Το ελληνικό χρηματιστήριο ήταν, είναι και θα παραμείνει ένα απόλυτα πεθα­μένο χρηματιστήριο Ένα χρηματιστήριο που δίνει νόημα στη φράση …”τρεις κι ο κούκος κάνουν κέφι”. Είναι απόλυτα πεθαμένο, γιατί η ελληνική οικονομία είναι μια οικονομία της πλάκας. Ισχυρή οικονομία είναι η οικονομία που διαθέτει ισχυρό κεφάλαιο και παράγει διαρκώς πλούτο σε μεγάλες ποσότητες. Ένα κράτος είναι οικονομικά ισχυρό, όταν παράγει μόνο του τα αγαθά που έχει ανάγκη η αγορά του και όταν αυτή η παραγωγή προσφέρει απασχόληση στους πολίτες του. Ένα κράτος που η οικονομική κατάσταση των εργαζομένων πολιτών του επιτρέπει την εισροή εσόδων στον κρατικό μηχανισμό, για να υλοποιήσει το σύνολο των έργων υποδομής που έχει ανάγκη ο πληθυσμός. Στην ιδανική για την οικονομία κατάσταση ένα κράτος είναι πραγματικά ισχυρό, όταν εξάγει μέρος της παραγωγής του, εισπράττοντας πλούτο από τρίτες χώρες και έχει τόση οικονομική δύναμη, που του επιτρέπει όχι απλά να διατηρεί τις υποδομές του σε άριστη κατάσταση, αλλά να του “περισσεύουν” και για έργα βιτρίνας.  

Η Ελλάδα δεν ανήκει σ’ αυτήν την κατηγορία κρατών. Το εργατικό της δυναμικό πλήττεται από μια πρωτοφανή ανεργία και η εθνική παραγωγή είναι σχεδόν κατεστραμμένη. Σχεδόν τίποτε δεν παράγεται στην Ελλάδα, γιατί κάποιοι φρόντισαν η Ελλάδα να μην είναι συμφέρουσα στην παραγωγή. Είναι ασύμφορη —και άρα μη ανταγωνιστική— όχι μόνο για τις εξαγωγές της, αλλά και για την κάλυψη των δικών της αναγκών. Από το αυτοκίνητο, που χρησιμοποιεί ο Έλληνας για να πάει στη δουλειά του, μέχρι το κομφετί που πετάνε στα καρναβάλια, όλα είναι εισαγόμενα προϊόντα. Ευτυχώς που υπάρχει και ο χρυσοφόρος τομέας των τουριστικών υπηρεσιών, που προσφέρει στους Έλληνες κεφαλαιοκράτες του τομέα τη δυνατότητα να εισπράξουν κέρδος κι επιπλέον προσφέρει και κάποια εποχιακά μεροκάματα στους Έλληνες εργαζομένους. Λέμε ευτυχώς, γιατί ήταν θέμα συγκυρίας και τύχης το τουριστικό ενδιαφέρον που παρουσιάζει η χώρα μας. Η ομορφιά της δεν είναι δημιούργημα πολιτικής, όπως είναι ο δευτερογενής τομέας παραγωγής. Ευτυχώς δε που ακόμα υπάρχουν περιορισμοί λόγω κυριαρχικών δικαιωμάτων. Αν μπορούσαν αυτοί που κυβερνούν την Ελλάδα θα πουλούσαν και τα νησιά της, παίρνοντας τη “νόμιμη” εμπορική προμήθειά τους.
Η εικόνα της ευημερούσας Ελλάδας, που εισάγεται με το “σπαθί” της στην ΟΝΕ, είναι εικονική. Είναι μια εικόνα που είναι προϊόν οικονομίστικων αλχημειών. Στηρίζεται σε δείκτες που δεν έχουν πρακτική σημασία, παρά είναι δείκτες λογιστικοί. Για παράδειγμα, ο πιο σημαντικός δείκτης ανάπτυξης κι ευημερίας μιας οικονομίας, που είναι ο δείκτης του πληθωρισμού, δεν έχει καμία πρακτική σημασία για την κατάσταση που βρίσκεται σήμερα η ελληνική οικονομία. Ο δείκτης αυτός, δηλαδή, στην περίπτωση της Ελλάδας δεν περιγράφει αυτό που υποτίθεται πρέπει να περιγράφει. Ο πληθωρισμός ως δείκτης έχει σημασία, όταν η οικονομία παράγει πλούτο, που πρέπει να κατανεμηθεί μεταξύ των δικαιούχων του και ταυτόχρονα ο πληθυσμός εργάζεται. Σήμερα η Ελλάδα είναι άνεργη, γιατί το κεφάλαιό της δεν παράγει τίποτε απολύτως. Δεν έχει κανενός είδους κεφάλαιο, που να παράγει οποιοδήποτε ανταγωνιστικό προϊόν, το οποίο να πουλιέται και ν’ αποδίδει κέρδος. Όταν δεν υπάρχει αυτού του είδους το κεφάλαιο, δεν υπάρχουν κι εργαζόμενοι. Εργαζόμενοι υπάρχουν όταν υπάρχει παραγωγή.
Τι σημασία μπορεί να έχει ο δείκτης ενός μεγέθους που έχει σχέση με την προστασία του εισο­δήματος του εργαζομένου και της παραγωγής, όταν δεν υπάρχει ούτε το ένα ούτε το άλλο; Στον πεθαμένο άνθρωπο δεν μυρίζουν τα χνότα, γιατί απλούστατα δεν έχει ανάσα. Τα χνότα είναι πρόβλημα όταν αυτός είναι ζωντανός. Η “κακοσμία” του πληθωρισμού είναι αποτέλεσμα κάποιας δυσλειτουργίας που παρουσιάζει μια “ζώσα” οικονομία. Η ελληνική οικονομία δεν έχει το πρόβλημα της “κακοσμίας” του πληθωρισμού, γιατί απλούστατα δεν “ζει”. Αν μη τι άλλο είναι ειρωνεία να εμφανίζονται οι φονείς της ελληνικής οικονομίας σαν οι άνθρωποι που έλυσαν τα προβλήματα της “κακοσμίας”. Γιατί είναι υπερήφανοι οι “σωτήρες” μας; Επειδή σκότωσαν έναν οργανισμό και έλυσαν τα δευτερεύοντα προβλήματά του; Τι ακριβώς ανακάλυψαν; Ότι η σφαίρα είναι το υπέρτατο αναλγητικό με την αιώνια δράση;
Στον λογιστικό ή στον στατιστικό τομέα το μέγεθος του πληθωρισμού μπορεί να έχει αξία, αλλά όχι στην καθημερινή ζωή. Η καθημερινή ζωή και η οικονομική ευημερία εξαρτάται από το κεφάλαιο και το ελληνικό κεφάλαιο είναι ήδη νεκρό. Αυτό το νεκρό και παντελώς άχρηστο κεφάλαιο ήταν εισαγμένο στο ελληνικό χρηματιστήριο. Είναι δυνατόν ένα χρηματιστήριο, που στηρίζεται σ’ αυτής της ποιότητας κεφάλαιο να είναι ισχυρό και κερδοφόρο; Είναι δυνατόν ένα κεφάλαιο, που δεν παράγει, ν’ αποδίδει κέρδος μερισμάτων σ’ αυτούς που συμμετέχουν στην ανάπτυξή του; Αν δεν υπάρχουν όμως υψηλά μερίσματα, πώς είναι δυνατόν να έχουν αξία οι ελληνικές μετοχές; Ποιος αγοράζει αυτού του είδους τις μετοχές, που είναι “χωράφια” της ερήμου;
Αυτό που συμβαίνει είναι το εξής: Το ελληνικό χρηματιστήριο δεν φτάνει που στηριζόταν στο νεκρό ελληνικό βιομηχανικό κεφάλαιο, αλλά είχε και όλα τα καρκινώματα που συνήθως υπάρχουν στα χρηματιστήρια. Υπήρχαν μέσα σ’ αυτό οι κρατικές εταιρείες παροχής υπηρεσιών μονοπωλιακού τύπου, υπήρχαν οι τράπεζες, υπήρχαν οι κατασκευαστικές εταιρείες και κάποιες μεγάλες εμπορικές. Η ύπαρξη αυτών των εταιρειών, που κερδοφορούν όταν γίνεται ένα μεγάλο “ξεπούλημα”, διατηρούσε τον δείκτη του χρηματιστηρίου σ’ ένα λογικό επίπεδο, που όμως δεν είχε σχέση με την πραγματική λειτουργία του χρηματιστηρίου. Το ότι για κάποιους λόγους ήταν το χρηματιστήριο ζωντανό, δεν σημαίνει ότι ήταν ζωντανή η ελληνική οικονομία. Όταν καταστρέφεται το εθνικό κεφάλαιο, πάντα εμφανίζονται κερδοφόρες οι τράπεζες ή οι εμπορικές εταιρείες που ρευστοποιούν τη λεία τους. Όταν ξεπουλιέται η εθνική ιδιοκτησία σε τιμές εξευτελιστικές, πάντα σπεύδουν οι επενδυτές ν’ αρπάξουν κομμάτια από το “σφάγιο”. Κέρδη εμφάνιζε το ελληνικό χρηματιστήριο, γιατί κάποιοι επένδυσαν πάνω στους κλέφτες.
 Εισέπραξαν κέρδη αυτοί που επένδυσαν πάνω στις μεγάλες εμπορικές εταιρείες. Τις εταιρείες που με χρήματα του κόσμου κατέκτησαν μονοπωλιακά την αγορά, αντιπροσωπεύοντας εισα­γόμενα προϊόντα και καταστρέφοντας την εγχώρια παραγωγή. Εισέπραξαν κέρδη κι αυτοί που επένδυσαν στις κατασκευαστικές εταιρείες. Τις εταιρείες που επίσης με χρήματα του κόσμου απέκτησαν την ισχύ να καταστρέψουν τον υπόλοιπο ανταγωνισμό και να παίρνουν τα δημόσια έργα των ευρωπαϊκών “πακέτων”. Για να ενθαρρύνουν μάλιστα τους επενδυτές και ν’ απο­προσανα­το­λίσουν τον κόσμο, τον έπεισαν ότι αξίζει να επενδύει πάνω τους, γιατί στόχος τους ήταν τα έργα στην κατεστραμμένη βαλκανική. Υποσχέθηκαν λεηλασία των βαλκανικών χωρών κι έβαλαν μέρος του λαού στη λογική του να περιμένει να βγάλει κέρδος από την καταστροφή των γειτόνων του. Κέρδη εισέπραξαν κι αυτοί που άρπαζαν κομμάτια από τα κομμάτια των κρατικών “σφαγίων”. Τέτοιο “σφάγιο” ήταν, για παράδειγμα, ο ΟΤΕ.
Δεν υπήρχε δηλαδή κάποιο μυστήριο για την όποια —έστω κι ασήμαντη— κίνηση που παρατηρούνταν στο ελληνικό χρηματιστήριο. Το γεγονός, δηλαδή, ότι υπήρχε κάποιο κέρδος, δεν σημαίνει ότι κάτι λειτουργούσε θετικά για το ελληνικό κεφάλαιο. Αυτά τα αντιπαραγωγικά κέρδη και κάτι δείκτες τύπου πληθωρισμού εκμεταλλεύονταν η κυβέρνηση, για να διαφημίζει την πολιτική της σ’ έναν λαό πρακτικά άνεργο, που δεν είχε γνώσεις να καταλάβει πώς, παρ’ όλη την έλλειψη παραγωγής και την ανεργία, προκύπτει κέρδος. Δεν είχε γνώσεις να καταλάβει ότι ακόμα κι ένας άνεργος μπορεί να έχει εισόδημα όταν πουλάει το σπίτι του. Το θέμα είναι ποιος θέλει τέτοιο εισόδημα και τι θα κάνει για να επιβιώσει, όταν στη συνέχεια αυτό το κέρδος το καταναλώσει. Τι θα κάνει ο άνεργος, όταν καταναλώσει τον πλούτο που θα του αποδώσει η πώληση του σπιτιού του; Θα βγάλει τη γυναίκα του στο “πεζοδρόμιο”, για να εξασφαλίσουν ένα κομμάτι ψωμί;
Κάτι ανάλογο γινόταν και με την Ελλάδα. Η άνεργη Ελλάδα εμφάνιζε κέρδος, γιατί απλούστατα “ξεπουλούσε” την περιουσία της. Το τι θα έκανε μετά δεν ενδιέφερε κανέναν. Αυτή ήταν η “μαγική” συνταγή της κυβέρνησης. Ανακάλυψαν το φεγγάρι τα κουτορνίθια και ήθελαν και να τους δοξάσουμε γι’ αυτό. Αυτό που έχει σημασία είναι ότι με την πολιτική που ακολου­θήθηκε ξεπουλήθηκε ή καταστράφηκε το εθνικό κεφάλαιο και ο λαός έμεινε άνεργος να προσπαθεί να συντηρηθεί από τα επιδόματα και τα σεμινάρια.
 Από την άλλη πλευρά υπήρχαν οι εμπορικές εταιρείες και οι τράπεζες, που αναζητούσαν το κέρδος από μια αγορά πεθαμένη. Η ανεργία του ελληνικού λαού “στέγνωσε” την αγορά. Οι προσφορές υπήρχαν, ο πληθωρισμός ήταν χαμηλός, αλλά δεν υπήρχε χρήμα στην αγορά. Όσο φθηνό όμως κι αν είναι ένα προϊόν, δεν μπορεί να το αγοράσει αυτός που δεν έχει χρήμα. Οι εμπορικές εταιρείες όμως επέμεναν να παρουσιάζουν για την ελληνική οικονομία μια εικόνα πλούτου κι ευδαιμονίας. Το χαρακτηριστικό αυτών των εταιρειών είναι ότι λειτουργούν σαν βδέλλες. Επιβιώνουν για όσο διάστημα ρουφάνε “αίμα” από το θύμα τους. Δεν σταματούν, ακόμα κι όταν διαπιστώσουν ότι αυτό κινδυνεύει με θάνατο, γιατί δεν μπορούν να επιβιώσουν διαφορετικά. Δεν διαθέτουν κεφάλαιο, που από μόνο του να παράγει πλούτο. Αντλούν πλούτο από το πραγματικό κεφάλαιο και όταν δεν μπορούν να το κάνουν αυτό “πεθαίνουν”, γιατί σκοτώνουν την οικονομία. Αυτές οι “βδέλλες” ρουφούν αίμα μέχρι να πεθάνει το θύμα τους, δίνοντας απλώς παράταση και στον δικό τους τον θάνατο.
Αυτό έγινε στην ελληνική οικονομία από τις εμπορικές εταιρείες. “Ρούφηξαν” ό,τι υπήρχε και δεν υπήρχε διαθέσιμο στην αγορά. Με σχεδόν μονοπωλιακό τρόπο κάποιες λίγες εταιρείες εισέπρατταν κέρδος από το οποιοδήποτε προϊόν μπορεί να ενδιέφερε τον Έλληνα αγοραστή. Οι ίδιοι άνθρωποι εισέπρατταν από όλους τους τομείς της αγοράς. Ο κάθε τομέας της αγοράς είχε τον “Πορτογάλο” του και όλοι μαζί ήταν ο “Πορτογάλος” της ελληνικής αγοράς. Αυτοί ήταν οι περίφημοι “διαπλεκόμενοι”.
Αυτοί οι έμποροι μαζί με τις τράπεζες, που θησαύριζαν από τη ρευστοποίηση του ελληνικού κεφαλαίου που ήδη είχαν καταστρέψει, άρχισαν ν’ αντιλαμβάνονται την οικονομική “στενότητα” του Έλληνα καταναλωτή. Με στόχο να “ρουφήξουν” και την τελευταία δραχμή του, άρχισαν να μοιράζουν καταναλωτικά δάνεια. Προσπάθησαν να τον παρασύρουν σε άστοχες και περιττές αγορές, που σε άλλη περίπτωση δεν θα πραγματοποιούσε. Γιατί χρησιμοποιούμε τη λέξη “παρασύρουν”; Γιατί ο Έλληνας είχε αρχίσει πλέον να τρομάζει από τη διαρκώς αυξανόμενη ανεργία. Σε τέτοιες περιπτώσεις ο άνθρωπος μεριμνά περισσότερο για την οικονομία του, παρά για τις απολαύσεις του. Προτιμά να προστατεύει το “κομπόδεμά” του για τη δύσκολη ώρα, παρά να βρεθεί άνεργος και με χρέη.
Τι θα έκαναν όμως οι “βδέλλες”; Τα έξοδά τους “έτρεχαν”. Πλήρωναν τεράστια ποσά σε διαφημίσεις, μάρκετινγκ ή μάνατζμεντ σε μια αγορά που δεν μπορούσε ν’ απορροφήσει τα προϊόντα τους. Η λύση όλων τους των προβλημάτων βρέθηκε και δεν ήταν άλλη από το χρηματιστήριο. Γνώριζαν —κυρίως οι τράπεζες— ότι οι Έλληνες είχαν αποθέματα πλούτου σε καταθέσεις. Οι Έλληνες γενικά, επειδή είναι ένας λαός που δεν έχει συνηθίσει σε συνθήκες ανάπτυξης και σταθερής απασχόλησης, έχει την τάση ν’ αποταμιεύει πλούτο. Έχει γνωρίσει ακόμα και στην πρόσφατη ιστορία του πολλές “δύσκολες” ώρες και δεν ρισκάρει να μένει ακάλυπτος και χωρίς κάποια χρηματικά αποθέματα. Οι τράπεζες γνώριζαν αυτά τ’ αποθέματα και αυτά έβαλαν ως στόχο μαζί με τους εμπόρους.
Πώς στήθηκε όμως η παγίδα που θα τους πρόσφερε το “κομπόδεμα” του ελληνικού λαού; Η παγίδα ήταν όμοια με την παγίδα που έστησε ο έμπορος μαζί με την ωραία γυναίκα στον αφελή, για να του πουλήσουν το προϊόν που αυξάνει τη γοητεία. Οι “διαπλεκόμενοι” και οι τράπεζες με δικά τους χρήματα “σήκωσαν” το χρηματιστήριο. Έβαλαν τη δική τους “γυναίκα” να τη φλερτάρουν και να την “αγγίζουν” οι επενδυτές. Από εκεί και πέρα τα πάντα ήταν θέμα γνώσης και timing. Οι πρώτοι επενδυτές φέρονταν όπως το ποντίκι μπροστά στη φάκα. Δοκίμαζαν να πάρουν ένα κομματάκι τυρί και έφευγαν. Αγόραζαν δηλαδή και πουλούσαν πολύ γρήγορα, για να μην μένουν πολύ χρόνο εκτεθειμένοι μέσα στο χρηματιστήριο. Έμπαιναν κι έβγαιναν όποτε ήθελαν. Όποτε ήθελαν αγόραζαν και όποτε αποφάσιζαν να πουλήσουν μετοχές, ως δια μαγείας, αμέσως έβρισκαν αγοραστές. Εδώ ακριβώς βρίσκεται η παγίδα. Οι πωλήσεις γίνονταν σε χρόνο μηδέν και χωρίς καμία χρονοτριβή. Γίνονταν πωλήσεις ελληνικών μετοχών της πλάκας, σαν να επρόκειτο για μετοχές της Microsoft ή της Mercedes. Ό,τι και ν’ αγόραζες, το πουλούσες άμεσα.
Οι άσχετοι επενδυτές άρχισαν να παρεξηγούν την όλη λογική του χρηματιστηρίου. Άρχισαν να γίνονται θύματα των αισθήσεών τους, όπως ακριβώς συνέβαινε με τον αφελή του παρα­δείγματός μας. Δεν καταλάβαιναν το γιατί και πώς έβγαζαν κέρδος. Δεν καταλάβαιναν κι ούτε τους ενδιέφερε να καταλάβουν. Δεν καταλάβαιναν τον λόγο που μπορούσαν να πουλούν πάντα τις μετοχές που αγόραζαν. Δεν τους ενδιέφερε να μάθουν πού βρίσκονταν όλα εκείνα τα χρήματα και βέβαια οι επενδυτές που ενδιαφέρονταν ν’ αγοράσουν τα μερίδιά τους από τα κομμάτια της ελληνικής “ερήμου”. Δεν καταλάβαιναν ότι οι ίδιοι οι “διαπλεκόμενοι” ήταν αυτοί που αγόραζαν συνειδητά τα κομμάτια της “ερήμου” που αυτοί πουλούσαν. Οι “διαπλεκόμενοι” με δικά τους χρήματα είχαν αποφασίσει να τους δημιουργήσουν αυτές τις ψευδαισθήσεις και να δημιουργή­σουν το κλίμα που τους ευνοούσε.
Το ποντικάκι έμπαινε κι έβγαινε χωρίς φόβο στη φάκα του χρηματιστηρίου, νομίζοντας ότι είχε ανακαλύψει το μυστικό του πλούτου. Όμως, κάθε φορά που έμπαινε άρπαζε και μεγαλύτερο κομμάτι τυρί, γιατί έμπαινε με περισσότερα χρήματα. Κάθε φορά που έβγαινε, επειδή είχε μεγάλο κέρδος, επέτρεπε στον εαυτό του να ξοδεύει σε αγορές πολυτελείας. Οι έμποροι είχαν αρχίσει να “τρίβουν” τα χέρια τους. Η συνεργασία τους με τους τραπεζίτες είχε αρχίσει ήδη ν’ αποδίδει καρπούς και η αγορά είχε αρχίσει και πάλι να “κινείται”. Αυτό ήταν φυσικό, εφόσον ένα μέρος των κερδών του χρηματιστηρίου γρήγορα έγιναν πολυτελή Mercedes. Μέχρι και πούρα άρχισαν να καπνίζουν οι μεγιστάνες της άγνοιας και της αφέλειας.  Αυτούς όλους τους επενδυτές της πλάκας τους έπιασε στη συνέχεια κερδοσκοπική μανία.
Εξαιτίας αυτής της μανίας, άρχισαν να παίζουν και οι ίδιοι το παιχνίδι των “διαπλεκομένων” και των τραπεζών. Άρχισαν και οι ίδιοι να συμμετέχουν στη δημιουργία “κλίματος”. Δεν πήραν οι φουκαράδες το “τυράκι” τους να το φάνε στη φωλίτσα τους. Θέλησαν να κάνουν τους πονηρούς και, αντί να πάρουν το τυρί των “διαπλεκομένων” και να τους αφήσουν στα “κρύα” του λουτρού, έβγαλαν και το τυράκι που ήδη τους ανήκε και το είχαν σε τραπεζικές καταθέσεις.  Δεν πήραν τη “γυναίκα” του πονηρού εμπόρου και να σηκωθούν να φύγουν. Άρχισαν και οι ίδιοι ως έμποροι να βάζουν τις δικές τους “γυναίκες” ως δέλεαρ μέσα στο χρηματιστήριο. Άρχισαν να παριστάνουν τους ώριμους επενδυτές και να “μένουν” στο χρηματιστήριο. Το δικό τους το τυράκι προστέθηκε στο αρχικό τυράκι των πονηρών με στόχο να προσελκύσει νέα πελατεία που θ’ αύξανε την εισροή των χρημάτων μέσα στο χρηματιστήριο. Όπως αρχικά αγόραζαν οι “διαπλεκόμενοι” ό,τι μετοχή πουλιόταν για να δημιουργήσουν κλίμα, έτσι άρχισαν να κάνουν κι αυτοί. Έπρεπε να πείσουν τους νέους αφελείς ότι το χρηματιστήριο ήταν ένας μαγικός πολλαπλασιαστής χρημάτων. Ό,τι και ν’ αγόραζες, σε όποια τιμή και να το αγόραζες, πάντα —όταν θα χρειαζόσουν τα χρήματα— θα μπορούσες να το πουλήσεις. Οι μετοχές του ελληνικού χρηματιστηρίου έπαψαν να μοιάζουν με κεφάλαιο και έμοιαζαν με τραπεζο­γραμ­μάτια, που μπορούσαν να ρευστοποιηθούν ανά πάσα στιγμή στην τιμή που αναγράφεται πάνω τους.
Ο “κύβος” είχε πλέον ριφθεί. Δεν χρειαζόταν πλέον οι “διαπλεκόμενοι” να στηρίζουν το χρηματιστήριο με τα δικά τους χρήματα. Η παγίδα είχε στηθεί με αριστοτεχνικό τρόπο. Οι “διαπλεκόμενοι” είχαν στήσει τη φάκα με τέτοιον τρόπο, ώστε να επιτύχουν αλλαγή κλίμακας. Έστησαν τη φάκα με το δικό τους το τυρί, για να δημιουργήσουν μια αρχική ομάδα ποντικιών, που όχι μόνο δεν καταστρεφόταν από τη φάκα, αλλά αντίθετα πλούτιζε. Αυτή η ομάδα στη συνέχεια θ’ αναλάμβανε να παρασύρει τον απλό λαό στη “φάκα” του χρηματιστηρίου. Οι “διαπλεκόμενοι” γνώριζαν τη νοοτροπία των όχλων και των αγελών. Γνώριζαν αυτό που γνωρίζει κι ένας απλός τσοπάνος. Όταν ένας τσοπάνος θέλει να περάσει το κοπάδι του από ένα δύσκολο πέρασμα, δεν κυνηγάει ολόκληρο το κοπάδι για να το “σπρώξει” μέσα στο πέρασμα. Του αρκεί να πιάσει ένα πρόβατο και να το “σπρώξει” μέσα από το πέρασμα. Από εκεί και πέρα τα υπόλοιπα ακολουθούν. Μ’ αυτόν τον τρόπο οδηγούνται τα πρόβατα στο σφαγείο και μ’ αυτόν τον τρόπο κάποιοι “έσπρωξαν” τον ελληνικό λαό στο “σφαγείο” του χρηματιστηρίου. Αρκούσε στους “διαπλε­κόμε­νους” να πιάσουν ένα πρόβατο και να το περάσουν από το δύσκολο πέρασμα.
 Η μόνη ιδιομορφία ήταν ότι έπρεπε να δημιουργήσουν μόνοι τους το πρώτο πρόβατο που θα παγιδευόταν, ώστε ν’ αναγκάσουν και τον υπόλοιπο λαό να φερθεί σαν κοπάδι προβάτων. Γι’ αυτόν τον λόγο χρησιμοποίησαν το “τυράκι” του παραδείγματός μας. Τα πρώτα αφελή ποντικάκια του χρηματιστηρίου έγιναν όλα μαζί ένα καλοθρεμμένο γιγαντιαίο πρόβατο, που το έβλεπε όλη η Ελλάδα. Εκείνοι που επωφελήθηκαν πρώτοι από το χρηματιστήριο άρχισαν να δημιουργούν τις συνθήκες που παγίδευσαν τον ελληνικό λαό. Ένα συνονθύλευμα φουκαράδων, που από την εποχή των “πέτρινων” αλλά ρεαλιστικών χρόνων του ελληνικού χρηματιστηρίου μάχονταν με “ψίχουλα” να πιάσουν την “καλή”. Άνθρωποι στην πλειοψηφία τους τεμπέληδες που, εξαιτίας κάποιας οικονομικής ρευστότητας, είχαν τη δυνατότητα να περιφέρονται στους χώρους πέριξ του χρηματιστηρίου όμοια με χασαπόσκυλα.
Όταν πουλάς ένα σπίτι, για να παριστάνεις τον “παίχτη” του χρηματιστηρίου, μόνο και μόνο γιατί δεν θέλεις να εργάζεσαι, δεν είσαι επενδυτής, αλλά φάρσα. Με επικεφαλής έναν ανεκδιήγητο πρόεδρο —υποτίθεται των μικροεπενδυτών— προσπαθούσαν μάταια και επί πολλά χρόνια να πείσουν γνωστούς και φίλους να “μπουν” στο χρηματιστήριο. Ό,τι όμως δεν κατάφεραν όλα εκείνα τα χρόνια, το κατάφεραν με την παγίδα που έστησαν και σ’ αυτούς τους ίδιους οι “διαπλεκόμενοι” και οι τραπεζίτες. Εκείνα τα άσχετα κι εξαιρετικά αμόρφωτα κουτορνίθια, που κέρδισαν σε πρώτη φάση από το χρηματιστήριο, έγιναν οι “δήμιοι” του ελληνικού λαού. Αυτοί παρέσυραν τον λαό στο χρηματιστήριο και τον παγίδευσαν μέσα στις δικές τους ψευδαισθήσεις. Αυτοί ήταν οι αφελείς που παγιδεύτηκαν από τον πονηρό έμπορο και τη γυναίκα του. Επειδή ήταν κουτοπόνηροι, όχι μόνο δεν αμφισβήτησαν τον έμπορο, αλλά αντίθετα ζήτησαν απ’ αυτόν να εμπορεύονται και οι ίδιοι το θαυματουργό προϊόν. Δεν φτάνει που ήταν άσχετοι και βλάκες, παρίσταναν και τους έξυπνους. Αυτοί πρώτοι παγιδεύτηκαν από την άγνοιά τους και τις αισθήσεις τους και παρέσυραν και τους υπόλοιπους μέσα στην πλάνη τους. Όπως αυτοί παγιδεύτηκαν από τη “γυναίκα” του εμπόρου, έτσι παγίδευσαν και τους υπόλοιπους με τις δικές τους “γυναίκες”. Αυτοί παγιδεύτηκαν από το κέρδος που άντλησαν από τα χρήματα των “διαπλεκομένων” κι αυτοί με τα δικά τους χρήματα δημιούργησαν κέρδος για τους νεοεισελθέντες στη χρηματιστηριακή αγορά.
Η άγνοια και η κουτοπονηριά αυτών των άσχετων δημιούργησε τους μύθους γύρω από το χρηματιστήριο και τη δυνατότητά του να παράγει πλούτο ως διά μαγείας. Ο κόσμος δεν γνώριζε πώς παράγεται ο πλούτος και φυσικό ήταν να πέσει θύμα της προπαγάνδας των άσχετων που είχαν βγάλει —έστω και εν αγνοία τους— κέρδος από το χρηματιστήριο. Αυτοί οι άσχετοι, φερόμενοι πονηρά, προσπάθησαν και κατάφεραν να βάλουν τον ελληνικό λαό στο χρημα­τιστήριο. Από εκεί και πέρα τα πάντα λειτουργούσαν με τη λογική του ντόμινο. Ο ένας άσχετος παράσερνε τον άλλο, κάνοντας τον πονηρό. Η απόδειξη του πλούτου που παρήγαγε το χρηματιστήριο γινόταν μέσω των αισθήσεων και όχι της γνώσης. Ο καθένας που έμπαινε μέσα σ’ αυτό και προσπαθούσε να παρασύρει τους οικείους του, χρησιμοποιούσε τη δική του επιτυχία για ν’ αποδείξει την αλήθειά του. Η προσωπική επιτυχία των αφελών έγινε η απόδειξη της έστω και μυστήριας κερδοφορίας του χρηματιστηρίου.
Η ειρωνεία της τραγωδίας του ελληνικού λαού ήταν ότι όλοι την “πάτησαν” από φίλους και συγγενείς. Όλοι την “πάτησαν”, εμπιστευόμενοι ανθρώπους υπεράνω πάσης υποψίας.  Ξαφνικά όλη η Ελλάδα ως διά μαγείας πλούτιζε, χωρίς να δουλεύει. Πλούτιζαν μέχρι και οι γριές που έβαζαν τις συντάξεις τους στο χρηματιστήριο και αναρωτιόνταν μάλιστα πώς δεν το είχαν ανα­καλύψει νωρίτερα. Κανένας δεν προβληματιζόταν να μάθει από πού προερχόταν πραγματικά ο πλούτος που δήθεν εισέπρατταν. Όλοι είχαν κέρδος και όποιος αμφισβητούσε την όλη κατάσταση χαρακτηριζόταν, είτε αιρετικός είτε βλάκας.
Έξυπνοι στην Ελλάδα έπαψαν να είναι οι επιχειρηματίες και οι εργαζόμενοι, που μοχθούσαν για να εισπράξουν πλούτο και έγιναν οι πονηροί, που δήθεν “κονομούσαν”, χωρίς να δουλεύουν. Οι “αεριτζήδες”, οι τζογαδόροι και τα λαμόγια της κάθε τοπικής κοινωνίας έγιναν τα νέα πρότυπα. Αυτοί πρώτοι άνοιξαν τα χρηματιστηριακά γραφεία στην επαρχία. Με χρήματα, που συνήθως είχαν βγάλει από το χρηματιστήριο ως “παίχτες”, άνοιγαν οι ίδιοι χρηματιστη­ριακές επιχειρήσεις. Θεώρησαν ότι η δική τους επιτυχία ήταν από μόνη της η απόδειξη της μύησής τους στον μαγικό κόσμο του πλούτου. Τα αυτοκίνητά τους, τα ρούχα τους και οι δήθεν διασυνδέσεις τους με την Αθήνα έγιναν το κεφάλαιο που θα τους επέτρεπε να “πουλούν” τις “γνώσεις” τους. Αυτή άλλωστε ήταν και η μόνη απόδειξη προς τον απλό πολίτη ότι, αν τους εμπιστευτεί, σύντομα θα γίνει κι αυτός πλούσιος. Αφού τα κατάφεραν οι ίδιοι για τους εαυτούς τους, γιατί να μην το καταφέρουν και για τους πελάτες τους; Όλοι έβλεπαν με θαυμασμό τον κάθε άσχετο, που υποτίθεται έγινε πλούσιος μέσω του χρηματιστηρίου. Όλοι τον αντι­λαμβάνονταν σαν γκουρού της οικονομίας, άσχετα αν αυτός ο γκουρού δεν ήταν ικανός να διαβάσει μια απλή οικονομική εφημερίδα. Η λογική και η επιχειρηματο­λογία τους ήταν μία. …”Ποιος ενδιαφέρεται για τις γνώσεις; Τι να μας πουν αυτοί με τις γνώσεις; Αυτοί που έχουν γνώσεις δεν έχουν να φάνε και δουλεύουν για το μεροκάματο. Είχε ο Ωνάσης πτυχία; Εδώ μιλάμε για χρήμα. Μιλάμε για ένστικτα λαγωνικών του πλούτου”… Δεν μπορεί να φανταστεί ο αναγνώστης τι ηλιθιότητες έχουν ακουστεί μέσα στα χρηματιστηριακά γραφεία. Αν μπορούσαμε να συγκεντρώσουμε τις ηλιθιότητες αυτές, θα εξασφαλίζαμε το γέλιο για δέκα γενιές.
  Αυτό που έχει σημασία είναι ότι εκείνοι οι άσχετοι με τα ολοκαίνουρια Mercedes και τις πολυτελείς συνήθειες έγιναν οι άσχετοι έμποροι του χρηματιστηρίου. Αυτοί έκαναν πλέον τις επιλογές πάνω στις μετοχές που θ’ “ανέβαιναν” ή θα “κατέβαιναν”. Αυτό ήταν κάτι το φυσικό, γιατί δεν υπήρχε ούτε μια ελληνική μετοχή, που να συνέφερε σε κάποιον να μείνει σταθερός σ’ αυτήν λόγω μερίσματος. Δεν υπήρχε μια μετοχή —τύπου μετοχή της Mercedes— που θα την αγόραζε κάποιος με την προοπτική να την κληροδοτήσει στα παιδιά του ως ακίνητο περιουσιακό στοιχείο. Ό,τι κέρδος έβγαινε από τις ελληνικές μετοχές, έβγαινε λόγω εμπορικών παιχνιδιών. Κέρδος, δηλαδή, σε μια τέτοια περίπτωση εμφανίζεται μόνον όταν υπάρχει συνεχής μετακίνηση από μετοχή σε μετοχή. Κάτι σαν να πηδάς από ασανσέρ σε ασανσέρ που ανεβοκατεβαίνουν. Ένα “παιχνίδι” που στόχος σου είναι να πιάσεις το ασανσέρ που ανεβαίνει. Στόχος σου είναι να βρίσκεσαι πάντα σε συνθήκες ανόδου. Αν μείνεις λίγο παραπάνω σ’ αυτό, θα καταστραφείς, γιατί ανεβαίνει τεχνητά και, όταν πάψει ν’ ανεβαίνει, δεν σταθεροποιείται στο τελικό του ύψος, αλλά γκρεμίζεται στον πάτο. Δεν υπάρχει δηλαδή η περίπτωση ν’ ανέβει μια μετοχή και να παραμείνει ψηλά, όπως συμβαίνει με τις καλές μετοχές. Δεν υπάρχει αυτή η περίπτωση, γιατί οι ελληνικές μετοχές ήταν καί άχρηστες καί υπερτιμημένες.
 Επιπλέον οι χρηματιστηριακές εταιρείες είχαν συμφέρον από τις συνεχείς μετακινήσεις των “επενδυτών”, γιατί, κάθε φορά που γίνονταν αγοροπωλησίες, έπαιρναν προμήθεια. Ακριβώς, επειδή μόνον έτσι παραγόταν κέρδος, εμφανίστηκαν και περίεργα φαινόμενα στην ελληνική οικονομία. Σε φυσιολογικές συνθήκες η μετακίνηση από μετοχή σε μετοχή γίνεται εξαιτίας της γνώσης του φυσιολογικού επενδυτή ή εξαιτίας της συνεννόησης των εμπόρων των μετοχών, που προσπαθούν να δημιουργήσουν κάποιες συνθήκες που τους ευνοούν. Τέτοιες συνεν­νοήσεις γίνονται όταν κάποιοι πονηροί έμποροι με γνώσεις προσπα­θούν, είτε να υπερτιμήσουν είτε να υποτιμήσουν κάποιες μετοχές, με στόχο, είτε να πουλήσουν ακριβά είτε ν’ αγοράσουν φθηνά.
Όμως, αυτή η γνώση έλειπε από τους αγράμματους γκουρού των χρηματιστηριακών γραφείων και τους νεόκοπους “επενδυτές” του ελληνικού χρηματιστηρίου. Ακριβώς, επειδή έλλειπε και όλοι παρίσταναν τους πονηρούς εμπόρους, εμφανίστηκαν τα “παπαγαλάκια”. Πού να τη βρει τη γνώση η γριά, για ν’ αλλάξει μετοχή; Οι μετακινήσεις γίνονταν με την οργανωμένη διασπορά “πληροφοριών”. Ό,τι άκουγε ο κάθε πονηρός και ο κάθε αφελής το αναμετέδιδε, για να ισχυροποιήσει την αγορά του. Αγόραζε πρώτα ο ίδιος μια μετοχή και μετά διέδιδε ότι θ’ αυξηθεί η τιμή της, για να παρασύρει και άλλους στην ίδια μετοχή. “Ανέβαινε” ο ίδιος στη μετοχή-ασανσέρ και φώναζε κόσμο για να σπρώξει. Όσο πιο πολλοί έμπαιναν, τόσο πιο γρήγορα και πιο ψηλά ανέβαινε το “κουτσάλογο”. Αυτό το νόημα είχαν οι εμπιστευτικές πληροφορίες. Αυτές οι πληροφορίες αποκάλυπταν στους τζογαδόρους σε ποια μετοχή θα παιχθεί το “στοίχημα”.
Φυσιολογικά μια τέτοια πληροφορία δεν δίνεται ποτέ. Αν πας, για παράδειγμα, σ’ ένα μεγάλο και σοβαρό χρηματιστήριο και ζητήσεις μια τέτοια πληροφορία, θα σε περάσουν για τρελό. Αν αντίθετα πας να διαδώσεις μια τέτοιου είδους πληροφορία, θα σε συλλάβουν, γιατί θα καταλάβουν ότι κάτι παράνομο προσπαθείς να κάνεις. Αυτός που γνωρίζει ότι θ’ αυξηθεί η αξία μιας μετοχής το κρατάει μυστικό και ψάχνει χρήματα για ν’ αυξήσει το μερίδιό του. Αυτό είναι το φυσιολογικό και το καταλαβαίνει ο οποιοσδήποτε γνωρίζει τα στοιχειώδη περί κεφαλαίου. Υπάρχει κανένας που ν’ αποκαλύπτει πληροφορίες που έχουν σχέση με την αύξηση της αξίας της γης λόγω κάποιων έργων; Αν μάθει κάτι τέτοιο, μαζεύει χρήματα κι αγοράζει με απόλυτη μυστικότητα όσο το δυνατόν περισσότερα στρέμματα.
Αυτό το φυσιολογικό όμως δεν γινόταν στο ελληνικό χρηματιστήριο, γιατί αυτό λειτουργού­σε με τη λογική του τζόγου. Επένδυαν σε μετοχές με τη λογική που κάποιος επενδύει στα άλογα. Τα “έσπρωχναν” τα “κουτσάλογα” του ελληνικού χρηματιστηρίου με τα δικά τους χρή­ματα και φώναζαν κι άλλους να τα “σπρώξουν” ακόμα πιο πολύ. Οι πονηροί έφευγαν εγκαίρως, “αδειά­ζοντας” τους αφελείς τελευταίους. Οι τελευταίοι έμεναν να “σπρώχνουν” ένα άλογο που στη χρηματιστηριακή του αξία εμφανιζόταν σαν πρωταθλητής, ενώ στην πραγματικότητα ήταν ανάπηρο. Με τα δικά τους χρήματα, είτε οι κερδισμένοι είτε οι χαμένοι, δημιουργούσαν τις ψευδαισθήσεις τους.
Όπως εύκολα αντιλαμβάνεται ο αναγνώστης αυτό το “παιχνίδι” δεν διέφερε και πολύ από τις “πυραμίδες” που κατέστρεψαν τον αλβανικό λαό. Αυτό το λέμε για τον εξής απλό λόγο. Όταν ξέσπασε στην Αλβανία το σκάνδαλο των “πυραμίδων”, όλοι οι Έλληνες έσπευσαν να χαρακτη­ρίσουν τους Αλβανούς σαν αφελείς και ανώριμους να συμμετάσχουν στο καπιταλιστικό σύστη­μα. Σήμερα κάτι ανάλογο συμβαίνει και με τους “ενημερωμένους” Έλληνες επενδυτές, που νομίζουν ότι είναι από τους σημαιοφόρους του καπιταλισμού. Έβαλαν τους κόπους μιας ζωής στην “πυραμίδα” του χρηματιστηρίου και τώρα περιμένουν να συμβούν θαύματα.
Στην αντίπερα όχθη οι πονηροί “διαπλεκόμενοι” και οι τράπεζες απλά παρακολουθούσαν τις εξελίξεις κι επενέβαιναν μόνο όταν ήταν σίγουροι ότι θα κερδίσουν αμύθητα κέρδη. Όταν πλέον εισέπραξαν αυτά τα κέρδη, περίμεναν να βγάλουν οι φτωχοί τα “μάτια” τους μόνοι τους. Τα πάντα τα έκαναν με μια τρομερή μεθοδικότητα. Στο ξεκίνημα της κερδοσκοπικής παράνοιας του χρηματιστηρίου αγόρασαν τρομερές ποσότητες μετοχών όλων των ειδών και περίμεναν να έρθουν τα κύματα των άσχετων “επενδυτών” με “ζεστό” χρήμα από τις καταθέσεις τους. Αγόρασαν φθηνά άσχετες μετοχές και περίμεναν να έρθουν οι άσχετοι να τις “ανεβάσουν”. Πότε όμως θα έκαναν την κίνησή τους; Πότε θα “πηδούσαν” από το ασανσέρ του χρηματι­στηρίου, παίρνοντας τα χρήματα του κοσμάκη; Οι τράπεζες γνώριζαν ανά πάσα στιγμή τη χρηματοδοτική ικανότητα του ελληνικού λαού. Μπορούσαν να καταλάβουν πότε θα “στέρευαν” οι πόροι αυτού του λαού, γιατί παρακολουθούσαν τις καταθέσεις του. Όταν λοιπόν αντιλή­φθηκαν ότι η χρηματοδοτική ικανότητα των Ελλήνων άρχισε ν’ αγγίζει τα όριά της, τότε τραβήχτηκαν. Πούλησαν πανάκριβα τις υπερτιμημένες μετοχές που είχαν αγοράσει σε εξευτε­λιστικές τιμές κι εγκατέλειψαν το χρηματιστήριο. Οι Έλληνες, μέχρι ν’ αντιληφθούν τι έγινε, εξακολουθούσαν ν’ αγοράζουν τα πάντα. Οι “διαπλε­κόμενοι” άρπαξαν τα χρήματα του κοσμάκη και τον παρακολουθούσαν και πάλι από απόσταση.
Το πρόβλημα δεν άργησε ν’ αποκαλυφθεί, γιατί οι Έλληνες που επένδυαν δεν ήταν πραγματικοί επενδυτές, που θα έκριναν τις αγορές τους από τα μερίσματα. Ήταν άνθρωποι που είχαν ανάγκη τα χρήματα που επένδυαν και δεν μπορούσαν να παραμείνουν για πολύ μεγάλο διάστημα μέσα στο χρηματιστήριο. Ήταν άνθρωποι που απλά ήθελαν να πολλαπλασιάσουν τα χρήματά τους μέσα σε ελάχιστο χρονικό διάστημα και νόμισαν ότι το χρηματιστήριο ήταν μια “μαγική” πολλαπλασιαστική “μηχανή”. Όταν άρχισαν να πουλάνε, για να ρευστοποιήσουν τις μετοχές και άρα να εισπράξουν το κέρδος το οποίο υποτίθεται είχαν βγάλει, ήρθαν αντιμέτωποι με το πραγματικό πρόβλημα. Κανένας δεν ήθελε ν’ αγοράσει και όλοι ήθελαν να πουλήσουν. Όπως συμβαίνει πάντα με τους άσχετους, ακολούθησε ο πανικός. Το χρηματιστήριο κατέρ­ρευσε μέσα σε μια νύχτα και όλοι οι πρώην “πετυχημένοι” βρέθηκαν εγκλωβισμένοι.
Αυτό έγινε τον Σεπτέμβριο του 1999 και πρακτικά είχαμε ένα “κραχ”. Τι έγινε όμως και δεν είχαμε τις συνήθεις εξελίξεις που συνοδεύουν το “κραχ”; Γιατί ο κόσμος δεν αντέδρασε και παρέμεινε στο χρηματιστήριο; Αυτό που έγινε είναι το εξής: Το σύνολο των δεινών της ανθρωπότητας εδώ και αιώνες οφείλεται σ’ ένα χαρακτηριστικό του ανθρώπου, που η εξουσία το γνωρίζει και στηρίζεται σ’ αυτό. Ο άνθρωπος από τη φύση του είναι αισιόδοξος κι ελπίζει. Η ελπίδα έχει καταδικάσει πολλές φορές τον άνθρωπο και ιδιαίτερα όταν αυτή η ελπίδα συνδυάζεται με την άγνοια. Ο άνθρωπος του Μεσαίωνα ήταν αγράμματος και ζούσε στην αθλιότητα ελπίζοντας. Η ελπίδα τον καθήλωνε στην αθλιότητα και η ελπίδα ήταν το μέσον που τον συντηρούσε στη ζωή. Δεν αντιδρούσε στην εξουσία, γιατί ήλπιζε ότι θα βελτιωθεί η κατάστασή του και νόμιζε ότι τυχόν αντίδρασή του θα επιβάρυνε την κατάστασή του. Οι κλέφτες που τον εκμεταλλεύονταν γνώριζαν αυτό το χαρακτηριστικό του και το συντηρούσαν. Υπόσχονταν βασιλείες των ουρανών και πλούσιους παραδείσους, όπου θα είχαν συμμετοχή όλοι οι φτωχοί. Όλα αυτά υπό την προϋπό­θεση να μην αντιδρά. Αν αντιδρούσε, θα “χαλούσε” το “κλίμα” και θα ρίσκαρε μια ενδεχόμενη αποβολή του από τον πλούσιο παράδεισο.
Κάτι ανάλογο έγινε και με τους Έλληνες “επενδυτές”. Το σύστημα τους πρόσφερε ένα “παραμυθάκι”. Τους είπε ότι δεν πρέπει να πανικοβάλλονται, γιατί θα έρθουν “ξένοι” επενδυτές. Οι Έλληνες δεν είχαν γνώση να καταλάβουν τι ακριβώς σημαίνει αυτό και αν είναι δυνατόν να πραγματοποιηθεί. Δεν τραβήχτηκαν από το χρηματιστήριο, για να μην χαλάσουν το “κλίμα”. Η άγνοια και η ελπίδα είχαν για άλλη μια φορά ολέθρια αποτελέσματα. Κανένας απ’ αυτούς δεν αναρωτήθηκε για ποιον λόγο θα μπορούσαν να έρθουν οι “ξένοι” επενδυτές στο ελληνικό χρηματιστήριο. Για ν’ αγοράσουν υπερτιμημένες μετοχές, που δεν είχαν καμιά αξία; Να βάλουν τα “ζεστά” τους τα χρήματα ν’ ανεβάσουν το χρηματιστήριο, για να προλάβουν να βγουν οι εγκλωβισμένοι; Τι ήταν αυτοί οι ξένοι επενδυτές; Κορόιδα ή σωτήρες; Για να παραμείνει “ψηλά” το χρηματιστήριο, χρειάζεται χρήμα. Γιατί να βάλουν οι “ξένοι” το δικό τους χρήμα σ’ ένα αφύσικα υπερτιμημένο χρηματιστήριο; Για να προλάβουν οι εγκλωβισμένοι Έλληνες να “βγουν” από αυτό και άρα ν’ αντλήσουν χρήμα με αποτέλεσμα να ξαναρίξουν το χρηματιστήριο; Είναι τόσο βλάκες οι “ξένοι”; Γιατί να μην περιμένουν —ως ώριμοι επενδυτές— ν’ αρχίσουν οι φτωχοί Έλληνες επενδυτές να “καίγονται” για ρευστό και να ξεκινήσουν να “ρίχνουν” μόνοι τους το χρηματιστήριο; Ακόμα δηλαδή κι αν οι ελληνικές μετοχές είχαν κάποια στοιχειώδη αξία, γιατί να μην περιμένουν οι “ξένοι” να τις πάρουν σε τιμές ευκαιρίας, αφού ήταν βέβαιο ότι οι Έλληνες μικροεπενδυτές “φλέγονταν” για ρευστό.
Αυτή η ελπίδα, που δεν στηρίζεται σε καμία λογική, κατέστρεψε τους Έλληνες. Άρχισαν να “καταπίνουν” τα παραμύθια και τους μύθους των πονηρών, που ήδη τους είχαν καταστρέψει. …”Το χρηματιστήριο θα ξεπεράσει τις 7000 μονάδες”… έλεγε ο παλιόγυφτος που παριστάνει τον τραπεζίτη και ο οποίος βέβαια είχε προλάβει να “βγει” απ’ αυτό. Για να ξεπεράσει όμως τις 7000 μονάδες, οι Έλληνες δεν πρέπει να πανικοβληθούν και άρα δεν πρέπει να “βγουν” και να το ρίξουν. Δεν πρέπει να χαλάσουν το “κλίμα” μην τυχόν και τρομάξουν οι “ξένοι” επενδυτές. Αυτό όμως δεν είναι τόσο εύκολο. Ακόμα και για να παραμείνει το χρηματιστήριο στο ίδιο επίπεδο, δεν αρκεί το να παραμείνουν ψύχραιμοι οι Έλληνες “επενδυτές”. Θα πρέπει να κινούνται κεφάλαια κι αυτό δεν μπορεί να γίνει με τις μετοχές που ήδη κρατούν στα χέρια τους, γιατί, κάθε φορά που τις προσφέρουν προς πώληση, έστω και για ν’ αγοράσουν κάποιες άλλες, αυτές “πέφτουν”. Αν σ’ αυτό προστεθεί και η “στεγνότητα” της αγοράς από ρευστό, εύκολα αντιλαμβανόμαστε ότι υπ’ αυτές τις συνθήκες πέφτει επικίνδυνα και ο τζίρος των χρηματι­στηριακών πράξεων. Αυτά όλα σημαίνουν πρακτικά ότι, για να διατηρηθεί η προηγούμενη κατάσταση, θα έπρεπε να μπουν εκ νέου χρήματα στο χρηματιστήριο. Γιατί; Γιατί τα χρήματα που το βαστούσαν σ’ εκείνο το επίπεδο είχαν “φύγει” ήδη από το χρηματιστήριο.
Έλειπαν τα χρήματα που είχαν τραβήξει οι “διαπλεκόμενοι”. Έλειπε το χρηματικό υπόβαθρο, που διατηρούσε υψηλά έστω και τεχνητά το επίπεδο του χρηματιστηρίου. “Τεχνητά” σ’ αυτήν την περίπτωση σημαίνει να διατηρούνται υψηλά οι μετοχές, έστω και χωρίς τη στοιχειώδη απόδοση ων μερισμάτων ως τμήματα κεφαλαίου. “Τεχνητά” σημαίνει να αγορά­ζονται και να πωλούνται άχρηστες μετοχές σαν να ήταν πολύτιμες. Οι “διαπλεκόμενοι” και οι τραπεζίτες έτριβαν τα χέρια τους. Γιατί; Γιατί είχαν κατορθώσει σε πρώτη φάση να “φάνε” τις καταθέσεις του ελληνικού λαού και αυτός να μην αντιδράσει. Όλοι αυτοί όμως είναι ζώα και δεν σταματούν πουθενά. Τι άλλο απέμενε ν’ αρπάξουν; Την ακίνητη περιουσία του ελληνικού λαού. Η κατάσταση τους βόλευε όσο τίποτε άλλο. Μπορούσαν ν’ αποσυνδεθούν από το χρηματιστήριο και να μην κάνουν ορατή την παρουσία τους. Τα πάντα μπορούσε να τα χρεωθεί ο λαός σαν δικό του σφάλμα. “Απομακρύνθηκαν” από το χρηματιστήριο κι απλά περίμεναν τον κόσμο, που οι ίδιοι κατέστρεψαν, να περάσει το κατώφλι τους. Από εκείνη τη στιγμή θα ήταν σοβαροί τραπεζίτες και όχι “λαμόγια” του χρηματιστηρίου. Γνώριζαν ότι οι “μεθυσμένοι” επενδυτές —για να “σώσουν” δήθεν τα χρήματά τους— θα χρειάζονταν ρευστό, για να “κρατήσουν” το χρηματιστήριο. Γνώριζαν ότι θα έσπευδαν στις τράπεζες, για να πάρουν τα χρήματα που χρειάζονταν.
Πώς όμως θα πάρουν χρήμα, όταν το σύνολο των καταθέσεών τους το έχουν δεσμευμένο στο χρηματιστήριο; Η λύση είναι το δάνειο. Άρχισαν οι τράπεζες να μοιράζουν χρηματιστηριακά δάνεια με ευνοϊκούς δήθεν όρους. Τότε άρχισε η πραγματική σφαγή του ελληνικού λαού. Ό,τι με κόπο γενεών και πολέμους απέκτησε ο ελληνικός λαός, άρχισε να βγαίνει στο “σφυρί”. Έβαζαν οι Έλληνες υποθήκη ό,τι είχαν και δεν είχαν. Τα πάντα λειτουργούσαν τέλεια για τους “διαπλεκό­μενους”. Η κοινωνική ειρήνη διασφαλίστηκε, αυτοί δεν φαίνονταν πουθενά ως υπεύθυνοι της καταστροφής του χρηματιστηρίου και ο ελληνικός λαός ήταν χρεωμένος ως τον λαιμό.
Οι επόμενοι μήνες πέρασαν με την ελπίδα ότι ο δείκτης θα ξεπεράσει τις 7000 μονάδες μετά το ξημέρωμα του 2000. Όλοι οι καραγκιόζηδες προσπαθούσαν να δημιουργήσουν “κλίμα” ευφορίας, για να μην αντιδρούν με πανικό οι ελεύθεροι πολιορκημένοι του χρηματιστηρίου. Μόνο ποδοβολητά από τη μελλοντική είσοδο των “ξένων” επενδυτών δεν μας έλεγαν ότι ακούνε. Όπως συμβαίνει όμως με όλα τα παραμύθια, έτσι κι αυτό έφτασε στο τέλος του. Το 2000 μπήκε και δεν εμφανίστηκαν οι ξένοι επενδυτές. Οι Έλληνες, όχι μόνον έχασαν τις καταθέσεις τους, αλλά έχουν ν’ αντιμετω­πίσουν και τις τράπεζες, που τους κυνηγούν πλέον για τις υποθήκες. Τα επιτόκια τρέχουν και οι Έλληνες δεν μπορούν ν’ αντεπεξέλθουν στις απαιτήσεις των τραπεζών. Βρίσκονται στη χειρότερη δυνατή κατάσταση, γιατί δεν μπορούν ούτε καν να φωνάζουν. Όταν κλέβεις από κάποιον τα χρήματά του, γίνεται επικίνδυνος, γιατί του δίνει δύναμη το δίκιο του. Όταν όμως αυτός που θέλει να φωνάξει ταυτόχρονα χρωστάει, είναι αδύναμος και φοβάται. Αντί οι Έλληνες να πάνε και να κάψουν τις τράπεζες που τους κατέστρεψαν, θ’ αρχίσουν να τις παρακαλάνε για ρυθμίσεις. Αντί να τους πιάσουν από τον λαιμό τους κλέφτες, θα πάνε να κλαίνε έξω από τις πόρτες τους.
Τις ευθύνες θα τις χρεωθούν οι “αναλώσιμοι” πολιτικοί και θα εμφανιστούν σαν “σωτήρες” κάποιοι άλλοι όμοιοί τους, που θα “ρυθμίσουν” τα χρέη των Ελλήνων. Οι Έλληνες θα φτάσουν στο σημείο να μην στενοχωριούνται που έχασαν τα χρήματά τους, παρά θ’ ανακουφίζονται στην ιδέα ότι απέφυγαν τη φυλακή. Σ’ αυτό το σημείο “παίζεται” όλο το “παιχνίδι για τους κλέφτες, που όπως είναι φυσικό ανησυχούν για το ενδεχόμενο ν’ αντιδράσει ο λαός. Για όσο διάστημα ο ελληνικός λαός ήταν κύριος του κεφαλαίου του, αυτός ήταν ο ισχυρός νοικοκύρης, που μπορούσε να φωνάζει και ν’ απειλεί αυτούς που τον κλέβουν. Από τη στιγμή που πήγε στις τράπεζες για δάνειο, βάζοντας υποθήκη την περιουσία του, έπαψε να είναι νοικοκύρης και έχασε το δίκιο του. Το δίκιο το έχουν πλέον οι τράπεζες, που θέλουν αυτό που τους ανήκει και βέβαια είναι η περιουσία των δανειζομένων από αυτές. Δεν έχει σημασία ποιες συνθήκες οδήγησαν στην υποθήκευση των περιουσιών αυτών των ανθρώπων. Σημασία έχει ότι οι τράπεζες έχουν φέρει τα πάντα στο επίπεδο που τους βολεύει και είναι νόμιμο γι’ αυτές. Είναι νόμιμο και θεμιτό αυτός που δανείζεται και υποθηκεύει την περιουσία του να την χάνει, όταν δεν μπορεί ν’ ανταποκριθεί στις υποχρεώσεις του. Είναι νόμιμο, γιατί τα χρήματα που δανείζεται ανήκουν στους καταθέτες της τράπεζας, που δεν έχουν καμία διάθεση να ευεργετήσουν αυτούς που καταστρέφονται.
Οι κλέφτες βρέθηκαν ξαφνικά σε θέση ισχύος και νομιμότητας. Μιλάμε για κλοπή άνευ προη­γου­μένου. Μιλάμε για έγκλημα, που ούτε ο πλέον αδίστακτος κακοποιός δεν θ’ απο­τολμούσε να πραγματοποιήσει. Ήταν θέμα χρόνου πλέον να γίνουν οι τράπεζες οι κυρίαρχες δυνάμεις στην ελληνική οικονομία και η ειρωνεία είναι ότι θα το έκαναν αυτό με τα χρήματα που ανήκουν στον ελληνικό λαό. Με χρήματα του ελληνικού λαού θ’ αγόραζαν στις δημοπρασίες την περιουσία αυτού του λαού που θα έβγαινε στο “σφυρί”. Αυτές κατέστρεψαν την ελληνική παραγωγή κι άφησαν άνεργο τον κόσμο. Αυτές του έκλεψαν τις καταθέσεις μέσω του χρηματιστηρίου κι αυτές θ’ αρπάξουν απ’ αυτόν τον λαό για “ψίχουλα” και την ακίνητη περιουσία του.
Με μια συγκεκριμένη μεθοδολογία θα τον καταστρέψουν παντελώς. Από εκεί και πέρα θα ξεκαθαρίσει το τοπίο, γιατί οι τράπεζες δεν θέλουν κανέναν να μπλέκεται στα “πόδια” τους. Ήδη το μήνυμα έχει δοθεί. Μια από τις μεγαλύτερες τράπεζες της χώρας αναλαμβάνει χωρίς προμήθεια να πραγματοποιεί χρηματιστηριακές πράξεις. Ο κλέφτης εμφανίζεται σαν “χορηγός” των επενδυ­τών. Αυτό το κάνει για να βγάλει από το παιχνίδι τις ΕΛΔΕ των νεόπλουτων του χρηματι­στηρίου. Το μήνυμα είναι σαφές: …”Ό,τι αρπάξατε, αρπάξατε. Αφήστε τους επαγ­γελματίες να κάνουν τη δουλειά τους. Ξαναγυρίστε στις παλιές σας τις δουλειές, γιατί θα σας καταστρέψουμε”. Αφού ξεκαθαρίσει το “τοπίο” σ’ ό,τι αφορά το χρηματιστήριο και τις ευθύνες των τραπεζών, το παιχνίδι θα παιχθεί μεταξύ των τραπεζών για την κατανομή της λείας. Θα πέσουν οι τράπεζες σαν τα “αρπακτικά” να κατασπαράξουν την ακίνητη περιουσία των κατε­στραμ­μένων Ελλήνων. Αυτό εννοεί η ίδια τράπεζα με το να δηλώνει ότι θ’ ασχοληθεί με το real estate. Κατά τα άλλα …ούτε είδαν ούτε ξέρουν.
 
 
Απόσπασμα από το βιβλίο:
ΠΑΝΑΓΙΩΤΗΣ ΤΡΑΪΑΝΟΥ
Share: