληνες στη συντριπτική τους πλειοψηφία ανήκαν πλέον στην απόλυτα ίδια ιδεολογική πλατφόρμα, γιατί απλούστατα δεν υπήρχε καμία άλλη.
Τι έγινε δηλαδή; Επιβλήθηκαν οι συνθήκες που επιθυμούσε ο νομοθέτης του ελληνικού Συντάγματος. Ταυτόχρονα όμως αυτές οι συνθήκες έκαναν τραγική την προηγούμενη έλλειψη “φαντασίας” του. Υποχωρώντας η κομμουνιστική ιδεολογία, άφησε “ξέρα” από τη δεξιά πλευρά του Συντάγματος. Το Σύνταγμα δεν το πίεζαν πλέον απ’ όλες τις πλευρές του. ώστε να μην υπάρχει προσβάσιμος χώρος από την πλευρά της “σκιάς” του. Ο νικητής καπιταλισμός μπορούσε πλέον από τη δική του τη μεριά να περνά ανθρώπους του από τη “σκιά”, γιατί ο κομμουνισμός δεν μπορούσε πλέον να τον απειλήσει. Αυτό το οποίο δεν μπορούσε να φανταστεί τότε ο νομοθέτης, σήμερα “λείπει” από το Σύνταγμα. Λείπουν οι διατάξεις, δηλαδή, που απαγορεύουν τα εμπορικά “τρικ” μέσα στην πολιτική. Λείπουν οι διατάξεις, που απαγορεύουν στους ισχυρούς ιδιώτες να “παίζουν” με τον λαό. Λείπουν οι διατάξεις που προστατεύουν τους πολίτες από τα ιδιωτικά “κόμματα”. Τα κόμματα, τα οποία, προκειμένου να εξασφαλίσουν τα συμφέροντα των αφεντικών τους και την επιβίωσή τους, θα επιχειρούσαν να εφαρμόσουν μεθοδολογίες του εμπορίου. Τις μεθοδολογίες της δεξιάς “σκιώδους” αντίληψης περί της λειτουργίας της κοινωνίας.
Καταλαβαίνει ο αναγνώστης τι λέμε; Λείπουν πλέον από το Σύνταγμα εκείνες οι διατάξεις που το 1975 θεωρούνταν περιττές και προσβλητικές για όσους εκείνη την εποχή αγωνίστηκαν για τις ιδεολογίες και οι οποίες σήμερα είναι απαραίτητες. Όλες οι διατάξεις που θα προστάτευαν το Σύνταγμα από τη δεξιά του πλευρά και μέχρι τότε αυτό ήταν κάτι που επαφίονταν στο μένος των κομμουνιστών. Μέσα στις διατάξεις αυτές ανήκει και η χρήση των γκάλοπ. Διατάξεις απαραίτητες γιατί σήμερα άλλαξε το “περιβάλλον” γύρω από τη συνταγματική μας “κατασκευή” και μπορούν οι πονηροί να πηγαίνουν μαζικά και χωρίς κίνδυνο από την πλευρά της δεξιάς “σκιάς” του. Με την κατάρρευση του κομμουνισμού δημιουργήθηκαν μεγάλες “ξέρες” γύρω από το Σύνταγμά μας και αυτό κάνει την παράκαμψή του εύκολη. Από τη στιγμή που δεν υπάρχει το μίσος και ο φόβος για τους “άλλους”, αρχίζει και εμπορευματοποιείται η πολιτική.
Αντιλαμβανόμαστε ότι το πρόβλημα είναι μεγάλο. Γιατί; Γιατί με τη χωρίς κανόνες εμπορευματοποίησή της πολιτικής ακυρώνεται όλη η φιλοσοφία του Συντάγματος. Ακυρώνεται η δυναμική της κοινωνικής λειτουργίας, που κάνει τον συνταγματικό σχεδιασμό να λειτουργεί υπέρ του πολίτη. Ακυρώνεται ο πλειοδοτικός διαγωνισμός μεταξύ των κομμάτων —που ευνοεί πραγματικά τον πολίτη— και ακυρώνεται το μεγαλύτερο όπλο του, που είναι η ψήφος του. Όλα αυτά ακυρώνονται με τα εμπορικά “τρικ” που χρησιμοποιούνται από τα κόμματα και ανάμεσα σ’ αυτά είναι και το γκάλοπ. Το πόσο βαθιά μέσα στη συνταγματική “σκιά” είναι το γκάλοπ, μπορούμε να το καταλάβουμε, χρησιμοποιώντας ένα παράδειγμα του εμπορίου. Ακόμα και στο ίδιο το εμπόριο το γκάλοπ ανήκει στις δυνάμεις της “σκιάς”, πόσο μάλλον όταν μιλάμε για πολιτική. Όταν μιλάμε για το μέλλον μιας κοινωνίας ολόκληρης και όχι για το χρώμα ή την τιμή ενός τραπεζομάντιλου.
Αν καταλάβει ο αναγνώστης το παράδειγμά μας, θα καταλάβει τι ακριβώς συμβαίνει με τα γκάλοπ στην πολιτική μας ζωή. Έστω ότι μια πολυμελής οικογένεια βγαίνει στην αγορά, για να αγοράσει έναν καναπέ. Όλοι αυτοί ανήκουν στην ίδια οικογένεια, αλλά δεν έχουν όλοι τα ίδια γούστα και ούτε ο λόγος τους “μετρά” το ίδιο. Η τελική τους επιλογή θα είναι μια συνισταμένη ανάμεσα σε πολλά πράγματα. Πράγματα, που στην ολότητά τους περιορίζονται από την έννοια του κόστους, που έχει σχέση με τα γενικά συμφέροντα της οικογένειας. Κάποιοι θα κάνουν υποχώρηση στο γούστο τους για μια αυξημένη ποιότητα και κάποιοι άλλοι θα κάνουν το αντίθετο. Θα προσπαθήσουν να πάρουν ό,τι καλύτερο μπορούν στα όρια που τους επιτρέπουν οι οικονομικές τους δυνατότητες. Κατεβαίνουν δηλαδή στην αγορά, για να δώσουν τη μάχη τους. Τη μάχη των συμφερόντων. Απέναντί τους θα στέκονται οι έμποροι, που έχουν τους ακριβώς αντίθετους στόχους. Να τους πουλήσουν πανάκριβα κάτι το κακοκατασκευασμένο και ακαλαίσθητο, το οποίο δεν έχει ζήτηση στην αγορά και ως εκ τούτου πρέπει να ψάξουν κορόιδο για να το “ξεφορτωθούν”.
Τα όπλα αυτών των εμπολέμων είναι διαφορετικά, αλλά έχουν πάντα τον ίδιο στόχο. Να νικήσουν τον αντίπαλο. Οι έμποροι έχουν ως κύριο όπλο τα προϊόντα, τα οποία οι αντίπαλοι έχουν ανάγκη και έχουν ταυτόχρονα συντεχνιακή συμμαχία μεταξύ τους, ώστε να μην ρίχνουν τις τιμές ανεξέλεγκτα. Από εκεί και πέρα αγωνίζονται με βάση τις γνώσεις τους. Ψυχολογούν τον αντίπαλο και “πολεμάνε”. Προσπαθούν να καταλάβουν τι σκέφτεται, πόσο ανάγκη έχει το προϊόν τους, πόσα χρήματα έχει κλπ.. Κάτι ανάλογο γίνεται και στο αντίπαλο στρατόπεδο. Οι πελάτες έχουν ως κύριο όπλο τους τα χρήματα τα οποία έχουν ανάγκη οι αντίπαλοι και έχουν ταυτόχρονα τη μεταξύ τους συμμαχία να μην αποκαλύπτουν τις σκέψεις ή τις δυνατότητες της οικογένειας. Πολεμάνε ως συμπαγές μπλοκ, γιατί γνωρίζουν ότι τυχόν διασπάσεις θα δώσουν πληροφορίες στον εχθρό και αυτό θα μπορεί να αποβεί εις βάρος τους, εφόσον θ’ αποκαλύψει τα μυστικά και τις αδυναμίες τους. Πληροφορίες που μπορεί να είναι εκμεταλλεύσιμες.
Σ’ αυτήν τη νόμιμη σύγκρουση, η οποία συμβαίνει καθημερινά στην αγορά, υπάρχουν νόμοι που τη διέπουν. Όταν όμως υπάρχουν νόμοι, όπως είπαμε, υπάρχουν και “σκιές”. “Σκιές”, που δεν μπορεί να τις προβλέψει ο νομοθέτης ή θεωρεί περιττό να τις συμπεριλάβει στο νόμο. Υπάρχουν και “χτυπήματα” κάτω από τη “μέση”. Τα χτυπήματα αυτά όμως δεν μπορεί να τα επιτύχει κάποιος εύκολα, γιατί απλούστατα συμβαίνει αυτό το οποίο λέμε στα παραδείγματά μας. Δεν τα πετυχαίνεις, είτε γιατί δεν μπορείς είτε γιατί φοβάσαι να το δοκιμάσεις. Δεν σου το επιτρέπει η φύση του ανθρώπου, που εκείνη τη στιγμή είναι αντίπαλός σου. Δεν σου το επιτρέπουν τα φυσικά του συμφέροντα και τα ανθρώπινά του ένστικτα, που μπορούν να τον κάνουν επικίνδυνο. Ακριβώς, επειδή δεν σου το επιτρέπουν, δεν προβλέπονται από τον νόμο. Αν αυτό —έστω για μία στιγμή— δεν ισχύσει και κάποιος το αποτολμήσει, είναι τόσο δυνατό το σοκ από την πλευρά αυτού που πέφτει θύμα του, που μπορεί να ακυρώσει όλα τα παραπάνω. Μπορεί να ακυρώσει ακόμα κι αυτά που προβλέπει και προστατεύει ο νόμος. Μπορεί να ακυρώσει ακόμα και μια συμφωνία, που στην αγορά θεωρείται προστατευμένη. Μπορεί να προκαλέσει έκρηξη βαρβαρότητας από αυτόν που δέχτηκε χτύπημα από τη “σκιά”.
Τι μπορεί να είναι τόσο ισχυρό, που να προκαλεί “σοκ” και ν’ αναγκάζει ακόμα και τον πιο πολιτισμένο άνθρωπο να φερθεί βάρβαρα; Έστω ότι η οικογένεια του παραδείγματός μας βρίσκεται ανάμεσα σε δύο εμπόρους και τους βάζει —όπως είναι δικαίωμά της— σε μειοδοτικό διαγωνισμό. Πώς μπορούν αυτοί οι έμποροι να μπουν στη “σκιά” του νόμου; Με τον εξής απλό τρόπο. Την ώρα που η οικογένεια δίνει τη “μάχη” της, αυτοί βάζουν κάποιους υπαλλήλους τους και παίρνουν μαζί τους τον “μικρό” της οικογένειας. Αυτοί, αφού τον κεράσουν ένα γλυκό, αρχίζουν και τον “βομβαρδίζουν” με ερωτήσεις. Πόσα λεφτά έχετε μαζί σας; Τον έχετε μεγάλη ανάγκη τον καναπέ; Τι χρώμα προτιμά η μητέρα σας; Τι χρώμα προτιμά ο πατέρας σας; Πόσα από τα αδέρφια είναι με τη μητέρα και πόσα με τον πατέρα; Γνωρίζει κανένας από αυτούς να ξεχωρίζει την ποιότητα στους καναπέδες; Γνωρίζετε αν υπάρχουν άλλα μαγαζιά στην πόλη που πουλάνε καναπέδες; Ο “μικρός” από αφέλεια τα αποκαλύπτει όλα και επιστρέφουν στη “μάχη”. Μια “μάχη” όμως που είναι πλέον χαμένη, λόγω προδοσίας. Γιατί; Γιατί οι έμποροι θα σεβαστούν τη συντεχνιακή τους συμμαχία και θα νικήσουν τους αντιπάλους τους.
Έχοντας γνώση του τι συμβαίνει στο εσωτερικό της οικογένειας, θα χωρίσουν την οικογένεια σε ομάδες και αυτές θα επιδιώκουν να πείσουν. Θα τη χωρίσουν σε “target group”, ανάλογα με το εμπόρευμα που ο καθένας διαθέτει. Το ένα σύνολο θα το χωρίσουν στα υποσύνολα που τους ενδιαφέρουν. Στα υποσύνολα αυτά θ’ απευθύνουν τα επιχειρήματά τους και όχι στο σύνολο της οικογένειας. Στα υποσύνολα που γνωρίζουν τι θέλουν και μπορούν να τα παγιδεύσουν. Τα αρχικά ενιαία συμφέροντα θα τα διχάσουν και θα τα μετατρέψουν σε ειδικά συμφέροντα, που μπορούν να τα χειριστούν καλύτερα. Θ’ ασχοληθούν και θα ευνοήσουν τα ειδικά συμφέροντα, για να νικήσουν τα γενικά συμφέροντα. Αυτός ο οποίος πουλάει τον καναπέ στο χρώμα που αρέσει στον πατέρα, μ’ αυτόν θα ασχολείται. Θα προσφέρει τον καναπέ και δώρο μια πίπα. Ο άλλος, που πουλάει τον καναπέ στο χρώμα που αρέσει στη μητέρα, θα προσφέρει τον καναπέ και δώρο ένα κραγιόν.
Η μάχη θα τελειώσει γρήγορα και εύκολα γι’ αυτούς, γιατί θα έχουν παράνομες πληροφορίες. Πληροφορίες, που θα τους επιτρέπουν να “μαντεύουν” εύκολα το τι μπορεί να δελεάσει τον “κυρίαρχο” της κάθε ομάδας. Θα πλειοδοτούν στα μικρά ειδικά συμφέροντα και θα μειοδοτούν στα μεγάλα και γενικά συμφέροντα. Από εκεί και πέρα θα προσπαθούν να πείσουν τους αναποφάσιστους έχοντας και τη συμμαχία ισχυρών μελών της οικογένειας, που έχουν ήδη “πειστεί” με το ειδικό δώρο που απευθύνεται αποκλειστικά και μόνον στα ιδιοτελή συμφέροντά τους και όχι στα κοινά συμφέροντα. Η μάχη είναι χαμένη για την οικογένεια. Γιατί; Γιατί θα πάρουν στην ακριβότερη τιμή τον χειρότερης ποιότητας καναπέ. Για να πάρει κάποιος την “πίπα” ή το “κραγιόν”, θα γίνει σύμμαχος του εχθρού και θα λειτουργεί ως υποχείριό του. Οι έμποροι θα έχουν ανταγωνιστεί τίμια μεταξύ τους και θα έχουν πολεμήσει άτιμα εναντίον της οικογένειας, που είναι ο κοινός τους εχθρός.
Κινήθηκαν στη “σκιά” και γι’ αυτό ο αγώνας κρίθηκε πολύ εύκολα υπέρ τους. Αυτή όμως η ευκολία στη μάχη είναι που προκαλεί το “σοκ” στο οποίο αναφερόμαστε. Αν η οικογένεια μάθει ότι οι έμποροι απομόνωσαν το μικρό τους το παιδί για ν’ αντλήσουν πληροφορίες και να την διχάσουν, προσπαθώντας να επωφεληθούν από τα πάθη της, θα εξαγριωθεί. Όχι απλά θα ακυρώσει την παραγγελία, αλλά θα πάει να σπάσει τα κεφάλια των εμπόρων. Όχι απλά δεν θα συμμορφωθεί στα προσυμφωνηθέντα, αλλά θα τους πάει στα δικαστήρια. Γιατί; Γιατί η κίνηση στη “σκιά” των νόμων του εμπορίου είναι ανήθικη. Είναι κίνηση σε μια “περιοχή” στην οποία τόσο ο πολιτισμός όσο και η ηθική τού ανθρώπου δεν την επιτρέπουν. Κανένας νόμος δεν ισχύει γι’ αυτούς που περιφέρονται στη “σκιά”.
Ακόμα και στη “ζούγκλα” της οικονομίας αυτό απαγορεύεται. Όταν οι έμποροι αναζητούν πληροφορίες για τους αγοραστές, το κάνουν μόνον στο γενικό επίπεδο και το πληρώνουν ως υπηρεσία. Πληρώνουν χρήματα ή μοιράζουν εκπτωτικά κουπόνια στους πελάτες οι οποίοι θα τους εκμυστηρευτούν τα όσα σκέφτεται ο καταναλωτής. Πληρώνουν, για να σπάσουν τα κοινά συμφέροντα μεταξύ των καταναλωτών. Μέσα από τα γενικά γκάλοπ μαθαίνουν τις τάσεις του αγοραστικού κοινού και αυτήν τη γνώση την προσαρμόζουν με την πιθανότητα λάθους και στους πελάτες που έχουν απέναντί τους. Αν όμως αναζητήσουν πληροφορίες στο επίπεδο του πελάτη που έχουν απέναντί τους, θα χορτάσουν κλωτσιές και μπουνιές.
Κάτι ανάλογο συμβαίνει και με τις εκλογές. Ακυρώνεται το πνεύμα του Συντάγματος, όταν υπάρχουν τα γκάλοπ. “Στήνεται” η μάχη μεταξύ των λίγων που διεκδικούν την εξουσία και των πολλών, οι οποίοι με βάση τη λογική του Συντάγματος έχουν το δικαίωμα να την προσφέρουν σ’ εκείνους που τους συμφέρουν περισσότερο. Ακυρώνεται η πλειοδοτική λογική, στην οποία πρέπει να μπαίνουν τα κόμματα, προκειμένου να ψηφιστούν από εκείνους που με όρκο δεσμεύονται ότι θα τους “υπηρετήσουν”. Ακυρώνονται τα όπλα των ψηφοφόρων. Ο αγώνας είναι “στημένος” υπέρ των κομμάτων και όλων εκείνων που έχουν συμφέρον να είναι αδύναμος ο λαός. Τα κόμματα με τον τρόπο αυτόν προσφέρουν “σαβούρες” στην πιο ακριβή τιμή, χωρίς να απειλούνται με εξαφάνιση. Όλοι προσφέρουν τα ίδια άσχημα “προϊόντα”, εφόσον και στην περίπτωση ήττας δεν κινδυνεύουν να βγουν από την “αγορά”. Δεν κινδυνεύουν από τον ανταγωνισμό και δημιουργούν συνθήκες μονοπωλίου.
Όλα αυτά είναι αποτελέσματα, που παίρνουν μέσα από τα στοιχεία των γκάλοπ. Γνωρίζουν τις τάσεις του κοινού και από εκεί και πέρα το “δουλεύουν”. Του λένε —ό,τι γνωρίζουν από τα γκάλοπ— ό,τι θέλει ν’ ακούσει, αλλά του προσφέρουν ό,τι έχουν προσυμφωνήσει μεταξύ τους. Ό,τι τους συμφέρει τους ίδιους και όχι ό,τι θα μπορούσαν —πάνω στην αγωνία τους να επιβιώσουν ως μνηστήρες της εξουσίας— να προσφέρουν. Κάθε φορά που είναι να του φορτώσουν κι άλλη “σαβούρα”, τη δοκιμάζουν σε γκάλοπ. Αν δουν ότι ο κόσμος το ανέχεται και δεν αντιδρά, του τη φορτώνουν. Αν δουν ότι ο κόσμος δεν το ανέχεται, το αλλάζουν. Όλα αυτά όμως τα κάνουν χωρίς κόστος, γιατί στέκονται μακριά από τα “όπλα” των ψηφοφόρων, που είναι οι ψήφοι. Όλα αυτά τα κάνουν σε ανύποπτο χρόνο και χωρίς ρίσκο. Αν δεν υπήρχαν τα γκάλοπ, ποιος θα τολμούσε να προσφέρει σύνταξη των 400 Ευρώ για τους κοινούς θνητούς και μισθό για τον εαυτό του 10.000 Ευρώ; Τα προσυμφωνήσανε μεταξύ τους, έπεισαν τον κόσμο ότι δεν υπάρχουν άλλα περιθώρια και τα γκάλοπ τούς έδωσαν το ΟΚ. Αν δεν υπήρχαν τα γκάλοπ να προσφέρουν την ακριβή εικόνα της ελληνικής “οικογένειας”, ποιος θα τολμούσε να πάει στις εκλογές, χωρίς να γνωρίζει το πολιτικό κόστος της αθλιότητάς του; Ποιος θα τολμούσε —αν δεν γνώριζε τα συμβαίνοντα μέσα στην κοινωνία— να παριστάνει τον ευεργέτη με 2% αύξηση στους “ιθαγενείς” και 80% αύξηση στον εαυτό του;
Ποιος δεν θυμάται τι έγινε με την πρόταση του ΠΑΣΟΚ για το ασφαλιστικό; Αυτοί οι οποίοι έφαγαν τα χρήματα των ασφαλιστικών ταμείων στο χρηματιστήριο, θα έπρεπε να μοιράσουν τα “ψίχουλα” που απέμειναν με τον συμφερότερο για τους ίδιους τρόπο. Έκαναν την πρόταση στον κόσμο και μέσω των γκάλοπ είδαν ότι ο κόσμος εξαγριώθηκε. Μόλις το είδαν αυτό, το απέσυραν. Τι έκαναν; Άλλαξαν την πρότασή τους. Τα ίδια “ψίχουλα” στη συνέχεια τα πρόσφεραν “βρεγμένα”. Αναζήτησαν δηλαδή και πάλι την πιο φτηνή λύση, για να προσφέρουν αυτά που πρόσφεραν. Όλα αυτά δεν θα τα αποτολμούσαν, αν δεν υπήρχε το γκάλοπ …αν δηλαδή δεν υπήρχε η γνώση να “μετράνε” τις συνέπειες των πράξεών τους και μάλιστα δωρεάν ως “έρευνα” και χωρίς αυτό να συνεπάγεται πολιτικό κόστος. Αν δεν υπήρχαν τα γκάλοπ, θα έκαναν εξ’ αρχής τη συμφερότερη για τον κόσμο πρόταση και όχι τη συμφερότερη για τους ίδιους και τα αφεντικά τους. Θα έκαναν τη συμφερότερη, γιατί οι αντίπαλοί τους —οι οποίοι δεν θα γνώριζαν επίσης τις τάσεις του κόσμου— θα τους παρέσερναν στην πλειοδοσία.
Κατάλαβε ο αναγνώστης τι γίνεται; Τα κόμματα δεν φοβούνται την “τιμωρία”, που είναι το όπλο του πολίτη, γιατί απλούστατα γνωρίζουν εξ αρχής πότε υπάρχει πιθανότητα να τιμωρηθούν. Από τη στιγμή που το γνωρίζουν αυτό, ξεκινάνε τις “προσφορές” τους από πολύ “χαμηλά” κι εκεί παραμένουν. Οι θεωρητικά αντίπαλοι μεταξύ τους, έχοντας τη γνώση των γκάλοπ, εξυπηρετούν τα αφεντικά τους, χωρίς να φοβούνται τις αντιδράσεις το κόσμου. Απλά, όπως οι έμποροι του παραδείγματός μας, ανταγωνίζονται “καθαρά” μεταξύ τους και άτιμα απέναντι στον “πελάτη”. Το κάθε κόμμα, έχοντας τη γνώση που προσφέρουν τα γκάλοπ, διαχωρίζει τον λαό στο δικό του “target group”. Μ’ αυτό ασχολείται και προσπαθεί να επωφεληθεί από τα συγκρουόμενα ειδικά συμφέροντα ανθρώπων, που συνολικά ανήκουν στην ίδια σφαίρα συμφερόντων. Άλλος δίνει προτεραιότητα στα συμφέροντα των νέων, άλλος σ’ αυτά των συνταξιούχων. Άλλος στα συμφέροντα των αντρών και άλλος στα συμφέροντα των γυναικών. Άλλος στα συμφέροντα των μορφωμένων και άλλος στα συμφέροντα των αμόρφωτων. Άλλος στα συμφέροντα των ιδιωτικών υπαλλήλων και άλλος στα συμφέροντα των δημοσίων υπαλλήλων. Ορίζουν για το κάθε υποσύνολο ένα ανώτατο όριο “παροχών” —για να μην χαλά η πιάτσα και ζημιωθούν— και από εκεί και πέρα τα προσεγγίζουν με βάση τον δικό τους προγραμματισμό, τον οποίο φροντίζουν να έχει μια ψευδοομοιότητα με τα παλιά ιδεολογήματα. Απευθύνονται δηλαδή σε πελάτες και τους μιλούν σαν να επρόκειτο για οπαδούς. Βάζουν και τους δημόσιους υπάλληλους να κάνουν τους “κράχτες” και η παγίδα είναι έτοιμη.
Όλο το παιχνίδι δηλαδή είναι “στημένο”. Κάποιοι εξωθεσμικοί παράγοντες ορίζουν τα όρια που τους συμφέρουν και στη συνέχεια βάζουν τους “εμπόρους–κόμματα” να στρέφουν τους “πελάτες” τον έναν εναντίον του άλλου. Ξεφορτώνονται τις “σαβούρες” τους, γιατί τους στριμώχνουν, εκμεταλλευόμενοι τις συνθήκες. Εκμεταλλεύονται το γεγονός ότι αναγκαστικά κάποιος θα ψηφιστεί για να κυβερνήσει. Εκμεταλλεύονται το γεγονός ότι μέσα στην κοινωνία υπάρχουν συγκρουόμενα ειδικά συμφέροντα. Εκμεταλλεύονται ότι ανάμεσα στους πολίτες που ψηφίζουν για τα γενικά συμφέροντα έχουν δικούς τους ανθρώπους με δικά τους ιδιοτελή συμφέροντα.
Γι’ αυτόν τον λόγο αναφερόμαστε ειδικά στους δημοσίους υπαλλήλους. Οι δημόσιοι υπάλληλοι μπορούν να λάβουν υπόσχεση άμεσης ανταμοιβής σε περίπτωση νίκης του “εργοδότη” τους. Γνωρίζουν την πολυτιμότητά τους και μπορούν να βάλουν τα κόμματα στην αυθεντική πλειοδοτική λογική. Μπορούν να εξασφαλίσουν την “πίπα” ή το “κραγιόν” που επιθυμούν. Μπορούν να εισπράξουν μεσιτεία εις βάρος των ομοίων τους. Αυτό δεν ισχύει για τους απλούς πολίτες. Δεν μπορεί να υποσχεθεί ένα κόμμα ότι την επόμενη των εκλογών θα μοιράσει αυξήσεις ή αναδρομικά στους εργάτες των εργοστασίων. Αυτό μπορεί να το υποσχεθεί μόνον στους δημοσίους υπαλλήλους και όπως αντιλαμβανόμαστε μπορούν εύκολα τα κόμματα ν’ αποκτήσουν “κράχτες” με τα χρήματα του λαού. Μπορούν εύκολα να “πλειοδοτήσουν” σε μικρά ειδικά συμφέροντα, για να “μειοδοτήσουν” στα μεγάλα και γενικά συμφέροντα. Συμφέρει, γιατί κοστίζει πιο φτηνά.
Τα γαϊδούρια, γιατί περί τέτοιων πρόκειται, μετέτρεψαν την κοινωνία σε ένα ανατολίτικο παζάρι. Ένα παζάρι όμως άθλιο, όπου δεν σέβονται ούτε καν τους νόμους του παζαριού. Ένα παζάρι, όπου νομίζουν ότι είναι δικαίωμα τους να βλέπουν τις τσέπες του πελάτη τους και να γνωρίζουν τις ενδόμυχες σκέψεις του. Ούτε καν αυτά που ισχύουν στην αγορά δεν σέβονται. Ακόμα και τα γκάλοπ που κάνουν, προκειμένου να μάθουν τα συμβαίνοντα, τα κάνουν τζάμπα. “Συμμετοχή” του κόσμου στην κοινωνική “έρευνα” τα θεωρούν. Ούτε καν εκπτωτικά κουπόνια δεν δίνουν στους αφελείς, οι οποίοι τους αποκαλύπτουν τα “εσώτερα” του λαού. Μόνον οι “κράχτες” πληρώνονται και γι’ αυτό φτάσαμε εδώ που φτάσαμε με τα προνόμια των δημόσιων υπαλλήλων. Μιλάμε για τραγική κατάσταση.
Αν δηλαδή σέβονταν όλοι αυτοί ακόμα και τα άθλια δεδομένα της αγοράς, όπου η έννοια της ηθικής είναι πολύ αφηρημένη, θα έπρεπε να αυτοπεριορίζονται σε επιλογές που εμπεριέχουν κάποιας μορφής ρίσκου. Αν δηλαδή αλλάξουμε την κλίμακα, η μόνη “πληροφόρηση” που θα έπρεπε να έχουν τα κόμματα θα ήταν αυτή για τα συμβαίνοντα στα άλλα κράτη. Την πληροφόρηση που δεν μπορείς να τα εμποδίσεις να διαθέτουν, γιατί προέρχεται από ιστορικές πηγές οι οποίες είναι προσβάσιμες σε όλους. Ό,τι συμβαίνει δηλαδή και με την περίπτωση που προαναφέραμε. Γνωρίζεις κάποιες πληροφορίες που σου τις έδωσαν άνθρωποι οι οποίοι τους πλήρωσες γι’ αυτές και δεν ζημιώθηκαν από τη μεταξύ σας δοσοληψία εξαιτίας τους. Από εκεί και πέρα αυτές τις πληροφορίες προσπαθείς να τις προσαρμόσεις στον κάθε πελάτη, χωρίς να είσαι σίγουρος ότι είναι απόλυτα όμοιος με το “δείγμα” σου. Τα κόμματα δηλαδή θα μπορούσαν να χρησιμοποιήσουν πληροφορίες που αφορούσαν την ιταλική ή τη γαλλική “οικογένεια” και με τη γνώση αυτή να έκαναν τον προγραμματισμό τους και για την ελληνική “οικογένεια”. Αυτό όμως δεν το κάνουν. Προτιμούν να μπαίνουν μέσα στην “οικογένεια” και να αντλούν πληροφορίες άμεσες. Προτιμούν να στηρίζονται στις πραγματικές πληροφορίες που θα τους δώσουν οι αφελείς πολίτες, οι οποίοι διασπούν εν αγνοία τους το συμπαγές των συμφερόντων του λαού.
Αυτή είναι η Νέα Τάξη Πραγμάτων. Μια “στημένη” κατάσταση, που στηρίζεται στην “νόμιμη” διαχείριση της παράνομης πληροφορίας. Στηρίζεται στην πληροφορία, που επιτρέπει σε πονηρούς να κινούνται ατιμώρητα στη “σκιά” του Συντάγματος. Τα λίγα μεγάλα ιδιωτικά συμφέροντα θα “διορίζουν” τους αρχηγούς των “κομμάτων-εμπόρων” και οι ευνοημένοι “κράχτες” θα δημιουργούν τις συνθήκες “ενθουσιασμού”. Από εκεί και πέρα οι “γκαλοπατζήδες” θα φροντίζουν για τα υπόλοιπα. Αυτοί θα πουν στους αρχηγούς τι να λένε και οι ίδιοι θα πούνε στους “κράχτες” πότε πρέπει να τρέξουν να δείξουν τον “ενθουσιασμό” τους. Το ζητούμενο είναι δηλαδή να μην κάνουν λάθη οι αρχηγοί και ταυτόχρονα να μην φθείρονται οι “κράχτες”. Να μην λένε οι αρχηγοί πράγματα που εξαγριώνουν τον κόσμο και ταυτόχρονα να μην υπάρχει πιθανότητα ένας λάθος “ενθουσιασμός” ν’ αποκαλύψει τους “κράχτες”. Οι αρχηγοί τα λάθη πρέπει να τα αποσύρουν έγκαιρα και οι “κράχτες” να έχουν και κάτι να κατηγορήσουν τα “αφεντικά” τους, χωρίς όμως αυτό να τους κάνει ζημιά. …”Ήταν πράγματι “χαλασμένο” το προϊόν που απέσυρε από “ευαισθησία” η πολυεθνική, αλλά αυτό που ή ίδια εταιρεία ετοιμάζει τώρα έχουμε μάθει ότι είναι “απίθανο”” …λέει ο “κράχτης” στον αφελή “πελάτη”.
Με τις μεθόδους αυτές τα πάντα ελέγχονται απόλυτα. Σε μια τέτοια περίπτωση το αποτέλεσμα θα είναι τραγικό για την κοινωνία. Οι λίγοι θα τα έχουν όλα και οι πολλοί θα άγονται και θα φέρονται θύματα των δικών τους αναγκών, των δικών τους προβλημάτων, των δικών τους φοβιών. Θα ακούνε ό,τι είναι πιο φτηνό στην εξουσία να τους πει, αν έχει κάτι να πει. Σ’ αυτό το σημείο φτάσαμε. Τα κόμματα δεν έχουν καν προτάσεις. Κατεβαίνουν στις εκλογές χωρίς καν να διαθέτουν κυβερνητικό πρόγραμμα. Εξαρτώμενα από τα ίδια ιδιωτικά συμφέροντα, προσφέρουν το ίδιο προϊόν και το “σπρώχνουν” με βάση τα δευτερεύοντα στοιχεία της αγοράς. Με όπλα τις φάτσες τους άρχισαν να κατεβαίνουν. Αφού έτσι κι αλλιώς την ίδια “σαβούρα” θα πάρετε, γιατί να μην την πάρετε από το δικό μας “παιδί”. Είναι όμορφος, καλός οικογενειάρχης και κάνει τζόκινγκ, για να βαστιέται σε καλή φόρμα και να τον καμαρώνετε όταν θα τον βλέπετε δίπλα στους άλλους ηγέτες. Μπορεί να μην ζει κι αυτός με 400 Ευρώ τον μήνα, αλλά, επειδή είναι καλός άνθρωπος, θα δώσει εντολή στους δημοσίους υπαλλήλους να χαμογελάνε στους χαχόλους, όταν θα τους “υπηρετούν”. Όχι σαν τον άλλον, που είναι στυφός και δεν χαμογελά. Που είναι υπερόπτης και δεν δίνει το χέρι του στη γριά που συναντάει στο δρόμο.
Ένας τεράστιος “καραγκιόζ μπερντές”. Δίνουν μάλιστα και φιλανθρωπικό νόημα στην όλη πολιτική τους, που στηρίζεται από τα γκάλοπ. Το νόημα του “διαλόγου” με τον κόσμο. Παριστάνουν τους φίλους που ενδιαφέρονται. Πέστε μας τι θέλετε. Πέστε μας ποιες είναι οι ανάγκες σας. Πέστε μας πόσα χρήματα διαθέτετε. Πέστε μας πόσο ανάγκη έχετε το “προϊόν” μας. Αυτοί “ρωτάνε” από ευαισθησία και ενδιαφέρον και ο λαός “απαντά” μέσω των γκάλοπ. Παπατζηλίκια. Αυτά τα λένε οι φίλοι μεταξύ τους, γιατί δεν έχουν τίποτε να μοιράσουν μεταξύ τους κι επιπλέον αγαπιούνται. Όταν αυτό συμβαίνει στην αγορά, είναι εκ του πονηρού, γιατί κάποιοι έχουν συμφέρον να “πουλάνε” φιλία, για να την εισπράξουν σε χρήμα. Δεν υπάρχει φιλία μεταξύ αγνώστων και μάλιστα όταν υπάρχει στη μέση το οικονομικό. Δεν υπάρχει φιλία και κατανόηση, όταν η “επιτυχία” του ενός εξαρτάται από το πόσο “κοροΐδο” είναι ο άλλος. Δεν μπορούν να είναι φίλοι άνθρωποι οι οποίοι είναι άγνωστοι μεταξύ τους και οι οποίοι στο μικρό διάστημα που συνευρίσκονται πρέπει να υπερασπιστούν τα συμφέροντά τους και να πολεμήσουν τα συμφέροντα του άλλου.
Γι’ αυτόν τον λόγο θεωρούμε υποκρισία το ενδιαφέρον των εμπόρων να μάθουν τα “εσώτερα” του πελάτη τους. Γι’ αυτόν τον λόγο θεωρούμε υποκρισία το ενδιαφέρον των κομμάτων να μάθουν τα “εσώτερα” της κοινωνίας. Γι’ αυτό μιλάμε για “παπατζηλίκια”. Ποιος “ψωνίζει” με τον τρόπο που περιγράψαμε στην αγορά; “Πες μου τι έχεις και πόσο κάνει” είναι η λογική της αγοράς. “Κάνε μου μια προσφορά, για να πάω να πάρω και από τον διπλανό έμπορο μια άλλη προσφορά και να τις συγκρίνω. Το τι έχω εγώ στην τσέπη μου, τι επιθυμώ, τι γνωρίζω και πόσο ανάγκη το έχω είναι δικό μου θέμα” …λέει ο χειραφετημένος καταναλωτής.
Καταλαβαίνει ο αναγνώστης τι θέλουμε να πούμε; Γιατί τους πληρώνουμε τους πολιτικούς; Για να κάνουν εκείνα που εμείς θα τους υποδείξουμε και τα οποία συνήθως είναι αυτά που μας έχουν βάλει οι ίδιοι μέσα στο μυαλό μας μέσω της προπαγάνδας και τα οποία τα εισπράττουν ως “εντολές” μέσω αντανακλάσεως; Τους πληρώνουμε εκατομμύρια, για να μας πουν αυτά που πιστεύει η πλειοψηφία, η οποία δίνει τη νίκη στις εκλογές; Μια πλειοψηφία, που μέσα της υπάρχουν και όλοι οι αγράμματοι, οι αδιάφοροι ή οι αφελείς της κοινωνίας; Ποιες είναι οι προτάσεις τους; Ας τις κάνουν και εμείς θα κρίνουμε τι μας συμφέρει. Υπάρχει πιο εύκολο πράγμα από το να κρίνεις μια πρόταση;
Τι θα πει “συμμετοχική δημοκρατία”; Τι θα πει ανοικτός διάλογος με την κοινωνία; Πέστε μας πώς θέλετε να το φτιάξουμε το αμάξι σας; Πέστε μας πώς να το σχεδιάσουμε και πώς να το κατασκευάσουμε; Αν το γνωρίζαμε, θα ήμασταν μηχανικοί και σχεδιαστές της Ferrari. Εσείς τι έχετε να μας προσφέρετε είναι το ζητούμενο. Κάντε τις προτάσεις σας και εμείς ξέρουμε να διαλέγουμε. Ξέρουμε να ξεχωρίζουμε το Ferrari από το Lada. Αυτά δεν χρειάζεται να είναι κάποιος επιστήμονας για να τα ξεχωρίζει. Από τα βουνά να έχεις κατέβει, δεν μπερδεύεσαι. Απλά είναι τα πράγματα. Αυτός που κάνει προτάσεις είναι ο “μηχανικός” και γι’ αυτό υποτίθεται γίνεται διάσημος και πλούσιος. Όλοι εμείς είμαστε “πελάτες”, που περιμένουμε το καλύτερο δυνατό. Μπορεί να μην ξέρουμε να το δημιουργούμε, αλλά ξέρουμε να το ξεχωρίζουμε και να το επιλέγουμε. Κατάλαβε ο αναγνώστης τι λέμε; Άνοιξαν ποτέ διάλογο οι μηχανικοί της Mercedes ή της Ferrari με το κοινό τους; Έφτιαξαν ποτέ αυτοκίνητο με βάση τις γνώσεις του αγρότη από την Λάρισα ή του γουνεργάτη από την Καστοριά; Κατασκεύασαν ποτέ αυτοκίνητο με βάση τις γνώσεις όλων αυτών, επειδή τους ήθελαν για πελάτες; Αυτοί κάνουν ό,τι καλύτερο μπορούν με βάση τη γνώση τους και περιμένουν να κριθούν στην αγορά. Οι πελάτες επιλέγουν το καλύτερο και δεν συμμετέχουν στη δημιουργία του. Δεν έχουν τις δυνατότητες να συμμετάσχουν.
Κάτι ανάλογο είναι και το ζητούμενο από το Σύνταγμα για την πολιτική. Τα στελέχη των κομμάτων πρέπει να στύψουν τα μυαλά τους και να προσφέρουν ως κυβερνητική πρόταση το καλύτερο που μπορούν. Από εκεί και πέρα θα κριθούν στις εκλογές. Αυτή είναι η πλειοδοτική λογική στην οποία το Σύνταγμα βάζει τα κόμματα να συγκρούονται μεταξύ τους. Όποιος δεν μπορεί ή δεν ξέρει να προσφέρει το παραπάνω από το υπάρχον, να διαλύεται. Να έρχεται στην πολιτική σκηνή νέος και φρέσκος κόσμος με διάθεση και γνώση να υπηρετήσει τον κόσμο. Να ιδρύονται και να διαλύονται κόμματα ανάλογα με τις ανάγκες των καιρών. Όποιος πουλάει “κάρα” να φεύγει από την “αγορά” της πολιτικής. Όχι να “στήνουν” την αγορά οι “καροποιοί” και να μας δουλεύουν. Όχι να “στήνουν” την αγορά και να μην αφήνουν στους ανταγωνιστές τους να πλησιάσουν τον κόσμο. Όχι να παριστάνουν τους φίλους και να οδηγούν τον κόσμο αναγκαστικά στα “μαγαζιά” τους.
Απλά είναι τα πράγματα. Τα κόμματα κάνουν προτάσεις. Είναι “παραγωγοί” πολιτικής. Πουλάνε ένα “προϊόν”, που, αν επιλεγεί, θα τους δώσει κέρδος όλων των τύπων. Δεν είναι ούτε φίλοι ούτε προστάτες καμιάς μερίδας της κοινωνίας. Έχουν ιδιοτελή συμφέροντα, τα οποία είναι συγκρουόμενα μ’ αυτά του κόσμου. Όποιο κόμμα δεν μπορεί να παρακολουθήσει την εποχή, πρέπει να διαλύεται. Πλειοδοτικός διαγωνισμός και μυστική ψηφοφορία είναι το “πνεύμα” του Συντάγματος. Απειλή της σκληρότερης “τιμωρίας” σ’ αυτούς που είτε δεν μπορούν είτε δεν θέλουν να προσφέρουν. Αυτή είναι η ασφάλεια της δημοκρατίας.
Δεν υπάρχει δηλαδή κάποιο μυστήριο ή το δυσνόητο σ’ αυτά που λέμε. Μπορεί ο αφελής ή ο άσχετος πολίτης να υποτιμά την οικονομική δυνατότητα του κράτους ή την ισχύ του και να έχει στο μυαλό του ότι όλα αυτά αρκούν για μια “καρέκλα”. Αν του προσφέρουν “καναπέ”, επειδή δεν γνωρίζουν τι σκέφτεται ή τι μπορεί να φαντάζεται ως πελάτης–ψηφοφόρος, θα τον αρνηθεί; Γιατί να γνωρίζουν τα διαπραγματευτικά του όρια; Αν είναι έτσι, να παίρνουμε πολίτες από τον δρόμο, να τους κάνουμε πρωθυπουργούς και μετά μέσω των γκάλοπ να τους λέμε τι να κάνουν. Αυτή είναι η “συμμετοχική δημοκρατία” που ονειρεύεται ο Γιωργάκης; Αυτός πλούσιος και διάσημος ως πρωθυπουργός και θα κάνει αυτά τα οποία του υποδεικνύουμε εμείς οι φτωχοί και άσημοι; Τα 400 Ευρώ θ’ αποφασίζουν και θα παίρνουν την ευθύνη των αποφάσεων και τα 10.000 Ευρώ θα είναι μόνο για τις παρελάσεις και τις δεξιώσεις;
Ο αναγνώστης αντιλαμβάνεται τον ολέθριο ρόλο των γκάλοπ. Μέσω των γκάλοπ ακυρώνεται το ίδιο το Σύνταγμα. Παραδίδεται ο λαός στις ορέξεις των μεγάλων συμφερόντων. Αποκαλύπτονται οι προθέσεις του στους “εμπόρους” που του πουλάνε “σαβούρες”. Οι κατ’ όνομα αιρετοί διεκδικητές της εξουσίας γίνονται κληρονομικοί. Τα κόμματα μετατρέπονται σε ημικρατικές “επιχειρήσεις”. Τα γκάλοπ δημιουργούν συνθήκες που μονιμοποιούν τα μεγάλα κόμματα στην πολιτική σκηνή και την κάνουν απόλυτα ελεγχόμενη. Τα γκάλοπ δημιουργούν συνθήκες, που προστατεύουν τα μεγάλα κόμματα τόσο από την αντίδραση των θυμάτων τους όσο και από τις απειλές των “μικρών” και άρα αυτών που θέλουν να τα ανταγωνιστούν. Τα γκάλοπ οδηγούν στο μονοπώλιο, που δίνουν την απόλυτη εξουσία στους χρηματοδότες και ευεργέτες των κομμάτων. Τα γκάλοπ δημιουργούν συνθήκες, που κάνουν τον κόσμο προβλέψιμο και ακυρώνουν το πνεύμα των εκλογών. Οι εκλογές με τον τρόπο αυτόν χάνουν το πραγματικό τους νόημα. Γίνονται απλώς το πιο μεγάλο και πιο οργανωμένο γκάλοπ της κάθε τετραετίας. Ένα γκάλοπ, που διαφέρει από τα υπόλοιπα μόνον στο γεγονός ότι το αποτέλεσμά του δίνει την πολυπόθητη “παραγγελία” ανάμεσα στους “εμπόρους” της πολιτικής.
Ο κόσμος πρέπει να προστατευτεί από αυτήν τη “λαίλαπα”. Πρέπει να προστατευτεί από αυτούς οι οποίοι βλέπουν παράνομα την κοινωνία μέσα από την “κλειδαρότρυπα”. Αυτούς, που στη συνέχεια θα μετατρέψουν σε εξουσία την προβληματικότητα των όσων “βλέπουν”. Αυτούς που σου κλέβουν το “κρεβάτι” και σε περιμένουν στην “πόρτα” να σου πουλήσουν “κρεβάτι”, γιατί από “ευαισθησία” μαθαίνουν τι σου λείπει. Όπως προστατεύονται τα “προσωπικά δεδομένα” του πολίτη από μια ανεξάρτητη και συνταγματικά θεσμοθετημένη αρχή, έτσι θα πρέπει να προστατεύονται και τα “προσωπικά δεδομένα” μιας ζωντανής οντότητας, όπως είναι η ανθρώπινη κοινωνία. Πρέπει να απαγορευτεί στους εξουσιαστές και στους λακέδες τους να κοιτάνε με “παράνομο” τρόπο την κοινωνία. Πρέπει να πάψει ο κόσμος να πέφτει θύμα της δικής του αφέλειας, της δικής του άγνοιας, της δικής του αδιαφορίας. Δεν πρέπει να γνωρίζουν οι “κάφροι” τι συμβαίνει μέσα στο εσωτερικό της κοινωνίας, γιατί την εκμεταλλεύονται. Δεν πρέπει να μπορούν να προβλέπουν τις κινήσεις της, για να την φοβούνται. Μόνον ο φόβος τούς κρατάει μακριά από τις “τσέπες” της.
Η άμυνα της κοινωνίας πρέπει να γίνει σε δύο επίπεδα. Στο επίπεδο το προσωπικό —που αφορά τον καθένα από εμάς— και στο συλλογικό επίπεδο. Σ’ ό,τι αφορά το πρώτο θα πρέπει από τώρα και στο εξής να μην δίνει κανένας πολίτης πληροφορίες σε όσους πραγματοποιούν γκάλοπ. Να τους απειλεί ακόμα και με χρήση βίας σε περίπτωση που επιμένουν. Σ’ ό,τι αφορά το συλλογικό επίπεδο, να γίνει κάτι ανάλογο. Αντίδραση. Να ευαισθητοποιηθούν οι πολίτες και να κινηθούν συλλογικά. Να απευθυνθούν στην αρχή προστασίας προσωπικών δεδομένων και να της ζητήσουν να προστατεύσει και τα αντίστοιχα κοινωνικά δεδομένα. Ν’ αρχίσουν τις μαζικές μηνύσεις εναντίον των κομμάτων και των “παραγκών” που πραγματοποιούν τα γκάλοπ. Πρέπει να πάψουμε να είμαστε “γυμνοί” και απροστάτευτοι απέναντι στους εμπόρους της δυστυχίας. Να πάψουν να βγάζουν συμπεράσματα για εμάς, παίρνοντας ως δείγματα κάποιους από εμάς. Τα “μαγαζάκια” των “ματάκηδων” πρέπει να τα κλείσουμε για πάντα. Δεν θα παραδώσουμε ολόκληρη την κοινωνία στους πονηρούς, για να μην χάσουν το μεροκάματό τους τα λίγα άτομα της Οpinion ή της MRB. Δεν θα παραδώσουμε τη “γειτονιά” στους εμπόρους, για να μην μείνει άνεργος ο “χαφιές” της. Αν δεν το κάνουμε, όλοι αυτοί θα μας δουλεύουν στον αιώνα τον άπαντα.
Στην εποχή των jet θα μας προσφέρουν “κάρα” και ανάμεσα σ’ αυτά θα διαλέγουμε. Θα κρατάνε για τους εαυτούς τους τα “φιλέτα” και σε εμάς θα μοιράζουν “ψίχουλα” …πάντα σίγουροι ότι με τα γκάλοπ θα γνωρίζουν πότε θα θυμώσουμε και άρα πότε θα χρειαστεί να τα “βρέξουν” για να μας καλοπιάσουν. Αν υπήρχαν τα γκάλοπ σε άλλες εποχές, τίποτε απ’ όσα απολαμβάνουμε σήμερα δεν θα μπορούσαμε ν’ απολαύσουμε. Ακόμα στον Μεσαίωνα θα ήμασταν. Θα είχαν “αναβληθεί” έπ’ αόριστον οι μεγάλες λαϊκές αντιεξουσιαστικές επαναστάσεις, που οδήγησαν στη χειραφέτηση του ανθρώπου. Θα είχε επιβιώσει καί η Μαρία Αντουανέτα καί ο Τσάρος. Θα είχαν αποφύγει τα ολέθρια λάθη, που ο χρόνος απέδειξε ότι ήταν σωτήρια για την ανθρωπότητα.
Αν τότε υπήρχαν τα γκάλοπ, όλα τα κτήνη που επί αιώνες βασάνιζαν την ανθρωπότητα θα έδιναν μερικά καθησυχαστικά “ψίχουλα” στα “κατοικίδια” και θα έσωζαν τα βασίλειά τους. Οι δουλοπάροικοι όμως ήταν πονηροί και δεν έδιναν στοιχεία στους δυνάστες τους. Δεν σύχναζαν ούτε στα εξομολογητήρια ούτε στα κρατητήρια της εξουσίας. Δεν έδιναν στοιχεία ούτε στους παπάδες των πονηρών “Ρισελιέ” ούτε στους χωροφύλακες των σκληρών “Τσάρων”. Πολλές φορές μάλιστα έφταναν στο σημείο να σκοτώνουν στην κυριολεξία τους χαφιέδες που έδιναν “ευαίσθητες” πληροφορίες στην εξουσία. Πληροφορίες, που αφορούσαν την κατάσταση που επικρατούσε στην κοινωνία. Αυτές οι πληροφορίες έλλειπαν από την εξουσία στις κρίσιμες στιγμές που έπρεπε ν’ αποφασίσει για το μέλλον της και γι’ αυτό έγιναν τα λάθη που την οδήγησαν στην ήττα. Όταν “έβραζε” η κοινωνία, οι μόνοι οι οποίοι δεν το γνώριζαν ήταν αυτοί που νόμιζαν ότι έλεγχαν το “καπάκι” της. Αυτοί, που νόμιζαν ότι το λαϊκό “θηρίο” ήταν απλά ανήσυχο και “γρύλιζε” όπως πάντα. Όταν το “θηρίο” άρχισε να κινείται, ήταν πολύ αργά για να το σταματήσουν.
Αν αυτά που καταλάβαιναν οι αγράμματοι δουλοπάροικοι δεν μπορούμε να τα καταλάβουμε εμείς οι “σύγχρονοι” και μορφωμένοι άνθρωποι, τότε είμαστε άξιοι της μοίρας μας. Είμαστε έτοιμοι να προσκυνήσουμε τους νέους “Ρισελιέ” και τους νέους “Τσάρους” που θα μας φορτώσουν στις πλάτες μας. Γι’ αυτόν τον λόγο είναι πλέον ζήτημα επιβίωσης να προστατεύσουμε το Σύνταγμά μας με όλους τους τρόπους. Να το “θωρακίσουμε” και να μην επιτρέπουμε στους καραγκιόζηδες να μας προσπερνάνε από τις πίσω “πόρτες”. Από το μέρος της “σκιάς”. Αυτό, που, όπως επιμένουμε να λέμε σε όλο το κείμενο, δεν είναι απλά αντισυνταγματικό, αλλά εγκληματικό. Αν η παράβαση μιας απλής συνταγματικής διάταξης προβλέπει σκληρή τιμωρία για τον παραβάτη, η “παράκαμψη” του ίδιου του Συντάγματος προβλέπει πράγματα ακόμα χειρότερα. Πράγματα, που έχουν σχέση με τη βαρβαρότητα. Πράγματα, που θα θυμίσουν στα ζώα ότι ο άνθρωπος ποτέ δεν έπαψε να είναι θηρίο. Πολιτισμένος έγινε με το πέρασμα των αιώνων και όχι κορόιδο. Εμείς είμαστε η “οικογένεια”, που πρέπει να πιάσει τον έμπορο από τον “γιακά” και αν δεν τον στείλουμε στο νοσοκομείο από το ξύλο, να τον πάμε τουλάχιστον στον “εισαγγελέα”. Πρέπει να καταλάβουν όλοι όσοι κινούνται στη “σκιά” ότι, αν πιαστούν εκεί, κινδυνεύουν.
ΠΑΝΑΓΙΩΤΗΣ ΤΡΑΪΑΝΟΥ