Το 2ο μέρος της αρχικής ανάρτησης την οποία μπορείτε να διαβάσετε εδώ:
Όπως όλοι μας αντιλαμβανόμαστε, τα πάντα οφείλονται στην παγκοσμιοποίηση της οικονομίας. Εξαιτίας αυτής της παγκοσμιοποίησης, μετακινήθηκε η παραγωγή από τ’ ανεπτυγμένα κράτη κι εγκαταστάθηκε στα υπανάπτυκτα. Η αποβιομηχάνιση της Δύσης είναι αυτή που δημιουργεί τα τεράστια προβλήματα ανεργίας και ό,τι αυτό συνεπάγεται (ρατσισμούς, εθνικισμούς κλπ.). Είναι η παγκοσμιοποίηση όμως μόνον αρνητική; Δεν πρόσφερε τίποτε θετικό; “Ουδέν κακόν αμιγές καλού” …έλεγαν οι αρχαίοι και το ίδιο συμβαίνει και με την παγκοσμιοποίηση. Μπορεί εξαιτίας της να δημιουργήθηκαν μεγάλα προβλήματα στην παραγωγή, αλλά εξαιτίας της η ανθρωπότητα πήγε μπροστά. Εξαιτίας της δεν ομογενοποιήθηκε μόνον ο παγκόσμιος οικονομικός χώρος, αλλά και ο αντίστοιχος πολιτισμικός.Ο κόσμος, για πρώτη φορά στην ιστορία της ανθρωπότητας, εμφανίζεται όπως είναι στην πραγματικότητα: Ένα μεγάλο χωρίο, που κατοικείται από ομοίους μεταξύ τους ανθρώπους. Κατέρρευσαν όλα τα άθλια εθνικά πολιτισμικά τείχη που “έστηναν” οι πονηροί για να εξουσιάζουν τους ανθρώπους. Αποδείχθηκε ότι όλοι οι λαοί μπορούν να παράγουν και να καταναλώσουν τα προϊόντα που έχει ανάγκη ο άνθρωπος. Δεν υπάρχουν πλέον οι “ανώτεροι” με τις “ανώτερες” ανάγκες και οι “κατώτεροι”, που δεν έχουν καμία ανάγκη πέρα από τη διατροφή. Παλαιότερα θαύμαζαν οι λαοί, για παράδειγμα, τους Γερμανούς, που σχεδίαζαν και κατασκεύαζαν όμορφα και γερά προϊόντα. Σήμερα, λόγω της παγκοσμιοποίησης, αποδείχθηκε ότι αυτήν τη δυνατότητα την έχουν όλοι οι λαοί. Στην Κίνα, στην Ταϊβάν, στη Μαλαισία και σ’ οποιοδήποτε μέρος του κόσμου, όλοι οι άνθρωποι μπορούν να παράγουν τα ίδια πράγματα.
Εξαιτίας της παγκοσμιοποίησης αναπτύχθηκε στον μέγιστο βαθμό η εύκολη επικοινωνία. Τα τηλεοπτικά δίκτυα, οι ραδιοφωνικοί σταθμοί και τα δίκτυα τύπου Internet, επέτρεψαν στους λαούς να επικοινωνούν. Αυτά όλα αναπτύχθηκαν από την εξουσία, για να μπορεί να εκμεταλλεύεται οικονομικά τους ανθρώπους. Το παγκόσμιο κεφάλαιο επένδυσε επάνω σ’ αυτά τα μέσα, για να δώσει στην αγορά εκείνα τα χαρακτηριστικά ομοιογένειας, που επιτρέπουν την ανάπτυξη κοινών καταναλωτικών προτύπων. Όλα αυτά έγιναν εκ του πονηρού, για να μπορούν οι πονηροί να εκμεταλλεύονται τον κόσμο.
Αυτό που έχει σημασία όμως είναι ότι, άσχετα για ποιους λόγους ανέπτυξε το σύστημα αυτά τα μέσα, εμείς μπορούμε να τα εκμεταλλευτούμε, γιατί δημιούργησαν θετικά αποτελέσματα. Αυτή η πράξη του συστήματος αποδεικνύεται στην πραγματικότητα μπούμερανγκ για το ίδιο. Δίνοντας ομοιογένεια στους λαούς, έχει χάσει πλέον τη δυνατότητα να τους διχάζει και να τους παρασέρνει στη θυσία. Όλους αυτούς τους αιώνες η εξουσία, στηριζόμενη στις εθνικές παραδόσεις, καλλιεργούσε τα ρατσιστικά στερεότυπα και παράσερνε τους λαούς στη σφαγή. Οι Τούρκοι ήταν “βάρβαροι”, “απολίτιστοι” κι “αιμοβόροι” για τους Έλληνες, οι οποίοι θεωρούσαν εντελώς αυθαίρετα για τους εαυτούς τους τ’ ακριβώς αντίθετα. Με μέσον την προπαγάνδα, κατάφερναν να πείσουν τους λαούς για τα ρατσιστικά τους στερεότυπα, είτε αυτά αφορούσαν τους άλλους είτε τους ίδιους. Αυτό το κατάφερναν εύκολα, γιατί οι λαοί δεν μπορούσαν να επικοινωνήσουν. Δεν μπορούσε ο Έλληνας ή ο Τούρκος να επιβεβαιώσει ή ν’ απορρίψει τις “αλήθειες” της προπαγάνδας.
Σήμερα όλ’ αυτά δεν ισχύουν. Ο Έλληνας διαπιστώνει καθημερινά ότι είναι όμοιος με του Τούρκο, τον Σκοπιανό ή τον Βούλγαρο. Αυτές οι διαπιστώσεις γίνονται μέσω των ανεξέλεγκτων πλέον από τις εξουσίες ΜΜΕ. Η “εικόνα” μεταφέρεται στο σπίτι του σε χρόνο μηδέν. Παρακολουθεί ένα συμβάν στον ίδιο χρόνο μ’ αυτούς που ελέγχουν την προπαγάνδα και βγάζει μόνος του τα συμπεράσματά του. Δεν μεσολαβεί ο “χρόνος” που επιτρέπει στην εξουσία να “μαγειρεύει” τα συμβάντα και να τα “σερβίρει” όπως την βολεύουν. Όταν βλέπεις, για παράδειγμα, τους Τούρκους εργάτες ή τους Σκοπιανούς ή τους οποιουσδήποτε να κάνουν απεργίες ή ν’ αγωνίζονται για τα ίδια πράγματα μ’ εσένα, καταλαβαίνεις ότι είναι όμοιοί σου. Για τα ίδια πράγματα αγωνίζεσαι και τα ίδια πράγματα πιστεύεις. Τα ίδια σίριαλ βλέπεις στην τηλεόραση και άρα τις ίδιες ταυτίσεις επιτυγχάνουν τα σίριαλ, άσχετα αν αυτοί που τα βλέπουν είναι Έλληνες, Τούρκοι ή οποιοσδήποτε άλλος κι αυτοί που τα δημιουργούν είναι Αμερικανοί. Όλοι τα ίδια βλέπουμε, γιατί όλοι με τα ίδια πρότυπα ταυτιζόμαστε. Αυτοί όμως που μοιράζονται τα ίδια πρότυπα είναι όμοιοι μεταξύ τους. Δεν υπάρχει σήμερα κάποιος Έλληνας, που να πιστεύει ότι η νεολαία της Τουρκίας όλη τη μέρα σκέπτεται πώς να κατακτήσει την Ελλάδα.
Παλαιότερα όλοι οι αγράμματοι αυτό πίστευαν. Στήριζαν την εξουσία, που τους προστάτευε από τους “κακούς” και μάλλον “υπανθρώπους” Τούρκους. Εκπλήσσονταν όταν έβλεπαν Τούρκο να γελάει ή να μιλάει σαν κι αυτούς. Αυτόν τον Τούρκο όμως μόνον οι μετανάστες είχαν τη δυνατότητα να γνωρίσουν. Δεν υπήρχε άλλη δυνατότητα να επικοινωνήσεις με Τούρκο. Σήμερα οι Έλληνες “επικοινωνούν” με τους Τούρκους σε καθημερινή βάση, έστω και εν αγνοία τους. Δεν χρειάζεται να μιλήσουν μέσω Internet. Επικοινωνούν μέσω των κοινών προτύπων —έστω και αμερικανικής προελεύσεως— και σ’ ό,τι αφορά τη συμπεριφορά ο ένας αντιγράφει τον άλλο. Αν την αλήθεια περιμένεις να σου την προσφέρουν οι “σωτήρες” —όπως περίμεναν κάποιοι κατά τη διάρκεια των προηγούμενων αιώνων—, δεν επικοινωνείς με κανέναν —τουλάχιστον ζωντανό—. Επικοινωνείς με τους νεκρούς “ήρωες” της επανάστασης και νομίζεις ότι οι γείτονες είναι παιδιά —και άρα όμοιοι— του Κιουταχή ή του Τζένγκις Χαν ή του Ναπολέοντα.
Με την παγκοσμιοποίηση ο κόσμος κατάλαβε το αυτονόητο. Ότι δηλαδή ο άνθρωπος, ανεξαρτήτου φυλής, χρώματος, έθνους κλπ., είναι πάντα ο ίδιος. Ερωτεύεται, θυμώνει όταν αδικείται, του αρέσει ν’ απολαμβάνει τα υλικά αγαθά κι όταν μπορεί να ξεχωρίσει για να δοξαστεί, το κάνει, αγνοώντας τη θυσία. Αιώνες έπρεπε να περάσουν, για να καταλάβουν ορισμένοι ότι καί ο Κινέζος ή ο Αφρικανός θέλει να φοράει Nike ή να οδηγεί Ferrari και όχι μόνον ο “ανώτερος” λευκός.
Αυτά όλα μας τα πρόσφερε η παγκοσμιοποίηση και η εύκολη επικοινωνία. Ακόμα και τα “χαζά” σίριαλ έβαλαν το λιθαράκι τους στην υπόθεση της αδελφοσύνης των λαών. Οι παραγωγοί τους, πάνω στην αγωνία τους ν’ “αγγίξουν” τον παγκόσμιο άνθρωπο-τηλεθεατή-καταναλωτή, τον προσέγγισαν από την πραγματική πλευρά κι όχι απ’ αυτήν που ορίζουν τα ρατσιστικά στερεότυπα. Το Χόλυγουντ —των υπερεθνικών μονοπωλίων του θεάματος— πρόσφερε στην ανθρωπότητα όσα δεν πρόσφεραν όλοι οι “ειρηνοποιοί” μαζί. Αυτό βέβαια δεν το έκαναν οι Αμερικανοί, επειδή ανέλαβαν κάποια μυστήρια “ιερή” αποστολή, που είχε ως στόχο την παγκόσμια ειρήνη. Αυτό το έκαναν λόγω εμπορικών κριτηρίων. Το έκαναν για λόγους κόστους. Έπρεπε η κάθε ταινία-προϊόν να μπορεί να “μπαίνει” σ’ όλες τις αγορές. Όμως, αν δεν θέσεις τον άνθρωπο ή την κοινωνία του ως το κέντρο της κινηματογραφικής δημιουργίας, αυτό το προϊόν δεν “διαπερνά” τα σύνορα. Δεν έχει λόγο ένας Γάλλος ή ένας Έλληνας να πάει στον κινηματογράφο, για να δει μια ταινία που “ταΐζει” το άρρωστο εθνικιστικό “εγώ” του Αμερικανού.
Μέχρι τον δεύτερο παγκόσμιο πόλεμο αυτό γινόταν. Ο κινηματογράφος χρησιμοποιούνταν καθαρά ως μέσο εθνικής προπαγάνδας κι απέδιδε οικονομικά μόνον στην “εθνική” αγορά. Οι Γάλλοι “τάιζαν” μέσω των ρατσιστικών στερεοτύπων το γαλλικό “εγώ” κι απευθύνονταν στο γαλλικό κοινό. Δεν μείωναν τις ρατσιστικές δόσεις στις δημιουργίες τους, γιατί δεν στόχευαν για παράδειγμα στην αγγλική αγορά. Αυτή η αγορά ήταν φέουδο των Άγγλων κινηματογραφιστών και καλυπτόταν από ιδίου τύπου ταινίες. Η παγκοσμιοποίηση όμως όλα αυτά τα άλλαξε. Δεν μπορείς να επιβιώσεις, αν δεν ανακαλύψεις τον άνθρωπο μέσα στη δημιουργία σου. Ο άνθρωπος και οι ανάγκες του είναι το στοιχείο-διαβατήριο, που προσφέρει στην ταινία-προϊόν πρόσβαση σε όλες τις αγορές.
Αν επιχειρήσει να παρακολουθήσει κάποιος μια προπολεμική ταινία ή ένα σίριαλ περασμένης δεκαετίας, θα διαπιστώσει ότι αυτά είναι ανυπόφορα. Εκείνες οι ταινίες ή τα σίριαλ και οι χαρακτήρες-πρότυπά τους δεν αγγίζουν καθόλου τον σύγχρονο άνθρωπο. Ο σύγχρονος άνθρωπος είναι σήμερα διαφορετικός κι αυτό συμβαίνει με τους πολίτες όλων των κρατών. Ο σύγχρονος άνθρωπος είναι κοσμοπολίτης και όχι ο εθνικός “χωριάτης” των περασμένων δεκαετιών. Αυτό το μεγάλο “άλμα” του ανθρώπου έγινε εξαιτίας τής ανάπτυξης της εύκολης επικοινωνίας. Η δυνατότητα της εύκολης επικοινωνίας αναπτύχθηκε εκ του πονηρού από την πλευρά του συστήματος. Βλέπουμε δηλαδή ότι την ομογενοποίηση δεν την καλλιέργησαν τα ΜΜΕ εξαιτίας της αγάπης τους για τους ανθρώπους και την ειρήνη, αλλά εξαιτίας της αναζήτησης του κέρδους. Εξαιτίας των σίριαλ και του κινηματογράφου, όλες οι κοινωνίες —και ειδικότερα οι καθηλωμένες λόγω παράδοσης στη βαρβαρότητα— έκαναν βήματα προόδου. Ειδικά αυτές οι κοινωνίες πρέπει να ευγνωμονούν τον “ιεραπόστολο” “Χόλυγουντ”.
Το Χόλυγουντ και τα ΜΜΕ “τράβηξαν” αυτές τις κοινωνίες μέσα από τον βούρκο της άγνοιας και της βαρβαρότητας. Αυτό έγινε εξαιτίας της πολιτισμικής ανομοιομορφίας που υπάρχει στον κόσμο. Το Χόλυγουντ, έχοντας ως στόχο τους πλούσιους και “πολιτισμένους” θεατές όλου του κόσμου, πρόβαλλε νέα υπερεθνικά πρότυπα για να μπορέσει να τους “προσεγγίσει”. Όμως, αυτές οι ταινίες, επειδή τύχαιναν μεγάλης διαφήμισης, τις “έβλεπαν” και οι φτωχοί άνθρωποι, που μέχρι τότε η εξουσία έλεγχε απόλυτα. Το Χόλυγουντ μετέτρεψε τις κοινωνικές αντιλήψεις και τις αξίες των πλουσίων σε κοινές για όλους αντιλήψεις και αξίες. Τα ΜΜΕ καθιέρωσαν τα πρότυπα που αγγίζουν όλους τους ανθρώπους και που βέβαια είναι διαφορετικά απ’ αυτά που προτείνουν —ειδικά στους φτωχούς— τα παραδοσιακά εθνικά κέντρα εξουσίας. Κανένας νέος δεν σέβεται σήμερα τα παραδοσιακά του πρότυπα, γιατί αντιλαμβάνεται πλέον ότι αυτά δεν ανταποκρίνονται στη σύγχρονη πραγματικότητα.
Εξαιτίας της εύκολης επικοινωνίας, πλούσιοι και φτωχοί μοιράζονται πλέον τα ίδια πρότυπα σ’ ό,τι αφορά την ανθρώπινη συμπεριφορά. Παλαιότερα —σ’ όλα τα κράτη— οι φτωχοί καθηλώνονταν στη βαρβαρότητα μέσω των εθνικών τους προτύπων. Μόνον οι πλούσιοι παρέκαμπταν αυτά τα πρότυπα. Μόνον οι πλούσιοι δέχονταν, για παράδειγμα, ότι δύο άνθρωποι μπορούν να συζούν, χωρίς να είναι παντρεμένοι. Οι φτωχοί ήταν μονίμως καθηλωμένοι στα ηθικά εθνικά πρότυπα. Όλα αυτά τα πρότυπα που βολεύουν την εξουσία έχουν μείνει πλέον στ’ “αζήτητα”. Ο μουστακαλής Έλληνας, που ήθελε παρθένα τη γυναίκα που θα παντρευτεί και σκότωνε όποιον “ατίμαζε” την αδερφή του, δεν υπάρχει πλέον. Δεν υπάρχει πλέον ούτε ο σκληρός και βίαιος σύζυγος, που —με το δικαίωμα του πατριάρχη— τιμωρούσε με ξυλοδαρμό όλα τα μέλη της οικογένειάς του. Ο βάρβαρος Έλληνας, που ήταν μαλωμένος με τ’ αδέρφια του για τα χωράφια και ήθελε να ξεκοιλιάσει τους απολίτιστους Τούρκους —γιατί ήταν ο ίδιος “φορέας του πολιτισμού”— “πέθανε”. Ευτυχώς βέβαια που “πέθανε” για εμάς τους Έλληνες, γιατί τους Τούρκους δεν τους ενοχλούσε τόσο όσο ενοχλούσε εμάς. Τα εθνικά πρότυπα βασανίζουν πάνω απ’ όλα τα ίδια τα έθνη που τα γεννούν. Τα εθνικά πρότυπα μας εξουσιάζουν και μας βασανίζουν κάθε μέρα, ενώ οι “εχθροί” τα βλέπουν κάθε σαράντα ή πενήντα χρόνια όταν πολεμάνε. Σ’ αυτόν τον λυτρωτικό “θάνατο” των άθλιων εθνικών προτύπων συνετέλεσαν τα ΜΜΕ και η παγκοσμιοποίηση. Στην παγκοσμιοποίηση οφείλουμε τον “θάνατο” όλων των βάρβαρων “θεών” αυτού του κόσμου.
Βλέπουμε λοιπόν ότι οτιδήποτε συνέβη στον τομέα της οικονομίας, συνέβη και στον τομέα του πολιτισμού. Όπως γεννήθηκαν υπερεθνικά μονοπώλια, έτσι δημιουργήθηκαν και υπερεθνικά ανθρώπινα πρότυπα, που φέρνουν τους ανθρώπους πιο κοντά μεταξύ τους. Λατρεύουν οι Έλληνες έναν λαμπρό Αμερικανό μπασκετμπολίστα και δεν παρακολουθούν, για παράδειγμα, πινγκ-πονγκ αν οι Έλληνες διακρίνονται σ’ αυτό. Εξαιτίας των ΜΜΕ έμαθαν οι άνθρωποι να κρίνουν την πραγματική “αξία” και να μην επηρεάζονται στην κρίση τους από τις εθνικιστικές ηλιθιότητες. Αναζητούν πλέον τον “ταχύτερο” άνθρωπο στον κόσμο και αυτόν χειροκροτούν. Αδιαφορούν για τον “κουτσό”, που είναι ο πλέον “γρήγορος” του έθνους. Εμείς, ως άνθρωποι που ήρθαμε σ’ επαφή μ’ αυτήν την πρωτόγνωρη κατάσταση, πρέπει να την εκμεταλλευτούμε. Γνωρίζουμε τα συμφέροντά μας, γνωρίζουμε τις αξίες μας και γνωρίζουμε ότι πρέπει να τις προστατεύσουμε. Από την παγκοσμιοποίηση θα κρατήσουμε μόνον αυτά που μας συμφέρουν και τα υπόλοιπα θα τ’ αλλάξουμε. Ό,τι μας πρόσφερε η παγκοσμιοποίηση στον πολιτιστικό τομέα θα το κρατήσουμε και θα το βελτιώσουμε. Πρέπει ν’ αγωνιστούμε να διατηρήσουμε όλες εκείνες τις συνθήκες και τα μέσα που επιτρέπουν την εύκολη επικοινωνία. Οτιδήποτε απολαμβάνουμε και μας το έδωσε το σύστημα άθελά του, θα το κρατήσουμε. Θ’ αλλάξουμε μόνον αυτά που δεν μας βολεύουν.
Ποια είναι όμως αυτά; Η κακώς εννοούμενη παγκοσμιοποίηση στην οικονομία. Εξαιτίας του τρόπου που αυτή αναπτύχθηκε, μετακινήθηκε η παραγωγή. Εμείς, γνωρίζοντας πώς φτάσαμε έως εκεί, μπορούμε να επιστρέψουμε στην παλαιά κατάσταση. Στην κατάσταση που ήθελε το κάθε κράτος να παράγει, με στόχο να καλύπτει την εθνική του αγορά. Θα προσπαθήσουμε δηλαδή να πραγματοποιήσουμε μια ομοιόμορφη διασπορά της παραγωγής, ώστε να μπορεί να δουλεύει όλος ο κόσμος και όχι μόνον οι ελάχιστοι δυστυχείς, που σήμερα πέφτουν θύματα εκμετάλλευσης των μονοπωλίων.
Αυτό που προτείνουμε, δηλαδή, είναι να επιστρέψουμε στον εθνικό σχεδιασμό της οικονομίας. Προτείνουμε τον σχεδιασμό που “θέλει” τις εθνικές παραγωγές να καλύπτουν τις εθνικές ανάγκες. Εξαιτίας αυτής της πρότασης κάναμε την αναφορά στις συνέπειες της παγκοσμιοποίησης στον τομέα του πολιτισμού. Παλαιότερα ο εθνικός οικονομικός σχεδιασμός ταυτίζονταν και με την πολιτισμική απομόνωση των εθνών. Οι βιομήχανοι είχαν συμφέρον να επενδύουν στα εθνικά “πρότυπα”, που κατανάλωναν εθνικά προϊόντα για τη “δόξα” του έθνους. Είχαν “ανάγκη” να προστατεύσουν τους εαυτούς τους ως εθνικά μονοπώλια. Τα μονοπώλια κινδύνευαν μόνον από “διαρροές”. “Διαρροή” υπάρχει, όταν κάποιος ξεφεύγει από τα εθνικά προϊόντα κι αναζητά τη μέγιστη ποιότητα. Ενοχλούσε τους “εθνικούς” βιομήχανους, όταν ο λαός δεν αγόραζε σχεδόν αναγκαστικά τα προϊόντα τους, όσο απαράδεκτα κι αν ήταν αυτά.
Τα ελληνικά εθνικά καταναλωτικά “πρότυπα” ήταν οι μουστακαλήδες ήρωες, που φορούσαν τσαρούχια ελληνικής κατασκευής και οδηγούσαν Pony για τη “δόξα” της Ελλάδος. Ποιος δεν θυμάται κάτι βαρβαρικές φυσιογνωμίες να μας λένε …”ο επιμένων ελληνικά”; Πριν την κατασκευή του “δοξασμένου” Pony, οι μουστακαλήδες οδηγούσαν μόνον τ’ αυτοκίνητα που κατασκεύαζαν τα κράτη των φιλελλήνων, τα οποία ταπείνωναν τους “βάρβαρους” Τούρκους. Σαν καταναλωτές “ενίσχυαν” μόνον τα κράτη συμμάχους στον υπέρ πάντων αγώνα εναντίον των “εχθρών” τους. Όλα αυτά τα γελοία συνέβαιναν επί δεκαετίες και καθήλωναν την κοινωνία στη βαρβαρότητα. Οι πονηροί έβαζαν στη συνείδηση του καταναλωτή εθνικιστικής φύσεως διλήμματα για να μπορούν να τον εκμεταλλεύονται. Μόνον μουστακαλήδες κάφροι μπορούσαν να πιστεύουν ότι οι βιομήχανοι συγκεκριμένων δυτικών κρατών ήταν οι φιλέλληνες, που πάντα θα προστάτευαν την Ελλάδα με την ισχύ τους. Μόνον κάφροι μπορούν να πιστεύουν ότι το κεφάλαιο έχει αισθήματα κι εθνικές προτιμήσεις.
Μόνον αν τα γνωρίζουμε όλ’ αυτά μπορούμε να επιστρέψουμε στον εθνικό σχεδιασμό της οικονομίας χωρίς κίνδυνο. Δεν πρέπει σε καμία περίπτωση αυτός ο οικονομικός σχεδιασμός να συνδέεται με μια γενικότερη εθνική απομόνωση του κάθε κράτους. Οι λαοί πρέπει να επικοινωνούν και να μπορεί να διαχέεται ανάμεσά τους το σύνολο της πανανθρώπινης γνώσης και κουλτούρας. Όμως, στο επίπεδο της οικονομίας αυτό δεν μπορεί να συμβαίνει —τουλάχιστον αυτήν τη στιγμή—, γιατί είναι καταστροφικό. Η κάθε χώρα πρέπει να καταναλώνει προϊόντα που η ίδια παράγει, ώστε να μην υπάρχει πρόβλημα με την απασχόληση.
Ενώ δηλαδή προτείνουμε τα πολιτιστικά προϊόντα να μετακινούνται σ’ όλα τα σημεία του πλανήτη, δεν προτείνουμε το ίδιο και για τα αντίστοιχα καταναλωτικά. Πρακτικά, αυτό που προτείνουμε είναι το εξής: Πρέπει να “κλείσουν” όλες οι εθνικές αγορές κι αυτό γίνεται με μέτρα προστατευτισμού. Πρέπει να “κλείσει” η αμερικανική, η ευρωπαϊκή και η οποιαδήποτε εθνική αγορά. Πρέπει να “κλείσει” όχι με εθνικιστικά κριτήρια και άρα ενάντια στα αλλοδαπά κεφάλαια, αλλά ενάντια στα υπερεθνικά κεφάλαια. Πρέπει να “κλείσει” και η ίδια η αμερικανική αγορά απέναντι στις αμερικανικές πολυεθνικές.
Τι επιδιώκουμε όμως μ’ αυτό; Να καταστρέψουμε τους πλούσιους και ν’ αρπάξουμε τον πλούτο τους; Όχι βέβαια. Η κοινωνία έφτασε στην τρίτη χιλιετία και πρέπει να ωριμάσει. Πρέπει να μάθει ν’ αναζητά την αλήθεια και όχι αυτό που την “βολεύει” σαν “αλήθεια”. Πρέπει να σταματήσει κάποτε το παλιό αξίωμα …ο “κακός” ο πλούσιος κι ο “καλός” ο φτωχός. Οι άνθρωποι είναι καλοί ή κακοί ανεξάρτητα από τον πλούτο τους. Αν σκεφτούμε δε ότι οι φτωχοί είναι περισσότεροι, αντιλαμβανόμαστε ότι οι περισσότεροι κακοί στον κόσμο είναι φτωχοί. Απλά είναι πολύ αδύναμοι, για να κάνουν το κακό που κάνουν ορισμένοι με μέσον τον πλούτο. Άλλωστε, ανάμεσα σ’ αυτούς τους φτωχούς βρίσκεις και τους κακούς που μας οδήγησαν σ’ αυτήν την κατάσταση. Πρώην φτωχοί είναι οι γλείφτες της εξουσίας πολιτικοί και οι “διαπλεκόμενοι”. Φτωχοί είναι οι πλειοψηφίες που εκλέγουν τις εξουσίες οι οποίες σχεδιάζουν τον κόσμο. Πρακτικά οι φτωχοί με την άγνοιά τους ευθύνονται για τη σημερινή παγκόσμια φτώχεια. Οι φτωχοί ψηφίζουν αυτούς που σχεδιάζουν το σύστημα. Φτωχοί ψηφίζουν τους φτωχούς, που, όταν οι πλούσιοι τους δίνουν ένα “γωνιακό γραφείο”, τους “ξεβρακώνουν” όποτε θέλουν.
Αυτοί οι πρώην φτωχοί σχεδίασαν το σύστημα με τέτοιον τρόπο, ώστε να γίνονται πλούσιοι τόσο οι ίδιοι όσο και οι όμοιοί τους. Σχεδίασαν ένα σύστημα, που μετατρέπει τους “υπηρέτες” του λαού σε πλούσιους. Ο οποιοσδήποτε “υπηρετεί” τον λαό —με τον οποιονδήποτε τρόπο— μπορεί να τον κλέψει. Το σύνολο των ανθρώπων που εμπιστεύεται ο λαός, τον κλέβουν. Από τον δάσκαλο, που εκμεταλλεύεται την αγωνία του γονέα να μορφώσει το παιδί του, μέχρι τον πολιτικό, που εκμεταλλεύεται την αγωνία του λαού για ευημερία, όλοι κλέβουν. Αυτός ο σχεδιασμός είναι που δημιούργησε την αρνητική κατάσταση στην οικονομία και στην παραγωγή. Ο σχεδιασμός προκαλεί τη φτώχεια και όχι το κεφάλαιο που προσφέρει κέρδος στον κεφαλαιοκράτη. Το κεφάλαιο μπορεί να προσφέρει κέρδος στους κεφαλαιοκράτες, αλλά ταυτόχρονα προσφέρει και εργασία και άρα μισθό στον εργάτη. Βλέπουμε λοιπόν ότι ούτε το κεφάλαιο ούτε οι κεφαλαιοκράτες είναι οι απόλυτα αρνητικοί παράγοντες στη σημερινή αθλιότητα. Οι πλούσιοι κεφαλαιοκράτες δεν είναι οι αποκλειστικοί υπεύθυνοι όλων των κακών. Οι κεφαλαιοκράτες είναι και οι ίδιοι θύματα των “κακών”. Αυτοί κινούνται στον χώρο όπου τους επιτρέπει η εξουσία —και άρα οι ψηφοφόροι της— να κινούνται. Δεν εφεύραν οι πλούσιοι τον κόσμο. Ο κόσμος λειτουργεί με βάση τη θέληση των ανθρώπων και οι κεφαλαιοκράτες είναι επίσης άνθρωποι. Απλά, κατέχοντας κεφάλαιο, αγωνίζονται να το διασώσουν και να το κάνουν κερδοφόρο. Αγωνίζονται για την επιβίωση, όπως κάνει κι ο καθένας από εμάς.
Όταν εμείς μιλάμε για “κλείσιμο” των αγορών, δεν επιδιώκουμε την καταστροφή κάποιων συγκεκριμένων κεφαλαιοκρατών. Επιδιώκουμε την αλλαγή του σχεδιασμού. Με το “κλείσιμο” δεν απορρίπτεις κανέναν από την αγορά σου. Δεν λέμε να μείνουν οι Αμερικανοί στην αμερικανική αγορά ή οι Ευρωπαίοι στην αντίστοιχη ευρωπαϊκή. Λέμε όλοι να μπορούν να μπουν σ’ όλες τις αγορές κάτω από νέες συνθήκες. Το “κλείσιμο” της αγοράς αφορά τη μετακίνηση των προϊόντων κι όχι την παρουσία τους στην αγορά. Δεν αποκλείεις την αμερικανική Nike από την ελληνική αγορά. Αποκλείεις το προϊόν τής Nike που κατασκευάστηκε στην Κίνα. Αν η Nike ενδιαφέρεται για την ευρωπαϊκή αγορά, να μπει μέσα σ’ αυτήν ως κατασκευαστής, και μάλιστα χωρίς κανέναν όρο. Να μην πληρώσει κανέναν επιπλέον φόρο, λόγω του ότι είναι αμερικανική εταιρεία και δραστηριοποιείται στην Ευρώπη. Αν η αμερικανική Nike παράγει τα προϊόντα της στην Ελλάδα, είναι το ίδιο ευπρόσδεκτη, όπως και η κάθε ελληνική εταιρεία. Αντίθετα, ο οποιοσδήποτε Έλληνας βιομήχανος ο οποίος παράγει τα προϊόντα του σε τρίτη χώρα, θα πρέπει ν’ “αποβληθεί” από την ελληνική αγορά. Κάποιος, δηλαδή, κρίνεται ως επιθυμητός ή ανεπιθύμητος, μόνον με βάση το πού κατασκευάζει τα προϊόντα του. Όποια εταιρεία —ανεξαρτήτου εθνικότητας— διαθέτει σήμερα προϊόντα στην ελληνική αγορά, να παραμείνει μέσα σ’ αυτήν, αλλά κάτω από διαφορετικές συνθήκες. Όποιος επιθυμεί το κέρδος από την ελληνική αγορά, να το πάρει, αλλά ταυτόχρονα να ενισχύσει και την απασχόληση. Για τον ίδιο βέβαια δεν αλλάζει τίποτε. Εργάτες πλήρωνε κι εργάτες θα πληρώνει. Ο “ακριβότερος” εργάτης, χωρίς τους φόρους στα καταναλωτικά προϊόντα, γίνεται ο φθηνότερος. Όλες οι εταιρείες έχουν συμφέρον από αυτόν τον σχεδιασμό, γιατί ισχυρή παραγωγή σημαίνει μεγάλη κατανάλωση. Σήμερα αυτές οι εταιρείες απειλούνται, γιατί σε λίγο καιρό, λόγω της ανεργίας, δεν θα υπάρχει κατανάλωση.
Αυτό εννοούμε, λέγοντας ότι πρέπει να επιστρέψουμε στον εθνικό σχεδιασμό του προστατευτισμού. Τα παγκόσμια μονοπώλια πρέπει να επιστρέψουν στη βιομηχανία και να πάψουν να εμπορεύονται την τεχνογνωσία τους. Δεν ζητάμε από τις πολυεθνικές να “επιστρέψουν” στις πατρίδες τους. Ζητάμε ν’ αλλάξουν τον τύπο του κεφαλαίου που διαχειρίζονται. Να επιστρέψουν στο κεφάλαιο-βιομηχανία. Αυτό είναι σήμερα το πρόβλημα. Όλοι αυτοί σήμερα εμπορεύονται τεχνογνωσία και, επειδή ανταγωνίζονται μεταξύ τους, καταστρέφουν τα πάντα. Αναζητώντας τα φθηνά εργατικά χέρια, μετατρέπουν στην ουσία τους εργάτες σε δούλους. Αν “επιστρέψουν” όλοι αυτοί στη βιομηχανία, θα λυτρωθεί ο κόσμος όλος. Θ’ αναπτυχθούν όλες οι αγορές και ταυτόχρονα θα μοιραστεί ομοιόμορφα η απασχόληση. Δεν θα κλείσουν τα εργοστάσια στη φτωχή Κίνα. Απλά η Κίνα θα γίνει πλουσιότερη και θα καταναλώνει η ίδια πλέον τα προϊόντα που θα παράγει. Το πρόβλημά μας είναι το φθηνό κινέζικης παραγωγής αμερικανικό προϊόν, που “μπαίνει” σε όλες τις αγορές. Το πρόβλημά μας δεν είναι ούτε η καταγωγή των ιδιοκτητών των πολυεθνικών ούτε η καταγωγή των εργατών τους.
Σ’ αυτό το σημείο πρέπει να πούμε ότι η παγκοσμιοποίηση έχει προσφέρει θετικές υπηρεσίες ακόμα και στον τομέα της παραγωγής. Ο ανελέητος ανταγωνισμός των προϊόντων σε παγκόσμιο επίπεδο, “καθάρισε” την αγορά. “Ξεσκαρτάρισε” η αγορά από τα κατώτερα προϊόντα. “Βγήκαν” από την αγορά οι εθνικές “σαβούρες”, που παρίσταναν τα προϊόντα, μόνον και μόνον για να επιβιώνουν οι εθνικοί βιομήχανοι. Επιβίωσαν μόνον τα κορυφαία προϊόντα σε κάθε είδος και οι άνθρωποι σήμερα μόνον αυτά γνωρίζουν. Όλοι οι άνθρωποι, εξαιτίας των κοινών καταναλωτικών προτύπων, αναζητούν τα ίδια προϊόντα για την κάλυψη των αναγκών τους. Αυτή η κατάσταση συμφέρει τις πολυεθνικές, εφόσον, μπαίνοντας στα κράτη ως παραγωγοί, δεν θα χρειαστεί να μπουν στα έξοδα δημιουργίας νέων καταναλωτικών προτύπων. Δεν χρειάζεται να εκπαιδευτεί ο καταναλωτής, για να καταλάβει ότι τα Nike είναι καλύτερα από τα “εθνικά” τσαρούχια. Αυτό πλέον το γνωρίζει από μόνος του. Αν αυτό συνδυαστεί με τα πολιτιστικά κέρδη της παγκοσμιοποίησης, εύκολα αντιλαμβανόμαστε τα συνολικά κέρδη της ανθρωπότητας μετά από έναν νέο σχεδιασμό της παραγωγής.
Οι άνθρωποι για πρώτη φορά θα είναι, αλλά και θα φαίνονται όμοιοι μεταξύ τους. Είναι μεγάλη η υπόθεση της άμβλυνσης των εξωτερικών διαφορών των ανθρώπων, γιατί εκεί συνήθως στηρίζονται οι φασίστες και καλλιεργούν τον ρατσισμό. Επί αιώνες σημαντικοί άνθρωποι θεωρούνται “κατώτεροι”, λόγω του ντυσίματός τους ή της επιφανειακής συμπεριφοράς που λάμβαναν, ακολουθώντας τα βάρβαρα εθνικά τους πρότυπα. Όλοι οι άνθρωποι θα κερδίσουν, αν εκμεταλλευτούμε την παγκοσμιότητα και ταυτόχρονα “κλείσουμε” τις αγορές. Αυτοί που θα χάσουν είναι μόνον οι “σωτήρες” μας. Οι άθλιοι “αεριτζήδες”, που μας “πουλάνε” τη γνώση τους για “σωτηρία”. Οι άθλιοι έμποροι του συνόλου των προϊόντων, είτε αυτά είναι υλικά είτε άυλα είτε αφορούν την καθημερινότητα είτε αφορούν τον πολιτισμό.
Εδώ πρέπει να προσέξει ο αναγνώστης, για να καταλάβει ποιοι είναι οι πραγματικοί εχθροί του ανθρώπου σ’ όλα τα επίπεδα. Η ομογενοποίηση των καταναλωτικών προτύπων καταστρέφει τους “καταστροφείς” των οικονομιών εμπόρους. Η ομογενοποίηση των πολιτισμικών προτύπων καταστρέφει τους βάρβαρους “καταστροφείς” του πολιτισμού. Όταν όλοι οι άνθρωποι επιθυμούν τα ίδια προϊόντα, δεν μπορεί να μεσολαβήσει ο κλέφτης έμπορος. Όταν όλοι οι άνθρωποι επιθυμούν ελευθερία κι ευημερία, δεν μπορεί να μεσολαβήσει ο τρισάθλιος πολιτικός. Δεν μπορεί να υπάρξει αυτός ο οποίος “σκέφτεται” “εργολαβικά” για τους άλλους και τους πουλάει τα προϊόντα του. Δεν μπορεί να υπάρξει αυτός που επενδύει στις διαφορές μεταξύ των ανθρώπων, εκμεταλλευόμενος την άγνοιά τους αυτός που έχει κέρδος, όταν πουλάει τα σκουπίδια μιας πλούσιας κοινωνίας για θησαυρούς σε μια φτωχή. Επί αιώνες αυτό έκαναν οι έμποροι όλων των ειδών. Ό,τι δεν μπορούσαν να πουλήσουν οι παραγωγοί στους “πολιτισμένους” το έπαιρναν οι έμποροι και το πουλούσαν στους “ιθαγενείς” για μοδάτο. Οι Ευρωπαίοι έκαναν επανάσταση για να νικήσουν τον άθλιο χριστιανισμό του Μεσαίωνα και οι έμποροι της θρησκείας βύθιζαν τον Νέο Κόσμο στον Μεσαίωνα του “παλαιού” χριστιανισμού.
Σήμερα δεν υπάρχει λόγος να διατηρούνται στην οικονομική ζωή οι έμποροι και οι πάσης φύσεως αντιπρόσωποι. Τα ΜΜΕ έχουν βάλει σ’ έναν κοινό ρυθμό την παγκόσμια κοινωνία. Δεν ζούμε στον Μεσαίωνα της έλλειψης επικοινωνίας, ώστε το εμπόριο να έχει θετική προσφορά. Μόνον στους αρχαίους χρόνους συνέβαινε αυτό, γιατί οι εμπορικές συναλλαγές δημιουργούσαν τα σημεία “επαφής”, μέσω των οποίων περνούσε και ο πολιτισμός. Ήταν, δηλαδή, από τα κέρδη του εμπορίου, μαζί με τις ανταλλαγές των υλικών προϊόντων, να μετακινούνται και τα αντίστοιχα πολιτισμικά προϊόντα. Σήμερα αυτό το κέρδος δεν υπάρχει και το μόνο που υπάρχει είναι η αυθαιρεσία των εμπόρων, που μοιράζονται τους καταναλωτές σαν να είναι πρόβατα.
Κάποτε αυτό γινόταν μόνον στο επίπεδο της εξουσίας και του πολιτισμού, ενώ σήμερα το ίδιο έχει επικρατήσει και στην αγορά. Όλους αυτούς τους αιώνες, όποιος λατρεύει τον Χριστό, πρέπει να “ψωνίζει” από τους αποκλειστικούς αντιπροσώπους Του. Όποιος ελπίζει στον σοσιαλισμό, να υποτάσσεται στο κόμμα αντιπροσωπεία. Αυτό το φαινόμενο έχει περάσει σήμερα και στην αγορά. Σήμερα μιλάμε για φασισμό στην αγορά, γιατί πληρώνεις προμήθεια για τις δικές σου επιλογές. Κάποτε “πλήρωνες” έναν αντιπρόσωπο, γιατί υιοθετούσες τις δικές του προτάσεις και κατά συνέπεια τον είχες ανάγκη. Αυτό σήμερα πλέον δεν ισχύει. Σήμερα σ’ αναγκάζουν φασιστικά να ψωνίσεις ένα προϊόν από τον αποκλειστικό αντιπρόσωπο και όχι από το εργοστάσιο. “Πρέπει” δηλαδή ο “νταβατζής” να πάρει την προμήθειά του.
Σήμερα όλοι οι άνθρωποι, λόγω των κοινών προτύπων, επιθυμούν τα καλύτερα και τα πλέον επίκαιρα προϊόντα στον πραγματικό χρόνο. Δεν περιμένουν να δεχθούν τις “σωτήριες” προτάσεις των εμπόρων. Είναι εγκληματικό να τους αφήνουμε να “διαβαθμίζουν” την κοινωνία. Είναι εγκληματικό να διατηρούμε κάποια κράτη καθυστερημένα, για να τους πουλάμε τα ξεπερασμένα κι αδιάθετα “στοκ” των εμπόρων. Αυτό γινόταν επί αιώνες, για να “πλουτίζουν” οι έμποροι. Τα ΜΜΕ είναι το βήμα, που ο κάθε παραγωγός του κάθε είδους μπορεί να χρησιμοποιήσει, για να έρθει σ’ επαφή με την “πελατεία” του. Δεν χρειάζεται ο μεσάζων που θα πάρει προμήθεια. Ήδη, μέσω Internet, ακόμη και σήμερα, κάποιοι παραγγέλνουν προϊόντα, πριν αυτά εμφανιστούν στην ίδια την αγορά που ανήκει ο κατασκευαστής. Ο κόσμος έγινε ένα χωριό κι είμαστε πλέον πολύ κοντά ο ένας στον άλλο για να έχουμε την ανάγκη των εμπόρων.
Πρέπει να καταστρέψουμε το σύνολο των συνθηκών που επιτρέπουν στους εμπόρους να αισχροκερδούν. Οι έμποροι κερδίζουν, ελέγχοντας την παραγωγή σε σχέση με τις ανάγκες της αγοράς. Αυτοί παίρνουν τις αποκλειστικές αντιπροσωπείες και δεν επιτρέπουν στην παραγωγή να παράγει τους όγκους παραγωγής που έχει ανάγκη η αγορά. Σήμερα τα πάντα παράγονται με στόχο τη μεγιστοποίηση του κέρδους του εμπόρου. Κατ’ αυτόν τον τρόπο χάνει καί ο παραγωγός που δεν μπορεί ν’ αναπτυχθεί καί ο καταναλωτής που καλείται να πληρώσει το πανάκριβο λόγω τεχνητής σπανιότητας προϊόν. Οι άνθρωποι στερούνται προϊόντα ποιότητας, λόγω των περιορισμών που επιβάλλει το εμπορικό κατεστημένο στην παραγωγή.
Με την αλλαγή του σχεδιασμού που προτείνουμε, θα συμβεί το εξής: Σήμερα τα πανάκριβα προϊόντα μιας εταιρείας, όπως για παράδειγμα της Channel, δεν αρκούν για όλους τους καταναλωτές. Αν η Channel θέλει να έρθει στην Ελλάδα ως παραγωγός, καλώς να έρθει. Αν δεν θέλει, κανένας δεν θα προστατεύει τα συμφέροντά της σε ενδεχόμενο αντιγραφής των προϊόντων της από Έλληνες παραγωγούς. Σήμερα οι εμπορικοί της αντιπρόσωποι, στηριζόμενοι στην εξουσία, αυτό κάνουν. Προσφέρουν “προστασία” στις εταιρείες που επιλέγουν την περιορισμένη παραγωγή, για να επωφεληθούν από τη δυσαναλογία μεταξύ προσφοράς και ζήτησης. Αυτήν την “προστασία” μπορούν να την προσφέρουν σήμερα οι έμποροι, γιατί ελέγχουν την εξουσία. Όμως, αύριο ίσως να μην μπορούν να το κάνουν, γιατί η εξουσία μπορεί ν’ αλλάξει “χέρια”. Αυτό που είναι το ζητούμενο, είναι να βγουν από την αγορά οι έμποροι. Τα εμπορικά μαγαζιά πρέπει να κλείσουν. Τα μαγαζιά λιανικής πώλησης πρέπει να είναι τα “τερματικά” της παραγωγής και όχι ανεξάρτητες εμπορικές επιχειρήσεις. Ο πωλητής πρέπει να είναι υπάλληλος του παραγωγού και όχι του εμπόρου, ο οποίος κλέβει καί τον παραγωγό καί τον καταναλωτή.
Αν “κλάψουν” όμως οι έμποροι “διαπλεκόμενοι”, θα “κλάψουν” και τα “δουλικά” τους. Θα “κλάψουν” οι “σωτήρες” μας, αν τα μονοπώλια επιστρέψουν στη βιομηχανία και άρα στην παραγωγή. Αυτοί οι “σωτήρες” είναι οι σπιούνοι που μας κλέβουν, για να μας “σώσουν”. Αυτοί βάζουν τους ισχυρούς της οικονομίας να μας ταλαιπωρούν, για να μπορούν οι ίδιοι να παρουσιάζονται σαν “σωτήρες”. Αυτοί, για να επωφεληθούν, βάζουν τους ισχυρούς να συγκρούονται με τους αδύνατους. Αυτό έκαναν και οι επιστάτες των δουλοπάροικων με τους φεουδάρχες, οι συνδικαλιστές των εργατών με τους βιομήχανους και σήμερα οι “διαπλεκόμενοι” των καταναλωτών με τα μονοπώλια της τεχνογνωσίας. Πάντα όμως “κλαίνε” οι σπιούνοι, όταν αποκαλύπτονται. Δεν έχουν πού να κρυφτούν, γιατί τους αναζητούν για να τους τιμωρήσουν καί οι ισχυροί κεφαλαιοκράτες καί οι αδύναμοι εργαζόμενοι.
Ο αναγνώστης εύκολα αντιλαμβάνεται πώς φτάσαμε στη σημερινή άθλια κατάσταση. Δεν φταίει η Nike ή η IBM που μετακινήθηκαν στην Κίνα. Φταίνε αυτοί, που, για να βγάλουν μεγαλύτερη προμήθεια, “κυνηγούσαν” την παραγωγή από χώρα σε χώρα μέχρι να φτάσουν στην Άπω Ανατολή. Ούτε όμως κι εκεί ησύχασαν οι έμποροι. Πίεζαν, μέχρι ο Ασιάτης να φτύσει αίμα, για να πάρουν την τιμή που ήθελαν.
Οι έμποροι φταίνε για όλα. Οι έμποροι φταίνε για τη σημερινή άθλια κατάσταση που βρίσκονται τόσο οι εργάτες όσο και οι κεφαλαιοκράτες. Αυτοί “έπαιζαν” με τα εθνικά διαχωριστικά, για να βγάλουν κέρδος. Έχτιζε ο Γερμανός βιομήχανος εργοστάσιο για να συνεργαστεί με τη βιομηχανία Levi‘s και το έκλειναν οι έμποροι, “πνίγοντας” τη γερμανική αγορά με φθηνότερα Levi‘s ή ανάλογα ανταγωνιστικά προϊόντα από τη φθηνότερη Γαλλία. Το ίδιο έκαναν στη συνέχεια και στη Γαλλική Levi‘s, χρησιμοποιώντας την Ελλάδα. Οι ίδιοι οι έμποροι ελέγχουν το λαθρεμπόριο. Το λαθρεμπόριο είναι μορφή εμπορίου και στηρίζεται στα ίδια ακριβώς δεδομένα με το νόμιμο εμπόριο. Είτε καλύπτει ανάγκες της αγοράς —που οι νόμιμοι έμποροι αδυνατούν να καλύψουν— είτε προσφέρει στην αγορά προϊόντα με ανταγωνιστικότερες τιμές. Η εξουσία σ’ αυτήν την περίπτωση κάνει ό,τι της επιβάλλουν οι έμποροι που την ελέγχουν. Μπορεί να “κυνηγήσει” το λαθρεμπόριο, όπως μπορεί με την ίδια ευκολία και να το νομιμοποιήσει. Αυτό το κάνει με βάση τις εντολές που δέχεται και όχι με βάση κάποια “ηθικά” κριτήρια. Οι καθ’ όλα σήμερα ευυπόληπτοι έμποροι αλκοολούχων ποτών, κάποτε ήταν λαθρέμποροι.
Το λαθρεμπόριο —όσο κι αν αυτό φαίνεται παράξενο— το “χρησιμοποιούν” οι ίδιοι οι νόμιμοι έμποροι, για να υπηρετήσουν τα συμφέροντά τους. Το “κατευθύνουν” προς εκείνη την κατεύθυνση, που θα τους δώσει κατόπιν το δικαίωμα να πιέσουν την εξουσία να άρει τους φόρους που δημιουργούν το λαθρεμπόριο. Με μέσον το λαθρεμπόριο “ανοίγουν” και “κλείνουν” τις αγορές κατά βούληση. Σ’ αυτό το “παιχνίδι” που καταστρέφει την παραγωγή —αλλά και προσφέρει τεράστια κέρδη— συμμετείχαν και οι τραπεζίτες, που είναι οι έμποροι του χρήματος. Αυτοί, με γνώμονα το μέγιστο κέρδος, αποφάσιζαν για το ποιοι θα παραμείνουν ανταγωνιστικοί και ποιοι όχι. Αυτοί έχουν όφελος από τα υψηλότοκα βραχυπρόθεσμα δάνεια, που μπορούν να “καλύψουν” μόνον οι έμποροι των κολοσσιαίων κερδών.
Έχτιζε ο Έλληνας βιομήχανος εργοστάσιο της Nissan κι οι έμποροι έφερναν ανταγωνιστικά αυτοκίνητα από τα πιο απίθανα μέρη του πλανήτη. Από την άλλη πλευρά οι τραπεζίτες πίεζαν ασφυκτικά τον παραγωγό, με αποτέλεσμα αυτός να μην “αντέχει”. Ο χαμηλός “ρυθμός” απόδοσης κέρδους της παραγωγής ενοχλεί τους “καρχαρίες” που παριστάνουν τους τραπεζίτες. Αυτοί οι τραπεζίτες είχαν πολλούς λόγους να επενδύσουν στους εμπόρους και να καταστρέψουν τους παραγωγούς. Όλοι αυτοί έχουν πάντα ως στόχο τη μεγιστοποίηση του κέρδους. Αυτή η μεγιστοποίηση εμφανίζεται στο “γρήγορο” εμπόριο και όχι στην “αργή” παραγωγή. Εμφανίζεται δηλαδή εκεί που τα χρήματα αλλάζουν “χέρια” και όχι εκεί όπου τα χρήματα γίνονται επενδύσεις, οι οποίες θ’ αποδώσουν πολύ αργότερα.
Οι τραπεζίτες είχαν όφελος να επενδύουν σ’ αυτούς που πουλούν κι αγοράζουν. Αυτοί έδιναν καταναλωτικά δάνεια κι αυτοί πίστωναν τους εμπόρους για κολοσσιαίες παραγγελίες. Όποιος δεν πλήρωνε —είτε καταναλωτής είτε παραγωγός— έχανε την πολύτιμη περιουσία του. Οι έμποροι δεν κινδυνεύουν απ’ αυτήν την πίεση, γιατί πάντα λειτουργούν στον “κρίσιμο” χρόνο. Αγοράζουν όταν μπορούν να πουλήσουν. Δεν κατασκευάζουν με τους αργούς ρυθμούς του παραγωγού, ο οποίος μπορεί να “χάσει” τον “κρίσιμο” χρόνο της έξαρσης της αγοράς.
Σ’ αυτό το σημείο μπορεί να καταλάβει ο αναγνώστης και τις σχέσεις μεταξύ τραπεζιτών και παραγωγών, όπως μπορεί να καταλάβει και την ανάγκη που καλύπτει το χρηματιστήριο. Οι παραγωγοί, θέλοντας ν’ αναπτυχθούν, αναζητούσαν το χρήμα που θα τους επέτρεπε αυτήν την ανάπτυξη. Μέσω του χρηματιστηρίου έβρισκαν συνεταίρους μέσα στην κοινωνία. Τι θα πει όμως συνέταιρος; Συνέταιρος είναι αυτός που μοιράζεται μαζί σου τόσο τα κέρδη όσο και τις ζημιές. Συνέταιρος υπάρχει όταν υπάρχουν κοινά συμφέροντα. Αυτός είναι κι ο λόγος που οι παραγωγοί δημιούργησαν το χρηματιστήριο. Απέφευγαν τις τράπεζες, γιατί οι τράπεζες δεν είναι συνέταιροι. Οι τράπεζες είναι “καρχαρίες”, που θέλουν να κατασπαράξουν τον παραγωγό. Του δανείζουν χρήματα, αλλά δεν ταυτίζουν τα συμφέροντά τους μ’ αυτόν. Έχουν περισσότερο κέρδος, αν αυτός καταστραφεί και του αρπάξουν την περιουσία του. Πόσοι σημαντικοί παραγωγοί δεν έχουν καταστραφεί από τις τράπεζες που πραγματοποιούν τοκογλυφία;
Οι τράπεζες γι’ αυτόν τον λόγο δεν έπρεπε να μπουν στο χρηματιστήριο. Οι μετοχές τους είναι “τζόγος”. Όσο περισσότερους παραγωγούς καταστρέψουν οι τράπεζες, τόσο μεγαλύτερο κέρδος θα έχουν και άρα τα ανάλογα “κερδίζουν” κι οι μέτοχοί τους. Οι μικροεπενδυτές επενδύουν σ’ αυτές και στην ουσία με τα χρήματά τους καταστρέφουν την παραγωγή. Οι τράπεζες “μαζεύουν” το χρήμα, που σ’ άλλη περίπτωση θα πήγαινε στην παραγωγή. Οι εργαζόμενοι επενδύουν στις τράπεζες το χρήμα, που επιτρέπει σ’ αυτές να καταστρέφουν την παραγωγή και να ενισχύουν τους εμπόρους. Μέσα στον ίδιο χώρο “μπήκαν” καί οι λύκοι καί τα πρόβατα. Είναι θέμα χρόνου, όταν τα ταΐζεις τους λύκους, ν’ αφανιστούν όλα τα πρόβατα. Ποτέ δεν βάζεις μέσα στον ίδιο “χώρο” ανθρώπους άνισους μεταξύ τους, που έχουν συγκρουόμενα συμφέροντα.
Το χρηματιστήριο δημιουργήθηκε για να προστατεύονται οι παραγωγοί από τους αδίστακτους τραπεζίτες για να μπορούν ν’ αντλούν το χρήμα που χρειάζονται για την ανάπτυξή τους με όρους διαφορετικούς από τους κερδοσκοπικούς όρους των τραπεζιτών. Όταν οι τράπεζες μπαίνουν στο χρηματιστήριο, το μετατρέπουν σε “ρινγκ”. Είναι θέμα χρόνου να επενδύσουν όλοι στον ισχυρότερο των “μονομάχων”. Μάλιστα, με την εισαγωγή τους στο χρηματιστήριο, μπορούν —τις ελάχιστες φορές που “χάνουν” κέρδη— να μοιράζονται τη ζημιά με τους αφελείς. Αυτή η τεράστια συσσώρευση πλούτου των τραπεζών είναι υπεύθυνη για τ’ άσχημα φαινόμενα που παρατηρούμε σήμερα στην αγορά. Οι τράπεζες επενδύουν στον υπερκαταναλωτισμό και σπρώχνουν τον άνθρωπο στο να καταναλώνει χρήματα γι’ άσχετους προς τις πραγματικές του ανάγκες λόγους.
Όλη η Δύση, από τις πανίσχυρες ΗΠΑ έως την αδύναμη Ελλάδα, “ζει” με τα “δανεικά” των τραπεζών. Αυτό το νόημα έχουν οι πιστωτικές κάρτες. Οι τραπεζίτες “βάζουν” τους καταναλωτές να “τρέχουν” πίσω από υποχρεώσεις, τις οποίες ποτέ δεν θα είχαν, αν δεν παρασύρονταν από τη λογική του “βερεσέ”. Οι τραπεζίτες και οι έμποροι έγιναν η σφύρα και ο άκμονας που συνθλίβει τον καταναλωτή. Αυτοί είναι που τον “χρεωμένο” άνθρωπο τον υποτάσσουν στην εξουσία. Άπειροι παραγωγοί ή αφελείς μικροκαταναλωτές έχασαν περιουσίες ολόκληρες εξαιτίας “αστείων” ποσών, που με τους απάνθρωπους τόκους γίνονταν κολοσσιαία χρέη. Αυτοί οι φουκαράδες τρέχουν πίσω από τους πολιτικούς-“σωτήρες” για να τους βοηθήσουν.
Όλοι αυτοί οι έμποροι της αθλιότητας καλλιέργησαν τις άρρωστες συμπεριφορές στην αγορά. Οι έμποροι “μάθαιναν” στους καταναλωτές ν’ αποφεύγουν να πληρώνουν φόρους και ν’ αναζητούν τα “παραθυράκια” του νόμου. Όμως, αυτή η συμπεριφορά έκλεινε τα εργοστάσια όπου οι ίδιοι οι καταναλωτές εργάζονταν. “Κέρδιζαν” οι αφελείς το ασήμαντο αυτοκίνητο κι “έχαναν” την πολύτιμη δουλειά τους. Το ίδιο γινόταν σ’ όλους τους τομείς της αγοράς. Οι έμποροι, για να εξασφαλίσουν “φθήνια”, “βασάνιζαν” όλους τους τριτοκοσμικούς εργάτες. Αυτοί εξώθησαν την παραγωγή σε μεσαιωνικές συνθήκες. Μόνον ένας δούλος μπορεί να παράγει προϊόντα με το κόστος που θέλουν οι έμποροι, ώστε να μπορούν αυτοί να εξοντώσουν τους τοπικούς παραγωγούς και να οικειοποιηθούν το σύνολο του κέρδους που προσφέρει η αγορά. Δούλοι και όχι εργαζόμενοι εξασφάλιζαν στους εμπόρους το κόστος του προϊόντος, που, παρ’ όλους τους φόρους εισαγωγής, παρέμενε φθηνότερο από το τοπικής παραγωγής προϊόν.
Οι παραγωγοί, για ν’ ανταγωνιστούν τους εμπόρους, αδικούσαν τους εργάτες. Ο μόνος παράγοντας του κόστους που ελέγχεται από τους παραγωγούς είναι ο μισθός του εργάτη. Ο παραγωγός δεν μπορεί να περιορίσει αυθαίρετα την τιμή των πρώτων υλών ή το κόστος της ενέργειας για την παραγωγή του προϊόντος. Οι παραγωγοί εξασφάλιζαν την όποια ανταγωνιστικότητά τους από τον μισθό του εργάτη. Πρώτα περιέκοπταν τον μισθό, κατόπιν διατηρούσαν ανασφάλιστους εργάτες και, όταν πλέον δεν μπορούσαν ν’ αντέξουν στον ανταγωνισμό των εμπόρων, έβαζαν “λουκέτο” στα εργοστάσια και “πετούσαν” τους εργάτες στον δρόμο. Ήταν αδύνατον ν’ ανταγωνιστούν τους εμπόρους, που διεκδικούσαν το σύνολο τους κέρδους που προσφέρει η αγορά. Μάλιστα, οι έμποροι θεωρούσαν τους προστατευτικούς φόρους φασιστική παρέμβαση στην οικονομία.
Οι κεφαλαιοκράτες και τα εργοστάσια έγιναν γι’ αυτούς τους λόγους περιφερόμενοι θίασοι. Οι τραπεζίτες μαζί με τους εμπόρους τούς “έβαζαν” στη μέση και τους χτυπούσαν αλύπητα. Ο ένας, απειλώντας τους με τους τόκους, ζητούσε τα λεφτά του “πίσω” κι ο άλλος τους εμπόδιζε να τα συγκεντρώσουν. Πώς μπορείς να συναγωνιστείς έναν έμπορο, όταν αυτός, για ένα ανάλογο προϊόν, δίνει επιπλέον κι άπειρα δώρα, τα οποία εξασφάλισε σχεδόν δωρεάν από κάποιους “νεκρούς” παραγωγούς; Οι εργάτες έμεναν άνεργοι, γιατί κανένα εργοστάσιο δεν μπορούσε να πραγματοποιήσει μακροχρόνιο σχεδιασμό. Μέχρι αυτό να καλύψει την αγορά και να σταθεροποιηθεί, δρούσαν οι έμποροι αποσταθεροποιητικά.
Γι’ αυτό λέμε ότι δεν φταίνε ούτε οι βιομήχανοι ούτε τα μονοπώλια για τη σημερινή αθλιότητα. Κάποιοι τους έσπρωξαν σ’ αυτήν την κατάσταση. Τα σημερινά υπερεθνικά μονοπώλια της αθλιότητας, της εκμετάλλευσης και της μόλυνσης του περιβάλλοντος οι έμποροι τα δημιούργησαν. Αυτό έγινε ως εξής: Οι βιομήχανοι μέχρι τον δεύτερο παγκόσμιο πόλεμο ήταν κυρίαρχοι στις εθνικές οικονομίες όπου τους φιλοξενούσαν. Με τη δική τους παραγωγή και τη δική τους τεχνογνωσία κάλυπταν τις ανάγκες των εθνικών τους αγορών. Με ιμπεριαλιστικές μεθόδους, που είχαν ως στόχο να “παρακάμψουν” κατ’ εξαίρεσιν κάποιους προστατευτικούς φόρους των μικρότερων κρατών, διείσδυαν και σε κάποιες “φτωχότερες” οικονομίες. Η κατάσταση ήταν για τους λαούς γενικά αρνητική, γιατί ελάχιστα κράτη ήταν εκβιομηχανισμένα και οι λαοί —εξαιτίας της φεουδαρχίας— ήταν στο σύνολό τους φτωχοί. Ήταν η εποχή που οι “εθνικοί” θεοί-πρότυπα ήταν οι κυρίαρχοι. Οι λαοί ήταν απομονωμένοι και “χρέωναν” τη φτώχεια τους στους εθνικούς εχθρούς. Ακόμα όμως και γι’ αυτόν τον ιμπεριαλισμό δεν έφταιγαν οι κεφαλαιοκράτες, παρά η εξουσία. Τη γαλλική ή τη βρετανική εξουσία τη συνέφερε η περιορισμένη εκβιομηχάνιση, ώστε αυτή να ισχυροποιείται. Με μέσον τη βιομηχανία έλεγχαν τον υπόλοιπο κόσμο και οι ίδιοι οι εξουσιαστές συντηρούνταν από τα κέρδη των εθνικών βιομηχάνων.
Εξαιτίας των Αμερικανών και του διπολισμού με το κομμουνιστικό μπλοκ όλ’ αυτά άλλαξαν. Για λόγους που δεν είναι του παρόντος να εξηγήσουμε, οι Αμερικανοί έκαναν σφάλματα, που ευνοούν την ανθρωπότητα, εφόσον της προσφέρουν τα καλά της παγκοσμιοποίησης. Οι Αμερικανοί έκαναν μετά τον πόλεμο μία μίνι παγκοσμιοποίηση, που αφορούσε τον δυτικό χριστιανικό κόσμο. Με την τεχνογνωσία που άρπαξαν από την Ευρώπη κατά τη διάρκεια του τελευταίου πολέμου και σε συνδυασμό με την άθικτη από τον πόλεμο μηχανή παραγωγής τους, δημιούργησαν τη βάση των σημερινών μονοπωλίων. Η βάση των σημερινών υπερεθνικών μονοπωλίων ήταν οι Αμερικανοί βιομήχανοι. Αυτοί παρήγαγαν προϊόντα, που τα εξήγαγαν στο σύνολο του δυτικού κόσμου. Οι Ευρωπαίοι ανταγωνιστές τους δεν μπορούσαν να τους ανταγωνιστούν, ούτε σε ποιότητα ούτε σε κόστος. Σε ποιότητα ήταν αδύνατον να τους ανταγωνιστούν, γιατί οι “νικητές” Αμερικανοί είχαν “κλέψει” σχεδόν το σύνολο της τεχνογνωσίας των Ευρωπαίων. Στο κόστος επίσης δεν μπορούσαν να τους ανταγωνιστούν, γιατί στο κόστος του ευρωπαϊκού προϊόντος έπρεπε να προστεθεί τόσο η “αγορασμένη” τεχνογνωσία όσο και το κόστος του εργοστασίου, που έπρεπε —μετά τον πόλεμο που το κατέστρεψε— να ξαναχτιστεί.
Οι Αμερικανοί βιομήχανοι γι’ αυτούς τους λόγους ήταν κυρίαρχοι. Με την παραγωγή τους “έπνιξαν” την ευρωπαϊκή αγορά, που από τότε έπαψε να είναι αυτοδύναμη. Όμως, αυτοί που πραγματικά ανέλαβαν τη διασπορά των αμερικανικών προϊόντων στις πλούσιες αγορές όλου του κόσμου ήταν οι έμποροι. Αυτοί συγκέντρωναν τεράστιο πλούτο από την παραγωγή των Αμερικανών βιομηχάνων και τις τεράστιες ανάγκες των ευρωπαϊκών κρατών. Στα χρόνια μετά τον πόλεμο οι πλούσιοι στην Ευρώπη δεν ήταν οι βιομήχανοι. Μετά τον πόλεμο, για να επιβιώσουν οι Ευρωπαίοι βιομήχανοι, έγιναν έμποροι αμερικανικών προϊόντων. Βλέποντας οι Αμερικανοί βιομήχανοι αυτό το κέρδος να “φεύγει” στην πραγματικότητα από τη δική τους τσέπη, άλλαξαν τακτική. Προσπάθησαν να κάνουν μεικτές βιομηχανίες με τους Ευρωπαίους. Θέλησαν κατ’ αυτόν τον τρόπο να “βγάλουν” τους εμπόρους από τη “μέση” και να κατακτήσουν τις αγορές ως τοπικοί παράγοντες της οικονομίας.
Οι έμποροι, βλέποντας αυτήν την κατάσταση, άρχισαν να “παίζουν” το παιχνίδι των εθνικών νομισμάτων. Άρχισαν να “κυνηγάνε” τους βιομήχανους κι από εκείνη τη στιγμή η παραγωγή άρχισε να γίνεται “κινητή”. Όμως, σ’ αυτό το κυνήγι οι όροι είναι άνισοι. Ο έμπορος αλλάζει αγορά ή εργοστάσιο συνεργασίας μόνο μ’ ένα τηλεφώνημα. Οι βιομήχανοι “έκλειναν” τις βιομηχανίες, που άξιζαν δισεκατομμύρια. Δεν είναι εύκολο να εγκαταλείψεις μια χώρα, για να εκμεταλλευτείς τη “φθήνια” που σου προσφέρει μία άλλη. Αυτό έχει τεράστιο κόστος κι επιπλέον δεν γνωρίζεις πότε αυτή η χώρα —μετά από τις παρεμβάσεις των εμπόρων και των τραπεζιτών— θα χάσει τη “φθήνια” της.
Από τη στιγμή που άρχισε να γίνεται αυτή η διαδικασία, οι Αμερικανοί βιομήχανοι αναγκάστηκαν να κάνουν το εξής απλό: Κεφαλαιοποίησαν την τεχνογνωσία τους κι άρχισαν να δημιουργούν οι ίδιοι βιομήχανους-υπαλλήλους. Κράτησε δηλαδή η Coca Cola τη συνταγή της ως κεφάλαιο κι έψαχνε συνεταίρους. Αυτή “έβαζε” ως κεφάλαιο τη συνταγή της και ο συνέταιρος “έβαζε” το εργοστάσιο. Είχε τον πλούτο ακόμα και να επιδοτήσει τους συνεταίρους της, ώστε να χτίσουν τα εργοστάσιά τους. Από εκεί και πέρα το πρόβλημα με τους εμπόρους το είχαν οι νεοβιομήχανοι και όχι οι κεφαλαιοκράτες της τεχνογνωσίας. Τους Αμερικανούς δεν τους ένοιαζε πλέον αν οι νέοι βιομήχανοι στα διάφορα κράτη μπορούσαν να επιβιώσουν ή όχι. Αυτό ήταν δικό τους πρόβλημα. Οι βιομήχανοι “ζητούσαν” από τους Αμερικανούς τη τεχνογνωσία ενός κορυφαίου προϊόντος και οι ίδιοι έπρεπε να γνωρίζουν αν μπορούσαν να το παράγουν ή όχι. Οι Αμερικανοί θα έπαιρναν τα κέρδη τους χωρίς κανένα άγχος και χωρίς καμία επένδυση στην παραγωγή. Οι Αμερικανοί, από εκείνο το σημείο κι έπειτα, θα επένδυαν μόνον στην ανάπτυξη της γνώσης, που θα τους προστάτευε από τους αντιπάλους που διαχειρίζονταν ανάλογο κεφάλαιο. Οι ισχυρότεροι και πλουσιότεροι των κεφαλαιοκρατών άρχισαν να δίνουν τη “μάχη” τους μέσα στα επιστημονικά εργαστήρια και όχι στην αγορά. Δεν είχαν λόγους να ενδιαφέρονται για την αγορά, εφόσον αυτή ήταν εκ των δεδομένων “κτήμα” τους.
Η αγορά παραδόθηκε στα χέρια των νέων εργοστασιαρχών και των εμπόρων, που είτε παρήγαγαν είτε εμπορεύονταν αμερικανικά προϊόντα. Η σύγκρουσή τους ήταν αυτή που οδήγησε στην αποβιομηχάνιση της Δύσης. Από τη στιγμή που τα μονοπώλια της τεχνογνωσίας δεν είχαν πρόβλημα να δώσουν τη γνώση τους σ’ οποιονδήποτε βιομήχανο και σ’ οποιοδήποτε σημείο του πλανήτη, τα πάντα ήταν προδιαγραμμένα. Το περιορισμένο κέρδος των βιομηχάνων και οι αδίστακτοι έμποροι ήταν θέμα χρόνου να καταστρέψουν τον εργάτη στις ανεπτυγμένες χώρες, ο οποίος ήταν πλέον πολύ ακριβός. Ήταν θέμα χρόνου να μετακινηθεί η παραγωγή στις χώρες όπου οι βιομήχανοι μπορούσαν να συμπιέσουν το κόστος παραγωγής στο ελάχιστο. Στις χώρες όπου κάποιοι δουλεύουν με αμοιβές δούλων. Μόνον εκεί μπορούσαν οι βιομήχανοι να επιβιώσουν, χωρίς να απειλούνται από τους εμπόρους. Μόνον σε συνθήκες οριακού κόστους παραγωγής επιβιώνουν πλέον οι παραγωγοί. Οι έμποροι μόνον αυτούς δεν μπορούν ν’ απειλήσουν, γιατί, αν “κλείσουν” κι αυτοί, δεν θα υπάρχει καθόλου παραγωγή και άρα μαζί με τους παραγωγούς “πεθαίνουν” και οι έμποροι. Μπορεί να υπάρξει έμπορος, χωρίς να υπάρχει προϊόν;
Εξαιτίας όλων αυτών των αλλαγών στο κεφάλαιο που προσφέρει κέρδος, έγινε το “παράδοξο” φαινόμενο οι ισχυρότεροι κεφαλαιοκράτες να ταυτιστούν με τους εμπόρους και να γίνουν όλοι έμποροι του “αέρα” έμποροι της “γνώσης”. Απλά οι πρώτοι εμπορεύονταν τεχνογνωσία, ενώ οι δεύτεροι τη γνώση της αγοράς. Οι πρώτοι προστατεύονταν από την πνευματική ιδιοκτησία, ενώ οι δεύτεροι από τ’ αποκλειστικά δικαιώματα αντιπροσώπευσης. Αυτοί είναι οι μισητοί πλέον έμποροι-μονοπώλια, που συνεργάστηκαν στη συνέχεια με τους πολιτικούς και πέταξαν στα σκουπίδια τους εθνικούς βιομηχάνους —πρώην συνεργάτες τους— και τους εργάτες. Οι “έμποροι” έχουν πλέον τη γνώση και παριστάνουν τους μεγιστάνες, εμπορευόμενοι “αέρα”. Προστατεύονται από τα “δικαιώματα” που ο καθένας απ’ αυτούς έχει ανάγκη, για να μην κινδυνεύει από τους εχθρούς τους. Εχθρός τους δεν είναι πλέον εκείνος που καταστρέφει εργοστάσια ή κλέβει προϊόντα. Εχθρός είναι εκείνος που “αντιγράφει” προϊόντα ή εμπορεύεται προϊόντα, “παρακάμπτοντας” τους τοπικούς αποκλειστικούς αντιπροσώπους.
Αυτοί οι κύριοι του “αέρα” και οι πολιτικοί είναι που φταίνε για όλα τα δεινά της ανθρωπότητας. Αυτοί που σχεδίασαν το σύστημα το οποίο οδήγησε στην αποβιομηχάνιση του δυτικού κόσμου. Το κεφάλαιο πάντα βρίσκει διόδους διαφυγής για να προστατευτεί. Ήταν θέμα χρόνου να μετατραπεί από κεφάλαιο-βιομηχανία σε κεφάλαιο-γνώση. Όταν τη “δυσκίνητη” βιομηχανία την κάνεις “κινητή” και την πιέζεις, είναι θέμα χρόνου αυτή να γίνει “αέρας”. Αυτός που σχεδιάζει το σύστημα φταίει για οτιδήποτε άσχημο προκαλείται από το κεφάλαιο. Δεν φταίει το ποτάμι που πνίγει μια πόλη. Φταίει αυτός που σχεδίασε, είτε την πόλη σε λάθος σημείο είτε την κήτη του καναλιού σε λάθος κατεύθυνση.
Οι Έλληνες έχουν πολλές διαφορές να λύσουν με τους πολιτικούς τους και τους “διαπλεκόμενους”. Οι Έλληνες πολιτικοί δεν είναι βέβαια εκείνοι που σχεδίασαν τη λειτουργία του παγκοσμίου οικονομικού συστήματος με τα σημερινά απάνθρωπα και άδικα χαρακτηριστικά. Είναι όμως αυτοί που προσπάθησαν να εκμεταλλευτούν αυτό το σχεδιαστικό λάθος υπέρ των συμφερόντων τους. Δεν προσπάθησαν ν’ αμυνθούν υπέρ του ελληνικού λαού και να τον προστατεύσουν, παρά προσπάθησαν να πιάσουν τα “πόστα”. Είναι αυτοί, που, μόλις είδαν το καράβι της ελληνικής οικονομίας να μπάζει “νερά”, δεν προσπάθησαν —στεγανοποιώντας το— να το σώσουν. Έβγαλαν τις “τάπες”, για να βουλιάξει, έχοντας εξασφαλίσει μόνον για τους εαυτούς τους τη μετακίνηση στα “ασφαλή” “καράβια” των μονοπωλίων.
Μόλις άρχισε να καταρρέει η παραγωγή από τη διείσδυση των “υπερπροϊόντων” των μονοπωλίων, οι κλέφτες δεν έσωσαν την τοπική παραγωγή, παρά πήραν την αποκλειστική αντιπροσώπευση αυτών των προϊόντων. Βλέποντας το υψηλό κέρδος που τους πρόσφεραν οι πολυεθνικές, δεν θέλησαν να δοκιμάσουν τη λύση του προστατευτισμού, γιατί ήθελαν να επωφεληθούν εις βάρος των Ελλήνων βιομηχάνων. Μόλις είδαν ότι τους συμφέρει να γίνουν αποκλειστικοί αντιπρόσωποι των μονοπωλίων, εγκατέλειψαν τους Έλληνες στην τύχη τους. Τους πέταξαν απροετοίμαστους στον ωκεανό της παγκοσμιοποίησης και τους έδωσαν “συμβουλές” για το πώς να γίνουν ανταγωνιστικοί. Είναι σαν να σε πετάει κάποιος στη θάλασσα και να σου δίνει επ’ αμοιβή τη συμβουλή ότι πρέπει να κολυμπήσεις. Γιατί όμως να τον πληρώσεις για τέτοιου είδους συμβουλή; Είσαι βλάκας και δεν μπορείς να καταλάβεις από μόνος σου τι πρέπει να κάνεις; Γιατί πληρώνουμε τους Έλληνες πολιτικούς; Για να μας πουν ότι πρέπει να είμαστε καλύτεροι για να επιβιώσουμε; Δεν το γνωρίζουμε αυτό από μόνοι μας, όταν κάθε στιγμή βιώνουμε την άβυσσο μέσα στην οποία μας “πετούν”; Πληρώνουμε κάποια εκατομμύρια στον κάθε γελοίο πολιτικό, για να μας πει αυτό που αντιλαμβανόμαστε από μόνοι μας; Τα εκατομμύρια τα πληρώνουμε για να μην “μπούμε” στην Άβυσσο. Γι’ αυτό τους πληρώνουμε τους πολιτικούς.
Ο αναγνώστης εύκολα πλέον αντιλαμβάνεται τα όσα είπαμε σε άλλο σημείο περί ψήφου. Μ’ αυτό το όπλο πρέπει να “εκτελέσει” όλους τους σημερινούς πολιτικούς. Με τη γνώση του πρέπει να θέσει τις προδιαγραφές που θέλει για το πώς πρέπει να λειτουργεί το κράτος κι από εκεί και πέρα να ψηφίσει αυτούς που θα θελήσουν ν’ αναλάβουν να φέρουν εις πέρας αυτήν τη διαταγμένη αποστολή. Οι πολιτικοί, δηλαδή, που πρέπει να ψηφίσει ο ελληνικός λαός, είναι αυτοί που θ’ αγωνιστούν εντός της ευρωπαϊκής ένωσης για να “κλείσει” η αγορά της. Αν δεν το καταφέρουν αυτό —σε περίπτωση που οι Ευρωπαίοι ηγέτες κι επίσης δούλοι των πολυεθνικών δεν το επιθυμούν— να “κλείσουν” την ελληνική αγορά. Όποιος θέλει να πουλάει προϊόντα εντός της Ελλάδος, να τα κατασκευάζει και εντός της Ελλάδος. Δεν μας ενδιαφέρει η εθνικότητά του, η θρησκεία του ή η ιδεολογία του. Μας ενδιαφέρει να εισπράττει αυτός το κέρδος που επιθυμεί, αλλά να εργάζονται οι Έλληνες.
Το ίδιο μας ενδιαφέρει να γίνει και στην υπόλοιπη Ευρώπη. Το ίδιο πρέπει να γίνει και στην Τουρκία, στην Κίνα κι οπουδήποτε υπάρχει οικονομικό σύστημα, που μπορεί να ορίσει τους κανόνες της παραγωγής εντός της επικράτειάς του. Όλους εμάς τους ανθρώπους μας ενδιαφέρει να έχουν όλοι οι άνθρωποι δουλειά και ν’ απολαμβάνουν τα καταναλωτικά προϊόντα που επιθυμούν. Χαρά θα είναι για εμάς τους Έλληνες να βρούμε τη λύση και ν’ απολαύσουν καί οι Τούρκοι καί οι Αλβανοί και όλοι οι γείτονές μας τους καρπούς αυτής της λύσης.
Έφτασε η ώρα να καταλάβουν άπαντες ότι και ο εργάτης έχει δικαίωμα στη ζωή. Ο εργάτης δεν είναι το ζώο που απλά πρέπει να εργαστεί για να τραφεί. Ο εργάτης πρέπει να έχει τη δυνατότητα να καταναλώνει το σύνολο των προϊόντων που ενδιαφέρουν τον άνθρωπο αυτά δηλαδή που σήμερα απολαμβάνουν μόνον οι πλούσιοι. Έφτασε η ώρα να γίνει το Ferrari το προσωπικό αυτοκίνητο του νεαρού εργάτη. Σήμερα αυτό δεν είναι δυνατόν να πραγματοποιηθεί ούτε στη φαντασία του. Το σύστημα, για ένα “μάτσο παλιοσίδερα”, ζητά από τον εργάτη να εργάζεται εκατό χρόνια ώστε να τ’ αποκτήσει. Τόσο θέλει ο μέσος Έλληνας εργάτης για ν’ αποκτήσει ένα Ferrari. Εμείς θεωρούμε ότι έφτασε η εποχή να το απολαύσει, όπως πρέπει ν’ απολαύσει και το σύνολο των ανάλογων προϊόντων. Βέβαια, όχι μόνον ο Έλληνας εργάτης, αλλά και ο Τούρκος και ο Ιταλός και όλοι αυτοί που “διψούν” για ποιότητα κι εφαρμοσμένη υψηλή τεχνολογία.
Επειδή αυτά που λέμε είναι πρωτόγνωρα και πιθανόν ο αναγνώστης να παρεξηγήσει, χρήσιμο είναι να πούμε το εξής: Μιλάμε πάντα για προϊόντα του δευτερογενή τομέα. Μιλάμε για προϊόντα που κατασκευάζει ο εργάτης στα εργοστάσια. Εξαιτίας των γενικότερων συνθηκών και της φτώχειας, όταν ένας σύγχρονος εργάτης ακούει για Ferrari, σκέφτεται αμύθητο πλούτο, χλιδές και κεφάλαιο. Αυτό είναι λάθος. Όλα αυτά αφορούν προϊόντα που η αξία τους δεν οφείλεται στην παραγωγή, παρά στη σπανιότητά τους. Τα διαμάντια, τα ρουμπίνια και ο χρυσός είναι για παράδειγμα τέτοιου είδους προϊόντα. Είναι προϊόντα, που, πέρα από το γεγονός ότι δεν έχουν καμία πρακτική αξία, δεν φτάνουν για όλους. Ό,τι δεν φτάνει για όλους, ευνόητο είναι ότι θα το “απολαμβάνουν” μόνον οι πλούσιοι. Άσχετα δηλαδή με το αν προσφέρουν πραγματική απόλαυση ή υπηρετούν ματαιοδοξίες, δεν μπορούν να φτάσουν για όλους. Η “Tzιokonda” του Da–Vinci είναι ένα μοναδικό προϊόν, που εκ των δεδομένων δεν μπορεί να το έχει ο καθένας στον τοίχο του σαλονιού του.
Το Ferrari όμως δεν ανήκει σ’ αυτήν την κατηγορία προϊόντων. Τα προϊόντα τού δευτερογενή τομέα είναι δημιουργήματα από ευτελή υλικά, που φτάνουν για όλους. Τη μοναδική τους αξία ή γοητεία την οφείλουν στην ευφυΐα που κρύβεται μέσα στην κατασκευή τους. Ποιος εργάτης δεν μπορεί ν’ αγοράσει τρεις μεταλλικές ξυλόσομπες, πέντε κουφώματα αλουμινίου, τέσσερα δερμάτινα μπουφάν και δέκα πλαστικούς κουβάδες; Όλοι μπορούν ν’ αγοράσουν αυτά τα προϊόντα, γιατί τα υλικά από τα οποία κατασκευάζονται φτάνουν για όλον τον κόσμο. Αυτά τα ίδια υλικά, εξαιτίας της ευφυΐας του ανθρώπου, μπορούν να γίνουν Ferrari. Τι υλικά έχει μέσα του το Ferrari; …Ένα μεταλλικό πλαίσιο κι ένα μεταλλικό αμάξωμα. Έναν αλουμινένιο κινητήρα, τζάμια, δερμάτινο σαλόνι και μερικά κιλά πλαστικού. Το Ferrari δεν είναι ένα ολόχρυσο στέμμα γεμάτο διαμάντια, που λόγω υλικών δεν μπορεί να τ’ αγοράσει κανείς. Βλέπουμε δηλαδή ότι η σημερινή απαγορευτική τιμή του για τον εργαζόμενο είναι αποτέλεσμα κάποιων επιλογών του συστήματος, που δεν έχουν καμία σχέση με αντικειμενικά εμπόδια που το κάνουν απρόσιτο. Κάποιοι, δηλαδή, επέλεξαν να κάνουν το Ferrari μυθικό προϊόν κι αυτό δεν οφείλεται σε κάποια μυθικά υλικά. Κάποιοι αποφάσισαν να μην επιτρέψουν ποτέ στον εργαζόμενο ν’ αποκτήσει προϊόντα, που αντικειμενικά δεν υπάρχει κανένας λόγος να στερείται.
Ο αναγνώστης, με βάση αυτά που είπαμε, μπορεί να καταλάβει ποιοι φταίνε για τις στερήσεις της κοινωνίας σε πραγματικά ποιοτικά προϊόντα: Οι μεγαλοαστοί και οι έμποροι οι “αεριτζήδες”, που, για να γίνουν πλούσιοι, κατακλέβουν τον κόσμο. Ακριβώς, επειδή είναι “αεριτζήδες” και δεν διαθέτουν πραγματικό κεφάλαιο, βάζουν στη “μέση” τους πραγματικούς κεφαλαιοκράτες και τους “γδύνουν”. Τους “γδύνουν” από τον πλούτο που παράγει το κεφάλαιό τους. Μέσω των φόρων, που δήθεν παίρνονται στο όνομα των λαών και υποτίθεται υπέρ των συμφερόντων του, βασανίζονται οι πάντες. Μέσω των υψηλών φόρων οι “σωτήρες” εξασφαλίζουν τους μισθούς τους. Από την άλλη πλευρά οι έμποροι, βασιζόμενοι στη μοναδική ομορφιά κι αξία ορισμένων προϊόντων, στηρίζουν ένα οικονομικό σύστημα, που τους προσφέρει τη δυνατότητα να εκμεταλλεύονται οικονομικά την ανθρώπινη ευφυΐα και δημιουργία.
Το Ferrari, για παράδειγμα, είναι ένας ύμνος της ανθρώπινης ευφυΐας και της ανθρώπινης αισθητικής. Φτιάχτηκε από ανθρώπους, για να “μεθύσουν” άνθρωποι από τη “γεύση” του. Δεν φτιάχτηκε για να “κονομάνε” οι έμποροι και να εκπορνεύουν την κοινωνία οι πλούσιοι παλιόγεροι. Όλο το “παιχνίδι” των ισχυρών αυτού του κόσμου γύρω από την ανθρώπινη δημιουργία “παίζεται”. Μετατρέπουν τα ανθρώπινα δημιουργήματα σε “σύμβολα”, για να τα εκμεταλλεύονται. Ο έμπορος για να κονομήσει, ο μεγαλοαστός για ν’ αυξήσει τα έσοδα του κράτους που τον πληρώνει και ο πλούσιος γέρος για να βρίσκει νεαρές ερωμένες. Το προϊόν-“σύμβολο” βολεύει τους πάντες. Το επιθυμούν δισεκατομμύρια ανθρώπων και το αποκτούν ελάχιστοι. Μετατρέπουν ένα προϊόν ευτελών υλικών σε ένα σπάνιο φαινόμενο της φύσης.
Πρέπει να μάθουμε επιτέλους τι είναι φυσικά σπάνιο —και άρα απρόσιτο για τους απλούς εργαζόμενους— και τι όχι. Δεν πρέπει να παγιδευόμαστε από τους πονηρούς. Μοναδικό και ακριβό είναι ένα διαμέρισμα στην Piazza Venezia και όχι το διαμέρισμα ως κατασκευή. Μοναδικό και άρα πανάκριβο είναι ένα συγκεκριμένο Ferrari που κέρδισε ένα πρωτάθλημα και όχι τα πανομοιότυπα μ’ αυτό Ferrari. Για όσο διάστημα δεν καταλαβαίνουμε τις διαφορές μεταξύ των πραγματικών δεδομένων, οι πονηροί θα μας προσφέρουν “φύκια για μεταξωτές κορδέλες”. Ποτέ δεν θ’ απολαύσουμε τις “μεταξωτές κορδέλες”, όπως δικαιούται να τις απολαύσει ο κάθε άνθρωπος. Δισεκατομμύρια ανθρώπων ονειρεύονται ένα Ferrari, που είναι μια μεταξωτή κορδέλα. Όμως, εξαιτίας των πονηρών, οι άνθρωποι “βολεύονται” με τα ακριβά “φύκια” της Fiat ή της Volkswagen. Οι “πονηροί” δημιουργούν τις συνθήκες, που κάνουν το Ferrari των ευτελών υλικών απαγορευτικό. Τα Ferrari, που επιθυμούν τα δισεκατομμύρια των ανθρώπων, δεν είναι διαθέσιμα σ’ αυτούς. Αυτά που κατασκευάζονται ετησίως δεν ξεπερνούν τα 6000 αυτοκίνητα. Από αυτήν την κολοσσιαία διαφορά μεταξύ παραγωγής και ζήτησης επωφελούνται όλα τα “σκουπίδια” της κοινωνίας. Εμείς λέμε ότι το Ferrari —και το κάθε προϊόν-“Ferrari” στον τομέα του— να κατασκευάζεται μέσα στην κάθε χώρα, για να εξυπηρετεί τις πραγματικές ανάγκες της αγοράς και όχι τους “άρρωστους” της κοινωνίας. Να κατασκευάζονται τα πάντα μαζικά και να μην δημιουργούνται “απρόσιτες” αγορές για τον απλό άνθρωπο που εργάζεται.
Μόνον έτσι μπορούμε να ελπίζουμε σε μια καλύτερη κοινωνία. Η κοινωνία δεν ωφελείται με προϊόντα-“σύμβολα”, που “σπρώχνουν” τους νέους στη θυσία τής “επιτυχίας”, η οποία θ’ αποφέρει τον απαραίτητο πλούτο για την εξαγορά των “συμβόλων”. Δεν πρέπει ν’ αγωνίζεται ο νέος για ν’ αποκτήσει ένα Ferrari, που θα το “απολαύσει” γέροντας. Αν εξαλειφθεί ο παράγων “εμπόριο” από τη σύγχρονη οικονομία, είναι αδύνατον να μην υπάρξουν αλυσιδωτές αντιδράσεις που θα υπηρετήσουν τον άνθρωπο. Είναι αδύνατον η πτώση των “αεριτζήδων” τής οικονομίας να μην παρασύρει σε πτώση όλους τους ομοίους τους από τους πολιτικούς μέχρι τον τελευταίο καραγκιόζη που ερμηνεύει όνειρα. Όλους αυτούς που βασίζονται στη γνώση τους, για να εκμεταλλεύονται την ανθρώπινη κοινωνία.
Ο εργάτης δεν θα “μπει” στην επόμενη χιλιετία σαν φτωχός συγγενής. Θα “μπει” με ιδιόκτητο πολυτελές σπίτι, οδηγώντας Ferrari και φορώντας κοστούμι Armani. Όλοι οι αμπελοφιλόσοφοι, που υποτιμούν δήθεν τα υλικά αγαθά για τ’ “ανώτερα”, ας μιμηθούν τον Διογένη, αγοράζοντας ένα πιθάρι για κατοικία. Ας αγοράσουν Fiat κι ας ντύνονται με παρτάλια. Ανάμεσα σ’ αυτούς τους υποκριτές θα βρεις και τους ιερείς, που μέσα από τα Mercedes κηρύττουν στους φτωχούς τη “σωτηρία της ψυχής” και την “ασημαντότητα” των υλικών αγαθών. Κανένας βέβαια δεν αμφισβητεί την ανυπέρβλητη αξία της “σωτηρίας της ψυχής”. Είναι όμως υποκριτής όποιος αμφισβητεί και την αξία των υλικών αγαθών. Ο εργάτης δεν θα είναι ποτέ πια ο φτωχός συγγενής. Δεν θα κατασκευάζει πολυτελή προϊόντα σε βρόμικα εργοστάσια μόνον για τους πλούσιους. Θα κατασκευάζει πολυτελή προϊόντα σε οικολογικής σχεδιάσεως εργοστάσια, που θα μπορεί να τ’ αγοράζει και ο ίδιος. Απλά, το μόνο που πρέπει να κάνει, είναι ν’ αγωνιστεί με τα μέσα που του δίνει η υπάρχουσα δημοκρατία. Δεν χρειάζεται να πάρουμε τα όπλα. Αρκεί η ψήφος και όλοι θα πάνε στο διάολο.
Σ’ αυτό το σημείο εμφανίζεται και η σημαντικότητα των βιομηχάνων, που μπορούν να παίξουν τον σημαντικό τους ρόλο. Σήμερα, όπως έχει διαμορφωθεί η κατάσταση, οι βιομήχανοι είναι εκτός “παιχνιδιού”. Αυτό συμβαίνει, γιατί —όπως είδαμε— τους “έβγαλαν” από την αγορά οι “διαπλεκόμενοι” και οι δούλοι τους οι πολιτικοί. Αυτό που μπορούν να κάνουν οι βιομήχανοι είναι το εξής: Γνωρίζοντας τους πολιτικούς, που κάποτε τους “έγλειφαν” και τους ίδιους, μπορούν να τους καταστρέψουν. Μπορούν να προτείνουν νέα κυβερνητικά σχήματα, που θα λάβουν τ’ απαραίτητα μέτρα προστατευτισμού. Ο κόσμος θα ψηφίσει απλά τις επιλογές των βιομηχάνων. Θα ψηφίσει μία κυβέρνηση που θα βάλει έναν “απίθανο” φόρο στα εισαγόμενα προϊόντα του δευτερογενή τομέα. Έναν φόρο για παράδειγμα 1.000.000 %. Μ’ αυτό το μέτρο θα ξεκαθαρίσει η αγορά, ώστε να μπορούμε να την επανασχεδιάσουμε σε “λευκό χαρτί”.
Από εκεί και πέρα οι τοπικοί βιομήχανοι να έρθουν σ’ επαφή με τους ίδιους τους ιδιοκτήτες των μονοπωλίων, ώστε να γίνουν συνέταιροι στην τοπική παραγωγή και άρα συνέταιροι στα κέρδη. Να έρθουν σ’ επαφή με τους ιδιοκτήτες και όχι με τους τοπικούς αντιπροσώπους, με τους οποίους έχουν ανυπέρβλητες διαφορές. Να γίνουν πραγματικοί συνέταιροι με τα μονοπώλια και να σταματήσει η πρακτική του “φασόν”. Τι θα πει όμως πραγματικοί συνέταιροι; Είναι συνέταιροι δύο άνθρωποι, όταν ο ένας “βάζει” τη γνώση και λέει στον άλλο ότι πρέπει να “κόψει” το λαιμό του για να γίνει ανταγωνιστικός; Ο βιομήχανος βάζει στον συνεταιρισμό το εργοστάσιο και τη γνώση του. Η γνώση του έχει σχέση με το εργατικό δίκαιο, τη διοίκηση της επιχείρησης, το δίκτυο της διάθεσης της παραγωγής κλπ.. Ο συνέταιρος αυτού του ανθρώπου δεν μπορεί να βάλει ως μερίδιο στον συνεταιρισμό μόνον την τεχνογνωσία. Θα βάλει την τεχνογνωσία κι επιπλέον ένα ανάλογο ποσό με την αξία του εργοστασίου. Σήμερα αυτό δεν συμβαίνει. Οι “ισχυροί” βάζουν την τεχνογνωσία και από εκεί και πέρα δεν τους ενδιαφέρει τι κάνει ο βιομήχανος και πώς αυτός επιβιώνει. Το πρόβλημα είναι ότι μέχρι να “βγει” ο βιομήχανος από την αγορά, “βασανίζει” τους εργάτες. Αυτά όλα δεν πρέπει να ξανασυμβούν.
Εδώ θα αναρωτηθεί κάποιος αν είναι δυνατόν να τα δεχτούν αυτά οι πολυεθνικές. Αυτά θα τα δεχτούν γιατί δεν έχουν άλλες επιλογές. Βαδίζουμε ολοταχώς προς ένα παγκόσμιο κραχ, που θα έχει απρόβλεπτες συνέπειες. Το κραχ καταστρέφει τους πλουτοκράτες και όχι τους κεφαλαιοκράτες του υλικού κεφαλαίου. Καταστρέφει δηλαδή αυτούς που έχουν “χαρτιά” τα οποία αντιπροσωπεύουν πλούτο είτε αυτά είναι χρήματα είτε μετοχές είτε “πατέντες”. Το κραχ δεν καταστρέφει ούτε το κεφάλαιο-γη ούτε το κεφάλαιο-εργοστάσιο ως κατασκευή. Αν γίνει κραχ, κανένας δεν γνωρίζει αν μετά απ’ αυτό υπάρχουν πνευματικά δικαιώματα και άρα οι πνευματικές ιδιοκτησίες. Κανένας δεν γνωρίζει αν οι βιομήχανοι —πάνω στην απελπισία του κόσμου— θα σεβαστούν τα πνευματικά δικαιώματα ή θ’ αρχίσουν ν’ αντιγράφουν.
Σήμερα, αυτό που προτείνουμε είναι ευνοϊκό για όλους. Οι πλουτοκράτες μπορούν να “μεταφράσουν” τον άχρηστο κι επικίνδυνο πλούτο που έχουν συσσωρεύσει σε πραγματικό κεφάλαιο. Μπορούν να γίνουν συνιδιοκτήτες σε άπειρα πραγματικά εργοστάσια. Σήμερα τους δίνεται ευκαιρία να κεφαλαιοποιήσουν τον πλούτο τους, ενώ αύριο δεν γνωρίζει κανένας τι θα συμβεί. Πρέπει να πάρουν απόφαση να εγκαταλείψουν τους συμμάχους τους τούς εμπόρους και να γίνουν βιομήχανοι.
Αφού συμβούν αυτά, πρέπει ν’ αλλάξει το σύνολο της φιλοσοφίας πάνω στην παραγωγή και τη διάθεση των προϊόντων. Από τη στιγμή που τα νικητήρια μονοπώλια γίνονται βιομήχανοι, δεν υπάρχει το πρόβλημα του ανταγωνισμού. Ο ανταγωνισμός είναι αυτός που αδικεί τους εργάτες, δημιουργεί εργοστάσια που μολύνουν το περιβάλλον και συγκεντρώνει την παραγωγή στα μεγάλα αστικά κέντρα. Χωρίς τον ανταγωνισμό η παραγωγή θα διασπαρθεί ομοιόμορφα στον χώρο. Τα εργοστάσια μπορούν να γίνουν “καθαρά” και οι εργάτες να εισπράττουν τους μισθούς που δικαιούνται.
Μαζί με την αλλαγή στον σχεδιασμό της παραγωγής, θα πρέπει να πραγματοποιηθούν και μερικές αλλαγές που αφορούν τα ίδια τα προϊόντα. Αλλαγές, που θα έχουν ως στόχο να φέρουν την “τάξη” τόσο στην παραγωγή όσο και στην αγορά. Το κάθε προϊόν θα πρέπει να συνοδεύεται από ένα δελτίο ταυτότητας. Πάνω σ’ αυτό το δελτίο ν’ αναγράφεται το ποσόν που κόστισε η δημιουργία του προϊόντος (υλικά, ενέργεια κλπ.) και το σύνολο των εργατοωρών που απαίτησε η κατασκευή του. Το συνολικό αυτό ποσό, προσαυξημένο με το τρέχον επιτόκιο των τραπεζών, θα προσδιορίζει την τιμή βάσης του προϊόντος. Αυτό έχει το εξής νόημα: Ο καταναλωτής πρέπει να εκπαιδευτεί με βάση τα πραγματικά δεδομένα και να ξεχάσει τα όσα γνώριζε μέχρι τώρα. Οι σημερινοί καταναλωτές, έχοντας παγιδευτεί από τους εμπόρους, έχουν συνηθίσει στην ιδέα του “παζαριού”. Αυτό είναι μία βάρβαρη συνήθεια απολίτιστων ανθρώπων, που προέκυψε από την αυθαιρεσία των εμπόρων.
Οι έμποροι, εκμεταλλευόμενοι τις ανάγκες της αγοράς, προσδιορίζουν αυθαίρετα τις τιμές κι αυτή η αυθαιρεσία οδηγεί στην αυθαιρεσία του καταναλωτή. Οι έμποροι με τις αυθαιρεσίες τους μετατρέπουν την οικονομία σε “ζούγκλα” και σ’ αυτήν την κατάσταση παρασέρνουν και τους καταναλωτές. Η οικονομία δεν είναι “ζούγκλα”. Όταν η οικονομία γίνεται “ζούγκλα”, μετατρέπει και το σύνολο της κοινωνίας σε “ζούγκλα”. Στην οικονομία πρέπει να υπάρχει τάξη. Στην οικονομία υπάρχει προϊόν, παραγωγός, εργάτης, κέρδος, μισθός κλπ.. Όταν απειλείται κάτι απ’ όλα αυτά, ακολουθεί το χάος. Το χάος ευνοεί τα θηρία και τέτοια θηρία είναι οι έμποροι. Μέσα σ’ αυτές τις συνθήκες επιβιώνει ο πιο ισχυρός και ο πιο αδίστακτος. Μέσα στη “ζούγκλα” δεν υπάρχει ηθική και δεν υπάρχει αλήθεια. Ο καθένας με στόχο το κέρδος κάνει ό,τι θέλει, αδιαφορώντας για τον άλλο. Μέσα στη “ζούγκλα” ισχύει το γνωστό …”ο θάνατός σου …η ζωή μου”.
Ο έμπορος είναι αυτός που για το κέρδος θα πατήσει πρώτος επί πτωμάτων. Ο έμπορος εμφανίζει υψηλές τιμές, για να κάνει μεγάλες εκπτώσεις. “Πνίγει” την αγορά, πουλώντας προϊόντα κάτω του κόστους, για να εξοντώσει τους παραγωγούς. Όταν αυτοί εξοντωθούν, αυτά τα ίδια προϊόντα ακριβαίνουν. Κανένας δεν γνωρίζει πόσο κοστίζει η παραγωγή ενός προϊόντος και ποιο είναι το κέρδος του εμπόρου. Κανένας δεν γνωρίζει πόσες θέσεις εργασίας της τοπικής παραγωγής “κοστίζει” ένα προϊόν που εισήχθη από τρίτη χώρα. Ποιο το όφελος αυτής της εισαγωγής; Ένα ελάχιστο κέρδος για τον καταναλωτή, που βέβαια δεν είναι και ό,τι πιο καθοριστικό έχει συμβεί στη ζωή του. Με προσφορές δώρων, εκπτώσεις κλπ., έχουν βάλει και τον καταναλωτή στο παιχνίδι τους. Ψάχνει ο καταναλωτής δώρα, προσφορές κλπ. και δεν σκέφτεται ότι όλα αυτά τα δώρα κάποιοι τα κατασκεύασαν και ότι αυτοί θα πρέπει να πληρωθούν. Πρέπει να πληρωθεί ο εργάτης για την εργασία του και πρέπει να πληρωθεί ο κατασκευαστής για τα χρήματα που επένδυσε, ώστε να υπάρξει το προϊόν.
Ο έμπορος μ’ όλους αυτούς έχει συγκρουόμενα συμφέροντα. Το κέρδος του μεγιστοποιείται, όταν αυτοί αδικούνται. Ο έμπορος εξοντώνει τους κατασκευαστές κι αυτοί —στην αγωνία τους να ρευστοποιήσουν τα χρήματα που έχουν “κλείσει” στην παραγωγή— πουλάνε κάτω από το κόστος. Όταν όμως πουλάς κάτω από το κόστος, δεν “βάζεις” εκ νέου χρήματα στην παραγωγή. Αυτό όμως σημαίνει ότι θ’ απολύσεις τους εργάτες σου. Ο παραγωγός είναι αναγκασμένος να τους απολύσει, γιατί δεν μπορεί ν’ αντέξει τη συνεχή οικονομική αιμορραγία.
Αντίθετα οι έμποροι ακολουθούν στρατηγικές, που τη φαινομενική ζημιά τη μετατρέπουν σε επένδυση. Όταν, για παράδειγμα, πουλάνε στη λιανική προϊόντα σε χαμηλότερη τιμή από το κόστος αγοράς, έχουν ζημιά, αλλά αυτή η ζημιά είναι επένδυση. Μπορούν να καταστρέψουν ανά πάσα στιγμή τον οποιονδήποτε παραγωγό στέκεται εμπόδιο στα σχέδιά τους. Πουλάνε μια παρτίδα προϊόντων με ζημιά και, όταν πηγαίνουν ν’ “αγοράσουν” εκ νέου τα ίδια προϊόντα από τους παραγωγούς, συμπιέζουν το κέρδος του παραγωγού με το επιχείρημα της τιμής που κυριαρχεί στην αγορά και που βέβαια οι ίδιοι διαμόρφωσαν.
Οι παραγωγοί σ’ αυτήν την περίπτωση είναι εξαιρετικά ευάλωτοι. Μία και μόνο φορά να πουλήσουν κάτω από το κόστος, μπορεί να καταστραφούν. Όμως, το ακόμα χειρότερο τους περιμένει αν αντισταθούν. Αν αντισταθούν, θα μείνουν με την “παραγωγή” στα χέρια και δεν θα μπορούν να την “ξεφορτωθούν”. Ο χρόνος λειτουργεί εις βάρος τους. Τα επιτόκια των παραγωγικών δανείων “τρέχουν” και οι “έμποροι”-τραπεζίτες τους περιμένουν στη “γωνία”. Από την άλλη πλευρά οι έμποροι ανταγωνιστές τους, ελέγχοντας τους ρυθμούς της “μόδας”, γρήγορα μετατρέπουν την υπερπολύτιμη “παραγωγή” σε σκουπίδια. Κατ’ αυτόν τον τρόπο ο παραγωγός δεν κινδυνεύει να χάσει μόνον το κέρδος του, αλλά κινδυνεύει να χάσει ό,τι έχει και δεν έχει.
Οι έμποροι-“τέρατα” “κλείνουν” σπίτια για το κέρδος τους. Αν γνωρίζει ο αναγνώστης πώς λειτουργεί η αγορά, εύκολα αντιλαμβάνεται ότι αυτό το “κλείσιμο” είναι ο στόχος τους. Αν καταστραφούν οι παραγωγοί, οι έμποροι “κληρονομούν” το σύνολο της αγοράς, το οποίο προηγουμένως μοιραζόταν μαζί με τους παραγωγούς. Αν εξοντωθούν οι τοπικοί παραγωγοί, η κληρονομιά είναι μόνιμη για τους εμπόρους των οριακά φθηνών εισαγομένων προϊόντων. Ακόμα κι η εξουσία δεν μπορεί να δράσει παρεμβατικά, εφόσον, την ίδια ώρα που υπάρχουν οι ανάγκες που καλύπτουν αυτά τα προϊόντα, οι τοπικές δυνάμεις της παραγωγής έχουν καταστραφεί. Γι’ αυτόν τον λόγο αντιλαμβανόμαστε ότι η “ζημιά” τους είναι επένδυση.
Συγκρούονται με άνισους όρους με τους παραγωγούς, γιατί η παραγωγή είναι πολυέξοδη κι επιπλέον δεν επιτρέπει άμεση αλλαγή πλεύσης. Δεν μπορεί ο παραγωγός να μετακινηθεί από τη μία στιγμή στην άλλη σε παραγωγό διαφορετικού είδους, το οποίο πιθανόν να έχει ζήτηση. Απαιτείται νέος εξοπλισμός, νέοι εργάτες, νέες εγκαταστάσεις κλπ.. Αντίθετα ο έμπορος κινείται σε πολλά και διαφορετικά επίπεδα και μπορεί για λόγους στρατηγικής να δουλεύει σ’ έναν τομέα με “ζημιά”, χωρίς αυτή η ζημιά να είναι γενική.
Αυτός ο έμπορος εκπαιδεύει τον καταναλωτή να κάνει παζάρια και ν’ αγοράζει “βερεσέ” με την πιστωτική. Ο καταναλωτής πρέπει ν’ αγοράζει με “μέτρο” και δεν πρέπει να κάνει παζάρια. Παζάρια κάνει ο έμπορος, γιατί, στην κλίμακα που ο ίδιος ψωνίζει ως πελάτης, το παζάρι έχει νόημα, εφόσον του προσφέρει πραγματικά μεγάλο κέρδος. Ο έμπορος, όταν κάνει παζάρια, “κλαίει” και κάνει τον καραγκιόζη, έχοντας όμως ως στόχο κέρδη εκατομμυρίων. Όταν ο καταναλωτής κάνει παζάρια, κερδίζει ελάχιστα, αλλά αυτά τα “ελάχιστα” είναι επικίνδυνα για την παραγωγή. Γιατί να “κλαίει” και να οδύρεται ο καταναλωτής; Κάνει τον καραγκιόζη για να γλιτώσει ένα “κατοστάρικο”; Το ασήμαντο αυτό όμως κέρδος είναι καταστροφικό για την παραγωγή. Από το ένα “κατοστάρικο” μπορεί να κρίνεται η ανταγωνιστικότητα ενός εργοστασίου και άρα η τύχη των εργατών του. Το “κατοστάρικο” που κερδίζει από ένα εισαγόμενο προϊόν, μπορεί να καταστρέψει έναν ολόκληρο κλάδο παραγωγής με χιλιάδες εργαζόμενους.
Ο έμπορος έχει συμφέρον να μετατρέψει τον καταναλωτή σε θηρίο-καραγκιόζη, γιατί είναι και ο ίδιος θηρίο. Απλά ποντάρει στο γεγονός ότι είναι ισχυρότερο θηρίο από τον καταναλωτή και άρα μπορεί να τον ελέγχει. Ο καταναλωτής-θηρίο είναι αυτός που ενισχύει τους εμπόρους στο “παιχνίδι” που καταστρέφει τον παραγωγό. Έχει εκπαιδευτεί ν’ αναζητά τα προϊόντα με προσωπικά κριτήρια και, εξαιτίας αυτών των υποκειμενικών κριτηρίων, υπάρχει και η υποκειμενική κοστολόγησή τους. Εξαιτίας αυτής της συνήθως λανθασμένης εκτίμησης, σπρώχνει την αγορά σε ξέφρενους ρυθμούς, που καταστρέφουν τους παραγωγούς. Άλλος ψάχνει τα “διαφορετικά”, άλλος τα “νέα”, άλλος τα “παλιά” κλπ.. Ο καθένας, σκεπτόμενος σαν έμπορος, κρίνει με προσωπικά κριτήρια τι πρέπει να πληρώσει. Το “παλιό”, για παράδειγμα, το θέλει σχεδόν τζάμπα. Τι γίνεται όμως; Το παλιό δεν κατασκευάστηκε; Δεν πρέπει να πληρωθούν οι εργάτες που το κατασκεύασαν; Όλα αυτά τα δημιουργούν οι έμποροι για ν’ αποδυναμώσουν τους παραγωγούς και ν’ αυξήσουν τα κέρδη τους. Αυτοί δημιουργούν τις μόδες, όπου το “παλιό” από το “καινούριο” έχει μία ημέρα διαφορά. Το “καινούριο” είναι όμως ακριβό, ενώ το “παλιό” για πέταμα. Όσοι κατασκευαστές έχουν “παλιά” προϊόντα στις αποθήκες τους καταστρέφονται. Οι έμποροι δεν καταστρέφονται, γιατί αυτοί εμφανίζουν τα “νέα” όταν ήδη έχουν αδειάσει τις αποθήκες τους από τα “παλιά”.
Οι έμποροι, μ’ αυτόν τον φρενήρη ρυθμό που επιβάλλουν στη μόδα, δημιουργούν συνθήκες όμοιες μ’ αυτές που υπήρχαν στον Μεσαίωνα. Συνθήκες, όπου οι πλούσιοι ήταν ντυμένοι κι οι φτωχοί γυμνοί. Απλά ο εργαζόμενος σήμερα, χωρίς να είναι πραγματικά γυμνός, αισθάνεται “γυμνός”, όταν ντύνεται μ’ ένα ανώνυμο ή ένα επώνυμο προϊόν, που χαρακτηρίζεται “εκτός μόδας” και άρα θεωρείται “παλιό”. Οι έμποροι επενδύουν στη ματαιοδοξία των ανθρώπων κι επωφελούνται από τον πλούτο αυτών που έχουν τη δυνατότητα να πληρώσουν τη ματαιοδοξία τους. Επωφελούνται και από τους φουκαράδες, που δεν είναι πλούσιοι, αλλά είναι σε θέση να κάνουν τα πάντα, για να εξασφαλίσουν το προϊόν σύμβολο. Σήμερα, εξαιτίας των εμπόρων, το άρρωστο και ματαιόδοξο μάτι του ανθρώπου “βλέπει” επιλεκτικά και βασανίζει τον άνθρωπο. Οι έμποροι έχουν βάλει μπροστά στα μάτια του σύγχρονου ανθρώπου το “φίλτρο” που λέγεται “μόδα” κι είναι αυτό που καθορίζει το τι ακριβώς “βλέπει” ο άνθρωπος γύρω του. “Βλέπει” ως ρούχο μόνον το Armani και όχι το ανώνυμο προϊόν. Βλέπει ως αυτοκίνητο μόνον το Ferrari και όχι το Fiat. Αυτός που σήμερα ντύνεται με ανώνυμα προϊόντα και οδηγεί Fiat είναι ο γυμνός και ξυπόλυτος φτωχός του Μεσαίωνα.
Οι “ύαινες της οικονομίας” —οι έμποροι— έχουν μετατρέψει και τους καταναλωτές σε “ύαινες”. Όλοι ψάχνουν “ευκαιρίες”. Τι θα πει όμως “ευκαιρία”; “Ευκαιρία” είναι να “βρεις” έναν “νεκρό” και να τον “γδύσεις”. Ν’ αρπάξεις δωρεάν αυτά που ο ίδιος πλήρωσε για ν’ αποκτήσει. “Ευκαιρία” είναι να μην πληρώσεις το πραγματικό κόστος ενός προϊόντος. Στην υγιή οικονομία δεν υπάρχει τέτοια περίπτωση, γιατί, αυτός που έχει πληρώσει για να κατασκευαστεί αυτό το προϊόν, είναι αδύνατον να δεχθεί να το δώσει σε χαμηλότερη τιμή απ’ αυτήν που πλήρωσε ο ίδιος. Όταν ο παραγωγός είναι “ζωντανός”, δεν υπάρχουν “ευκαιρίες”. “Ευκαιρίες” υπάρχουν, όταν υπάρχουν “νεκροί” παραγωγοί και κάποιοι “πουλούν” τα προϊόντα αυτών με βάση υποκειμενικές εκτιμήσεις επάνω στο κόστος τους. Μόνον ο “νεκρός” δεν αντιδρά, όταν τον λεηλατούν και τον σκυλεύουν. Οι έμποροι εκπαιδεύουν δηλαδή τους καταναλωτές να ψάχνουν “πτώματα”, γιατί οι ίδιοι είναι “φονιάδες” των παραγωγών. Εκπαιδεύουν τον καταναλωτή ν’ αναζητά τις φθηνές προτάσεις των εμπόρων-“φονιάδων” και να παρακάμπτει τους παραγωγούς. Όλοι έχουμε γίνει αδίστακτες “ύαινες”, που προσπαθούμε να επωφεληθούμε από τον οικονομικό θάνατο των παραγωγών. Όλοι έχουμε γίνει έμποροι-“φονιάδες”, που κρίνουμε μόνοι μας το πόσα πρέπει να πληρώσουμε, αδιαφορώντας για τα πραγματικά μεγέθη. Όλη αυτή η αβυσσαλέα κατάσταση στην αγορά δημιουργείται από τους εμπόρους, αλλά διατηρείται από τους καταναλωτές-θηρία, που κάνουν προσωπικές εκτιμήσεις για την τιμή ενός προϊόντος.
Οι έμποροι, έχοντας την τεράστια οικονομική δυνατότητα που τους προσφέρει η δραστηριότητά τους, έχουν καταφέρει να ελέγχουν τα πάντα. Με μέσον τις πολυδάπανες διαφημίσεις στα ΜΜΕ, έχουν “βάλει” τον καταναλωτή να σκέπτεται όπως τους συμφέρει. Όλοι περιμένουν να δουν τι προτείνουν οι έμποροι, για να εμφανιστούν μέσα στην κοινωνία ως “έξυπνοι”, ως “ντυμένοι”, ως “πετυχημένοι”. Ο κάθε έμπορος, ανάλογα με την “πραμάτεια” του, στέλνει ένα μήνυμα, που παρασέρνει τον καταναλωτή. Τα πάντα έχουν χάσει το πραγματικό τους νόημα. Το προϊόν έπαψε να έχει χρηστική αξία και γίνεται “κράχτης” που διαλαλεί τα χαρακτηριστικά του κατόχου του. Τα προϊόντα από τη μια στιγμή στην άλλη “βγαίνουν” από την κλίμακα των “αξιών”, χωρίς να έχουν καλύψει την πραγματική αποστολή τους, που είναι η χρήση. Τα προϊόντα —καινούρια ακόμα— πετιούνται στα “σκουπίδια”. Όλα αυτά οδηγούν σε μία κατάσταση υπερκατανάλωσης που απειλεί τα πάντα.
Η υπερκατανάλωση απειλεί το σύνολο της κοινωνίας, γιατί συντηρεί τις κοινωνικές ανισότητες. Από τη στιγμή που οι πλούσιοι άνθρωποι ή οι λαοί παρασύρονται στο να υπερκαταναλώνουν, ο γενικός σχεδιασμός δεν αλλάζει. Όλοι οι έμποροι ασχολούνται μ’ αυτούς και διαρκώς αλλάζουν τις “μόδες” για να εκμεταλλεύονται τον πλούτο τους. Για όσο διάστημα υπάρχει αυτή η δυνατότητα, δεν ενδιαφέρονται για τους φτωχούς, που κάτω από άλλες συνθήκες θα γίνονταν κι αυτοί καταναλωτές. Ασχολούνται δηλαδή με το υψηλό κέρδος που τους προσφέρουν κάποια εκατομμύρια καταναλωτών και δεν ασχολούνται με τα δισεκατομμύρια των δυνάμει καταναλωτών.
Οι αδίστακτοι έμποροι, μεριμνώντας για την υποδομή που τους βολεύει, δεν άφησαν απέξω ούτε τους μελλοντικούς υπερκαταναλωτές, που είναι τα παιδιά. Με διαφημίσεις τύπου “πλύση εγκεφάλου” και στηριζόμενοι στη μειωμένη κρίση των παιδιών, τα παρασέρνουν στην κατανάλωση και βασανίζουν τους γονείς. Σχεδόν καταναγκαστικά επιβάλλουν παιχνίδια, που το παιδί δεν θ’ ασχοληθεί μαζί τους πάνω από μισή ώρα. Μαθαίνουν στο παιδί να ζητάει ό,τι “βλέπει” και δεν δίνουν τον χρόνο στους γονείς να τα διαπαιδαγωγήσουν σωστά. Οι γονείς δεν προλαβαίνουν να καλλιεργήσουν στο παιδί τα σωστά πρότυπα. Δεν προλαβαίνουν να μάθουν στο παιδί να αξιολογεί τις ανάγκες του και ν’ αναζητά τον τρόπο που θα τις καλύψει. Το παιδί, εξαιτίας των διαφημίσεων, εκπαιδεύεται σαν σκύλος, ο οποίος “τρέχει” προς το μέρος εκείνου που του κουνάει τα χέρια, υποσχόμενος το “κόκαλο”-δώρο.
Αυτοί είναι οι μελλοντικοί καταναλωτές, που θ’ αγοράζουν μόνον για ν’ αγοράζουν και όχι για να καλύπτουν τις ανάγκες που υποτίθεται καλύπτουν τα προϊόντα. Αυτοί είναι που δεν γνωρίζουν τις ανάγκες τους, τις οποίες στη συνέχεια καλύπτουν με προϊόντα που ανακαλύπτουν. Είναι αυτοί που βλέπουν προϊόντα κι ανακαλύπτουν ανάγκες. Είναι αυτοί που πρώτα αγοράζουν ένα προϊόν και κατόπιν σκέπτονται τι να το κάνουν. Αυτοί είναι που θ’ αγοράζουν με τις πιστωτικές και άρα με “δανεικά”. Όμως, όταν αγοράζεις με “δανεικά” κι αγοράζεις συνέχεια αναζητώντας τις “ευκαιρίες” —και άρα τα “πτώματα”—, είναι θέμα χρόνου να πέσεις στα χέρια των “φονιάδων”.
Αν θέλουμε να ελπίζουμε σε μια καλύτερη ζωή, πρέπει ο καταναλωτής ν’ αλλάξει συμπεριφορά. Η τιμή του προϊόντος καθορίζεται από κάποια αντικειμενικά δεδομένα και άρα απαγορεύεται η υποκειμενική εκτίμηση. Τέτοια εκτίμηση γίνεται μόνον σε ιδιόμορφα προϊόντα, που η αξία τους δεν οφείλεται στη διαδικασία παραγωγής. Ένα έργο τέχνης ή μια σπάνια αντίκα, για παράδειγμα, επιτρέπουν αυτού του είδους τις εκτιμήσεις. Ένα ρούχο όμως ή ένα αυτοκίνητο όχι. Σήμερα οι καταναλωτές-μικροέμποροι δημιουργούν αταξία στην οικονομία. Όταν υπάρχει τάξη, τα πράγματα είναι διαφορετικά. Εμείς, γι’ αυτόν ακριβώς τον λόγο θέλουμε το δελτίο ταυτότητας του προϊόντος. Ο καταναλωτής πρέπει να γνωρίζει πόσο κοστίζει πραγματικά ένα προϊόν και να μην βασίζεται στον λόγο του ψεύτη εμπόρου. Από εκεί και πέρα να πληρώνει όσο του ζητούν και να καταγγέλλει μόνον την αισχροκέρδεια. Αυτή η καταγγελία είναι το μοναδικό και υπέρτατο δικαίωμα του καταναλωτή.
Αυτό το δικαίωμα μπορεί να φαίνεται ασήμαντο, αλλά δεν είναι. Μια καταγγελία περί αισχροκέρδειας εις βάρος ενός παραγωγού μπορεί να τον καταστρέψει. Το “εμπάργκο” των καταναλωτών, όταν γίνεται εις βάρος του παραγωγού —ο οποίος έχει τεράστια λειτουργικά έξοδα—, είναι καταστροφικό γι’ αυτόν. Επιπλέον, μια τέτοια καταγγελία στρέφει και τους παραγωγούς όλων των κλάδων εναντίον του, γιατί η αισχροκέρδεια του παραγωγού είναι αυτή η οποία δημιουργεί τις συνθήκες ανάπτυξης του εμπορίου, που καταστρέφει τους πάντες. Οι παραγωγοί έχουν συμφέρον να καταστρέφουν εκείνους τους συναδέλφους τους, που δημιουργούν τις συνθήκες ανάπτυξης του εμπορίου. Έχουν συμφέρον να καταστρέψουν εκείνους τους παραγωγούς, που “ξεφορτώνονται” με χαμηλό κέρδος την παραγωγή τους στους εμπόρους ή σ’ αυτούς που αισχροκερδούν εις βάρος του καταναλωτή, μιμούμενοι τους εμπόρους. Οι παραγωγοί έχουν συμφέρον να διατηρούν τις τιμές σ’ εκείνα τα επίπεδα που τους προσφέρουν κέρδος και ταυτόχρονα δεν επιτρέπουν στους εμπόρους να μπουν “σφήνα” ανάμεσα στους ίδιους και τους καταναλωτές. Το κέρδος αυτό, όταν είναι σωστά μελετημένο, προστατεύει το σύνολο του κλάδου, εφόσον δεν αποτελεί δέλεαρ, ώστε να μπουν κι άλλοι παραγωγοί στον ίδιο κλάδο με αποτέλεσμα την υπερπαραγωγή. Το κέρδος το μελετάς από την αρχή και δεν το μειώνεις εξαιτίας του πανικού, που συνήθως προκαλεί η υπερπαραγωγή. Οι συνθήκες υπερπαραγωγής απειλούν τους παραγωγούς, γιατί είναι θέμα χρόνου να “μπουκώσει” η αγορά κι αυτοί να βρεθούν με την ακριβή παραγωγή στα “χέρια”. Είναι θέμα χρόνου να προσπαθήσουν να “ξεφορτωθούν” τα προϊόντα και να δημιουργήσουν εκ νέου εμπόρους.
Αυτός είναι κι ο λόγος που είναι απαραίτητο το δελτίο ταυτότητας του προϊόντος. Πάντα πρέπει να υπάρχουν τα στοιχεία, που με αντικειμενικά κριτήρια αποδεικνύουν την αισχροκέρδεια. Το θύμα της αισχροκέρδειας πρέπει να έχει πάντα τα στοιχεία που θα καταθέσει σ’ αυτούς, που στη συνέχεια θ’ απειλήσουν με καταστροφή τον ασυνείδητο παραγωγό. Ο αναγνώστης πρέπει ν’ αντιληφθεί ότι την αισχροκέρδεια μόνον την καταγγέλλεις και ποτέ δεν προσπαθείς να την νικήσεις σε προσωπικό επίπεδο, κάνοντας “παζάρια”. Το παζάρι απαγορεύεται. Ακόμα κι αν σου προσφέρουν μία μυστήρια έκπτωση, δεν πρέπει να τη δέχεσαι. Το βέβαιο είναι ότι επηρεάζεται κάποιο σκέλος της παραγωγής, το οποίο δεν πρέπει ν’ απειλείται. Κάποιος θα “πληρώσει” αυτήν την έκπτωση που παίρνεις. Είτε ο εργάτης είτε ο παραγωγός. Αυτοί δεν πρέπει ν’ απειλούνται κι αυτό είναι ευθύνη του καταναλωτή. Όταν απειλούνται αυτοί, δημιουργείται “καρκίνος” στην οικονομία, που αργά ή γρήγορα θα κάνει “μετάσταση” και στον κλάδο όπου εργάζεται ο ίδιος ο καταναλωτής-“έμπορος”. Μόνον ο καταναλωτής μπορεί να προστατεύσει την παραγωγή και άρα τον εργάτη. Όταν αναζητά την “ευκαιρία”, σπέρνει τον “θάνατο” στους εργάτες.
Αν το προϊόν πουληθεί φθηνότερα απ’ όσο κοστίζει, δεν θα πληρωθεί ο εργάτης. Αν το προϊόν δεν προσφέρει κέρδος στον παραγωγό —τουλάχιστον ανάλογο μ’ εκείνο που αυτός θα έπαιρνε για το ίδιο ποσόν από την τράπεζα—, θα εγκαταλείψει την παραγωγή. Γιατί να βάζει τα χρήματά του στην παραγωγή, όταν δεν έχει παραπάνω κέρδος απ’ ό,τι θα είχε αν τα έβαζε στην τράπεζα; Γι’ αυτό είπαμε ότι το κάθε προϊόν πρέπει να έχει δελτίο ταυτότητας. Αυτό το δελτίο αποκαλύπτει την τιμή ασφάλειας για την παραγωγή κι επιπλέον αποκαλύπτει την αισχροκέρδεια όταν αυτή υπάρχει. Σήμερα αυτό δεν συμβαίνει. Ο ψεύτης έμπορος λέει ό,τι θέλει και ο “πονηρός” δήθεν καταναλωτής τον “πιέζει”. Γίνεται και ο ίδιος ψεύτης, χρησιμοποιώντας επιχειρήματα του τύπου …”αλλού το βρήκα φθηνότερο”. Πόσο όμως φθηνότερο; Υπάρχουν δηλαδή κάποια κορόιδα που κατασκευάζουν τα προϊόντα και κάποιοι έξυπνοι που τα “ψαρεύουν” από τη θάλασσα;
Ταυτόχρονα πρέπει ν’ αλλάξει και ο γενικότερος σχεδιασμός της παραγωγής. Πρέπει να μειώσουμε τους “ρυθμούς” της μόδας, ώστε οι αλλαγές να μην βρίσκουν τους παραγωγούς “φορτωμένους” με προϊόντα, τα οποία κινδυνεύουν να μείνουν αδιάθετα. Πρέπει ν’ αλλάξουμε γενικά τους ρυθμούς που έχουν επιβάλλει οι έμποροι στην αγορά. Πρέπει να πάνε στο διάολο όλοι οι έμποροι αυτού του κόσμου. Όχι βέβαια ως άνθρωποι, αλλά ως παράγοντες της οικονομίας. Αν επενδύσουν στην παραγωγή, είναι κι αυτοί ευπρόσδεκτοι. Είναι μισητοί μόνον ως έμποροι. Το πρόβλημα δεν είναι ποτέ ένας άνθρωπος. Το πρόβλημα είναι η ιδιότητά του. Είναι θέμα χρόνου ένας έξυπνος άνθρωπος ν’ αναζητήσει το κολοσσιαίο κέρδος που του προσφέρει το εμπόριο.
Οι εξυπνότεροι των ανθρώπων σήμερα ασχολούνται με το εμπόριο. Όλοι προσπαθούν σήμερα να γίνουν πλούσιοι μέσω του εμπορίου. Πάνω σ’ αυτήν την αγωνία των φτωχών στηρίζονται οι πολιτικοί, που μιλούν γι’ ανταγωνιστικότητα. Προτείνουν στους νέους να γίνουν έμποροι και να πουλήσουν οτιδήποτε πουλιέται. Όλοι προσπαθούν να πουλήσουν οτιδήποτε και να υπηρετήσουν τις “ανάγκες” της αγοράς. Όλοι προσπαθούν να κεφαλαιοποιήσουν οτιδήποτε έχουν στην κατοχή τους. Κανένας δεν αντιλαμβάνεται τον εαυτό του ως εργαζόμενο. Από τον φουκαρά τον δημοσιογράφο, που περιφέρει την πραμάτεια του στα κανάλια, μέχρι την “μοντέλα”, που περιφέρει φωτογραφίες του κώλου της στα περιοδικά, όλοι το ίδιο κάνουν. Όλοι δημιουργούν προϊόντα, για να καλύψουν τις “αγορές”. “Αγορά” για τους πρώτους είναι οι διψασμένοι για ειδήσεις τρόμου άρρωστοι, ενώ για τις δεύτερες όλοι οι δυστυχισμένοι ηδονοβλεψίες.
Όλοι αυτοί είναι έμποροι, που “τρέχουν”, κυνηγώντας την επιτυχία. Όλοι αυτοί προσφέρουν “σωτήρια” “φάρμακα”. Αν δεν υπάρχει “αρρώστια”, δεν υπάρχει “πρόβλημα …μαζί με το “φάρμακο” θα μας δώσουν δώρο και την “αρρώστια”. Τι σημαίνει όμως αυτό; Μόνοι τους όλοι αυτοί δημιουργούν τις ανάγκες, τις οποίες στη συνέχεια θα καλύψουν με τα προϊόντα που οι ίδιοι αντιπροσωπεύουν. Οτιδήποτε διαχειρίζονται —υλικό ή άυλο— προσπαθούν να το κάνουν προϊόν και να δημιουργήσουν μέσα στην κοινωνία τις κατάλληλες συνθήκες, που θα επιτρέψουν την απορρόφηση αυτού του προϊόντος. Γεμίζουν τις “αποθήκες” τους με πυροσβεστήρες και μετά βάζουν “φωτιά” στην κοινωνία για να τους πουλήσουν. Οι εξυπνότεροι και ικανότεροι απ’ αυτούς θα καταφέρουν να γίνουν πλούσιοι, αλλά αυτό —όπως αντιλαμβανόμαστε— γίνεται εις βάρος της παραγωγής και των εργαζομένων. Όλοι αυτοί θα πληρωθούν από τα κέρδη των παραγωγών κι από τους μισθούς των εργατών.
Βλέπουμε λοιπόν πόσο ευφυής είναι η κίνηση από πλευράς του συστήματος να βάλει όλους τους ανθρώπους να σκέπτονται σαν έμποροι. Οι φτωχοί “ονειρεύονται” να γίνουν κεφαλαιοκράτες, αξιοποιώντας την εξυπνάδα τους, ενώ οι εργαζόμενοι προσπαθούν να εξαργυρώσουν τις όποιες γνώσεις τους. Αυτό το τελευταίο είναι ό,τι χειρότερο, γιατί διχάζει τους εργαζόμενους και τους μετατρέπει σε “θηρία” που αλληλοσπαράσσονται. Αγνοούν ότι είναι εργαζόμενοι που δικαιούνται μισθό και παριστάνουν τους εμπόρους. Ο καθένας διαχειρίζεται τα πτυχία του και τα προσόντα του ως κεφάλαιο και κάνει υποκειμενικές εκτιμήσεις γύρω από τον μισθό που θα πρέπει να πάρει. Ο μισθός κατ’ αυτόν τον τρόπο γίνεται εμπορικό κέρδος, που καταστρέφει τις ισορροπίες. Αυτοί που την “πληρώνουν” είναι οι εργάτες, εφόσον πάντα αυτοί θα περιορίζονται στη βάση των προσόντων που δίνει τον μισθό. Ο “πήχης” όλο και θ’ ανεβαίνει, αλλά οι αναλογίες θα παραμένουν ίδιες. Ακόμα κι αν όλοι οι εργάτες γίνουν πτυχιούχοι πανεπιστημίου, τίποτε δεν θ’ αλλάξει. Οι μεταπτυχιακοί θα μάχονται πλέον για τον “εμπορικό” μισθό.
Βλέπουμε λοιπόν, γιατί κάποιοι καραγκιόζηδες “παραμυθιάζουν” τον φτωχό λαό με βλακείες του τύπου “ανταγωνιστικότητα”, “προσόντα” και “αναβάθμιση” παιδείας. Οι “έμποροι” προσπαθούν να κάνουν τους πάντες “εμπόρους”, στηριζόμενοι στο γεγονός ότι τα δόντια τους και τα νύχια τους είναι τα πλέον ισχυρά. Εμείς βέβαια δεν έχουμε πρόβλημα με τους ανθρώπους που εκτελούν το “λειτούργημα” του εμπόρου. Εμείς έχουμε πρόβλημα μόνον με τη δραστηριότητά τους. Ο κίνδυνος είναι αυτή η δραστηριότητα και άρα η ιδιότητα που λαμβάνει αυτός ο κατά τα άλλα συμπαθής άνθρωπος. Εμείς μισούμε τον έμπορο και όχι τον άνθρωπο που βρίσκεται πίσω από αυτήν την ιδιότητα.
Αυτοί οι έμποροι αισχροκερδούν, εκμεταλλευόμενοι τα επιτεύγματα του ανθρώπου. Αυτά τα επιτεύγματα, εξαιτίας των εμπόρων, αντί να “μεθούν” την ψυχή του ανθρώπου, γίνονται οι μεγαλύτεροι βασανιστές της. Οι έμποροι, εξαιτίας αυτών των επιτευγμάτων, έγιναν οι έμποροι των ψυχών των ανθρώπων οι έμποροι των ονείρων τους, του lifestyle τους, των φοβιών τους και των ψυχώσεών τους. Αγνοήστε τους εμπόρους, που, σαν αντιπρόσωποι του καλού του όμορφου και του έξυπνου, σας λένε τι είναι καλό και τι είναι κακό. Αγνοείστε αυτούς που σας λένε πώς θα φάτε, πώς θα ντυθείτε, πώς θα κάνετε έρωτα ή πώς θα μεγαλώσετε τα παιδιά σας. Ό,τι σας ενδιαφέρει το έχουν κάνει εμπόρευμα και σας το πουλάνε. Αν μπορούσαν θα σας πουλούσαν και τον αέρα που αναπνέετε.
Όμως, για να είμαστε δίκαιοι, αυτοί οι έμποροι βοήθησαν την ανθρωπότητα στο μέτρο βέβαια που βοηθάει κάποιος όταν το κάνει επ’ αμοιβής. Όλοι αυτοί “τράβηξαν” κάποτε την κοινωνία μπροστά. Άσχετα αν αυτό το πληρώσαμε και δεν ήταν δωρεάν, πρέπει να τους το αναγνωρίσουμε. Σήμερα όμως η κοινωνία προχώρησε “μπροστά” και τους έχει προσπεράσει. Όλοι αυτοί λειτουργούν πλέον ως τροχοπέδη κι έχουν χάσει ακόμα και το θεωρητικό δικαίωμα ύπαρξης. Είναι σε θέση, για να πουλήσουν ένα προϊόν, να δημιουργήσουν την εκκεντρικότητα που οδηγεί στην οπισθοδρόμηση. Μέχρι τώρα, εξαιτίας της παγκοσμιοποίησης, “πουλούσαν” τα πολιτισμένα υπερεθνικά πρότυπα. Σήμερα, που όλοι είμαστε πολιτισμένοι, οι έμποροι είναι σε θέση να επιβάλλουν εκ νέου τα βαρβαρικά “ethnic“-πρότυπα, θέλοντας να εξασφαλίσουν το “διαφορετικό”, που είναι ακριβό. Αν “πουλάει” ο “διάβολος”, αυτοί είναι σε θέση να τον κάνουν πρότυπο.
Σήμερα ο άνθρωπος “στέκεται” πλέον στα πόδια του και μπορεί πλέον να κάνει τις επιλογές του με βάση τις δικές του ανάγκες και όχι βάση των επιταγών του προτεινόμενου από τους εμπόρους lifestyle. Σήμερα ο νέος έχει την προσωπικότητα να μπορεί να κάνει τα δικά του όνειρα και να μην “αγοράζει” τα όνειρα-προϊόντα των εμπόρων. Κανένας δεν έχει ανάγκη πλέον τους εμπόρους των ονείρων και τους πολιτικούς, που δήθεν θα κάνουν αυτά τα όνειρα πραγματικότητα.
Στείλτε στο διάολο όσους πολιτικούς δεν υπηρετούν τα δικά σας όνειρα. Όσους πολιτικούς υπηρετούν τα όνειρα που οι ίδιοι —ανάλογα με τις οικονομικές σας δυνατότητες— σας πουλάνε. Δεν είναι λόγος να ψηφίζεις έναν πολιτικό, που, όταν είσαι εργάτης, σου πουλάει το φθηνό όνειρο της απλής κι οριακής επιβίωσης. Ψηφίζεις αυτόν που μπορεί να υπηρετήσει το ακριβό όνειρο που μόνος σου φτιάχνεις. Το “όνειρο” που περιλαμβάνει τα πάντα. Ελευθερία, δημοκρατία, έρωτα, αλλά και Ferrari και ό,τι λαχταρά η ψυχή του ανθρώπου.
Είναι πλέον θέμα επιβίωσης και όχι πολυτέλεια ν’ αφυπνιστούν οι λαοί. Πρέπει να δράσουν από κοινού τόσο οι κεφαλαιοκράτες της παραγωγής όσο και οι εργάτες. Οι βιομήχανοι, εκμεταλλευόμενοι την ισχύ τους και τη γνώση τους, θα πρέπει να τεθούν επικεφαλείς μιας νέας ειρηνικής και κοινωνικής επανάστασης. Πρέπει να βγάλουν από την αγορά τους “ενδιάμεσους” και ν’ αφαιρέσουν την εξουσία από τους σημερινούς πολιτικούς. Ο άνθρωπος-πολίτης-εργαζόμενος-καταναλωτής θα πρέπει να βοηθήσει στον επανασχεδιασμό της οικονομίας με όλα τα μέσα που έχει στη διάθεσή του. Τους σημερινούς πολιτικούς πρέπει να τους στείλει στο διάολο, αφού κι αυτοί το ίδιο έχουν ήδη αποφασίσει να κάνουν μ’ αυτόν. Το θέμα είναι πλέον ποιος θα προλάβει να το κάνει πρώτος.